Ενα θέμα που θα καθορίσει σε έναν μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα των εκλογών στις 22 Σεπτεμβρίου είναι το πώς θα κρίνουν οι ψηφοφόροι την απόφαση του Πρωθυπουργού να αλλάξει τακτική και να κηρύξει πρόωρες εκλογές. Κατά τη γνώμη μου, η απόφαση αυτή ήταν σωστή. Μετά την πρωθυπουργία και την προεδρία του κόμματος, η τρίτη βασική προϋπόθεση για να μπορέσει ο Κώστας Σημίτης να εφαρμόσει το εκσυγχρονιστικό του πρόγραμμα είναι η λαϊκή υποστήριξη μέσω των εκλογών.


Με δεδομένη τη σοβαρότητα της σημερινής κρίσης, χωρίς την άμεση υποστήριξη των ψηφοφόρων, οι πιθανότητες επιβολής των ριζικών εκσυγχρονιστικών μέτρων που αυτή τη στιγμή χρειάζεται η χώρα άμεσα θα ήταν μηδαμινές.


Βέβαια θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει το επιχείρημα πως αυτό θα έπρεπε να το είχε σκεφτεί ο Πρωθυπουργός πιο πριν ­ αποφεύγοντας έτσι την κατηγορία της αναξιοπιστίας: ότι δηλαδή έκανε στροφή 180 μοιρών για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους. Δεν μπορώ να ξέρω τους υποκειμενικούς λόγους που ώθησαν τον αρχηγό του ΠαΣοΚ να αλλάξει τακτική στο θέμα των εκλογών. Αυτό που έχει όμως σημασία σε μια πολιτική παρά ψυχαναλυτική ανάλυση είναι αν η αλλαγή της πορείας, για όποιο λόγο και αν έγινε, βοηθάει ή βλάπτει τα γενικά συμφέροντα της χώρας. Κατά τη γνώμη μου, παρ’ όλο που οι πρόωρες εκλογές καθυστερούν την ψήφιση σημαντικών και αναγκαίων συνταγματικών αλλαγών, η αναζήτηση λαϊκής στήριξης για την άμεση εφαρμογή ενός μακρόχρονου, δημοκρατικού εκσυγχρονιστικού προγράμματος είναι πρωταρχικής σημασίας. Οσο για το πρόβλημα της περίφημης «αναξιοπιστίας» του Πρωθυπουργού, η υπέρμετρη έμφαση που δίνει η αντιπολίτευση σε αυτό το σημείο μάς λέει περισσότερα για τη φτώχεια των εκσυγχρονιστικών προτάσεων του Μιλτιάδη Εβερτ και λιγότερο για το ποιόν και το ήθος του Κώστα Σημίτη. Γιατί η αξιοπιστία ενός πολιτικού αρχηγού δεν κρίνεται από το αν αλλάζει ή όχι γνώμη σε συγκεκριμένα θέματα. Η εμμονή του πολιτικού σε μια απόφαση, που σε μια συγκεκριμένη στιγμή κρίνεται από τον ίδιο ως μη σωστή, δείχνει λιγότερο αξιοπιστία και περισσότερο πολιτικό κρετινισμό ή δειλία. Η αξιοπιστία ενός αρχηγού κόμματος κρίνεται από το αν έχει το θάρρος να ακολουθήσει πολιτικές που συμφέρουν τη χώρα ­ ανεξάρτητα με το αν αυτές συμφέρουν τον ίδιο ή το κόμμα του. Νομίζω πως ο Πρωθυπουργός έχει δείξει στο παρελθόν (κυρίως όταν ήταν υπουργός Συντονισμού) ότι είναι ιδιαίτερα αξιόπιστος ­ με την ουσιαστική και όχι φορμαλιστική έννοια του όρου: είχε δηλαδή το θάρρος να αντισταθεί στις λαϊκιστικές πιέσεις του κόμματος και του αρχηγού του, επιμένοντας στην εφαρμογή μη δημοφιλών αλλά αναγκαίων μέτρων για την ανάπτυξη της χώρας. Σε αυτόν ακριβώς τον χώρο κρίνεται η αξιοπιστία ενός πολιτικού προσώπου και όχι στο κατά πόσον αλλάζει γνώμη πάνω σε συγκεκριμένα θέματα.


Αν κάποιος δεχτεί τα παραπάνω, μια πιο ουσιαστική κριτική που μπορεί να ασκηθεί στην εκλογική στρατηγική του Πρωθυπουργού είναι πως ο λόγος του, χωρίς να είναι λαϊκιστικός ή παραπλανητικός (όπως αυτός της αξιωματικής αντιπολίτευσης), δεν έχει διαφοροποιηθεί αρκετά από την παραδοσιακή, καθιερωμένη κομματική νοοτροπία που τείνει να παρουσιάζει τις δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει η χώρα κατά έναν μη ρεαλιστικό, υπεραισιόδοξο τρόπο. Βέβαια το σύνολο των συγκεκριμένων ευεργετικών μέτρων για τις διάφορες κοινωνικές κατηγορίες, που το ΠαΣοΚ προτείνει, και πραγματοποιήσιμο είναι και βασίζεται σε μια αναπτυξιακή λογική, λογική που λείπει παντελώς από την ad hoc παροχολογία της αντιπολίτευσης. Παρ’ όλα αυτά όμως, έστω και την τελευταία στιγμή, νομίζω πως ο Πρωθυπουργός πρέπει να κάνει ένα ακόμη βήμα προς τα μπρος, λέγοντας στους πολίτες μερικές πικρές αλήθειες για τα σφάλματα του παρελθόντος, τα διλήμματα του παρόντος και για τις μελλοντικές θυσίες που πρέπει να γίνουν ­ κυρίως από τα κοινωνικά στρώματα όπου ανήκουν τα εύπορα 2/3 του πληθυσμού ­ θυσίες που είναι απόλυτα αναγκαίες για να μπορέσει η χώρα να ξεπεράσει τα σημερινά αδιέξοδα. Το νέο, σοβαρό εκλογικό στυλ που πολύ σωστά ο Πρωθυπουργός εγκαινίασε δεν πρέπει να περιορίζεται στην επικοινωνιακή διαδικασία (λιγότερες φιέστες, μπαλκόνια και ηχορύπανση)Ω πρέπει να επεκταθεί και στην ουσία (περισσότερη αυτοκριτική, ανάληψη ευθυνών για τα σφάλματα του παρελθόντος, κριτική, αντικειμενική στάση απέναντι στον ιδρυτή του ΠαΣοΚ, σαφή καταδίκη των λαϊκιστικών / επιμεριστικών πρακτικών της προσημιτικής περιόδου κλπ.). Μέσα στο νέο, μεταπαπανδρεϊκό πολιτικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί στη χώρα, η πλειονότητα των ψηφοφόρων ενδιαφέρεται λιγότερο για τετριμμένες υμνολογίες, εφήμερες υποσχέσεις και ρόδινα σενάρια και περισσότερο για την ωμή αλήθεια: για μια ρεαλιστική ανάλυση της εξαιρετικά δύσκολης κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο τόπος και των οδυνηρών μέτρων που πρέπει να παρθούν για το ξεπέρασμα της κρίσης.


Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.