Είναι ένα κτίριο που όλοι γνωρίζουμε εξωτερικά, λίγοι ξέρουν το εσωτερικό του και ακόμη λιγότεροι την ιστορία του. Είναι το πρώτο και μεγαλύτερο νεοκλασικό κτίριο της Αθήνας με σχέδια του βαυαρού αρχιτέκτονα Friedrich von Gaertner, το οποίο θεμελιώθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1836.


Το κτίριο στέγασε διαδοχικά δύο βασιλικές δυναστείες: των Wittelsbach με τον βασιλιά Οθωνα και αργότερα των Gluksburg με τον Γεώργιο Α’ και την οικογένεια του. Ο πατέρας του νεαρού Οθωνα, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Α’ της Βαυαρίας, έφθασε στην Ελλάδα το 1835 εκπληρώνοντας μια νεανική του επιθυμία να γνωρίσει από κοντά την Ελλάδα και τα μνημεία της. Στην ακολουθία του ήταν και ο 44χρονος αρχιτέκτονας Φρίντριχ φον Γκέρτνερ, ο οποίος αντιμετώπισε την επίσκεψή του στη χώρα μας περισσότερο σαν ένα ταξίδι αναψυχής.


Αντίθετα, με δύο άλλους συμπατριώτες του αρχιτέκτονες, που έβλεπαν την Ελλάδα με θαυμασμό, ρομαντισμό και φιλελληνισμό, τον Klenze και τον Schinkel, ο Γκέρτνερ ήταν πραγματιστής και έβλεπε σχεδόν με κυνισμό αυτό το χωριό των 10.000 κατοίκων που ήταν η Αθήνα. Αλλωστε αυτός στην πρώτη του επίσκεψη ήρθε ως τουρίστας, μη γνωρίζοντας τις προθέσεις του βαυαρού βασιλιά που συνόδευε.


* Σχέδια άλλων


αρχιτεκτόνων


Φυσικά η Αθήνα δεν διέθετε ανάκτορα και ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1834 ο Οθωνας είχε εγκρίνει τα σχέδια του Κλέντσε για ένα ανάκτορο στον λόφο των Μουσών. Υπήρχαν όμως και άλλα σχέδια που είχαν εκπονηθεί από τον Σίνκελ με εντολή του αδελφού του Οθωνα, του διάδοχου της Βαυαρίας Maximilian.


Ο Σίνκελ είχε ετοιμάσει σε ελάχιστο χρόνο μια σειρά σχεδίων ενός παλατιού που τοποθετούσε επάνω στον Βράχο της Ακρόπολης, χωρίς να έχει ποτέ πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα.


Ηταν κυρίως υδατογραφίες προσόψεων, μερικές τομές και μια κάτοψη. Είναι τα γνωστά ονειρικά σχέδια που γνωρίζουμε, με το στενόμακρο ανάκτορο, τους φοίνικες και τα κυπαρίσσια στον κήπο επάνω στον Βράχο, με ένα μεγάλο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς και κάπου, ανάμεσα στα κτίρια και στη βλάστηση, είχαν αφεθεί τα αρχαία αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Η πρόταση του Σίνκελ δεν χαρακτηριζόταν από έλλειψη σεβασμού στα αρχαία μνημεία. Αντίθετα, πίστευε πως αυτός ήταν ο μόνος τρόπος επανενεργοποίησης των αρχαίων κτισμάτων, μια ιδέα που συμμερίζονταν και άλλοι αρχιτέκτονες στην εποχή του.


Η πρόταση Σίνκελ, αν και άρεσε πολύ στον Οθωνα, απερρίφθη για λόγους αρχαιολογικούς και για λόγους πρακτικούς, μιας και δεν θα ήταν δυνατό ούτε άμαξα να ανέβει στα ανάκτορα.


Από την άλλη μεριά και τα σχέδια του Κλέντσε παρ’ όλο που είχαν αρχικά εγκριθεί από τον Οθωνα προκάλεσαν αντιδράσεις. Το ανάκτορο σε κλιμακωτά επίπεδα θα κτιζόταν στις δυτικές κλιτύες του λόφου των Μουσών, αλλά η θέση, ιδίως στα χαμηλότερα επίπεδα προς την πεδιάδα του Κηφισού, εθεωρείτο ανθυγιεινή και ελέγετο ότι το μέρος είχε πληγεί πολλές φορές από πυρετούς. Αυτή ήταν η κατάσταση όταν έφθασε στην Αθήνα ο πατέρας του Οθωνα με τη συνοδεία του.


Σε μια σύντομη μελέτη του αρχιτέκτονα Α. Παπαγεωργίου Βενετά για τον Γκέρτνερ και την οικοδόμηση των ανακτόρων που δημοσιεύθηκε στην «Αρχαιολογία» τεύχος 49 του 1993, αναγράφονται οι πληροφορίες για το ταξίδι του Λουδιβίκου στην Ελλάδα. Πρακτικός ο Λουδοβίκος και θέλοντας να εδραιώσει και με ένα μεγαλόπρεπο έργο την κυριαρχία του οίκου των Wittelsbach στην Ελλάδα, αισθάνθηκε το αρνητικό κλίμα για την πρόταση Κλέντσε και άρχισε να επισκέπτεται διάφορα οικόπεδα. Ζήτησε γνωματεύσεις των δύο αυλικών γιατρών για το κλίμα διαφόρων θέσεων και αφού επιστρατεύθηκε και η τοπική παράδοση του σφαγίου που κρεμούν στα δένδρα και όπου διατηρείται καλύτερα σημαίνει ότι είναι υγιεινότερη η θέση, επελέγη το χαμηλό ύψωμα του Αγίου Αθανασίου, στην ανατολική περιφέρεια της πόλης, έξω από το τότε κέντρο της, στη σημερινή Πλατεία Συντάγματος. Αμέσως υπεγράφη το βασιλικό διάταγμα για τη νέα θέση των ανακτόρων και στο άψε σβήσε, χωρίς αποκρυσταλλωμένα σχέδια εκτελέσεως από τον Γκέρτνερ, στον οποίο είχε εν τω μεταξύ ανατεθεί η μελέτη, έγινε η τελετή της θεμελίωσης του κτιρίου με κάθε λαμπρότητα και παρουσία δύο βασιλέων.


Μάλιστα ο Γκέρτνερ ετοίμασε λαμπρή τελετή για τη θεμελίωση. Κατασκεύασε μια εξέδρα σε σχήμα Π και στο κέντρο της, απέναντι στην τρύπα που ανοίχθηκε για τα θεμέλια, έστησε μια μεγάλη σκηνή για τους βασιλείς. Η φιέστα εντυπωσίασε τον λαό, αν όμως σκεφτούμε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η Αθήνα, το κτίσιμο ενός τόσο μεγάλου κτιρίου ήταν ένα απίστευτο επίτευγμα. Από μία αναφορά του Μαΐου της ίδιας χρονιάς πληροφορούμαστε ότι στο βασιλικό γιαπί εργάζονταν 519 εργάτες και τεχνίτες και από αυτούς 50 ήταν στρατιωτικοί και 170 αμείβονταν με φατούρα. Ενα χρόνο μετά τη θεμελίωση του κτιρίου είχαν κτιστεί τα θεμέλια, τα υπόγεια και οι τοίχοι του ισογείου σε ύψος 2 μέτρων.


* Οι παλαιές


μελέτες


Πριν από μερικούς μήνες κυκλοφόρησε ένας χόνδρος τόμος της αρχιτέκτονος κ. Αικ. Δεμενεγή Βιριράκη με τίτλο «Παλαιά Ανάκτορα Αθηνών 1836-1986». Είναι μία μονογραφία αφιερωμένη στα 160 χρόνια της ζωής του κτιρίου, στην ανέγερση, στις χρήσεις και στις διαρρυθμίσεις που υπέστη σε αυτό το διάστημα. Πρόκειται για έναν τόμο 450 σελίδων, έργο εντυπωσιακής πληρότητας και σαφήνειας στη διατύπωση, που ολοκληρώθηκε μόνο χάρη στο μεράκι και στην αγάπη που τρέφει η συγγραφέας για το θέμα. Εκδόθηκε από το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας και εκτός από τη μελέτη την αφιερωμένη στον Πύργο της Βασιλίσσης, είναι η μόνη άλλη μονογραφία για ιστορικό κτίριο που υπάρχει στην Ελλάδα. Και όμως η Αθήνα διαθέτει μερικά πολύ ενδιαφέροντα ιστορικά κτίρια όπως είναι η Παλαιά Βουλή, το κτίριο του Δήμου Αθηναίων, η Αθηναϊκή Τριλογία (Ακαδημία, Πανεπιστήμιο, Βιβλιοθήκη), το κτίριο Βάιλερ, το Αρσάκειο κ.ά., που τους αξίζει να δημοσιευθούν. Μια τέτοια όμως μελέτη προϋποθέτει τρομακτική δουλειά έρευνας, καθώς ελάχιστα από τα σχέδια κτιρίων αυτής της εποχής έχουν κρατηθεί. Οταν το 1976 η συγγραφέας άρχισε την έρευνα βρήκε ελάχιστα στοιχεία εδώ. Με τον καιρό συγκέντρωσε πληροφορίες και σχέδια που ήταν σκορπισμένα σε διάφορες γερμανικές υπηρεσίες και στο αρχείο του Πολυτεχνείου του Μονάχου.


Ο Γκέρτνερ ασχολήθηκε με τη λεπτομερή σχεδίαση ενός μόνο μέρους των ανακτόρων. Της αίθουσας του θρόνου και υποδοχής των ξένων και της ανάπτυξης τριών επίσημων αιθουσών, χορού, παιγνίων και τραπεζαρίας. Επίσης των βασιλικών διαμερισμάτων που βρίσκονταν στην νότια πτέρυγα του πρώτου ορόφου και έβλεπαν στον Βασιλικό Κήπο. Τα έπιπλα των μεγάλων αιθουσών καθώς και εκείνων της καθημερινής χρήσης και διαμονής των βασιλέων παραγγέλθηκαν στη Γαλλία στην εταιρεία Breul. Ο αρχιτέκτονας έδωσε λίγη σημασία στη λειτουργικότητα και στην εξυπηρέτηση των ανακτόρων. Οι υπηρεσιακοί χώροι δεν ήταν αρκετοί και οι στάβλοι έγιναν μακρύτερα, εκεί όπου είναι σήμερα το Μετοχικό Ταμείο Στρατού.


* Ανέγερση,


διακόσμηση


Η ανέγερση των ανακτόρων κράτησε επτά χρόνια, πράγμα που θεωρήθηκε κατόρθωμα, και το 1843 εγκαταστάθηκε σε αυτά ο Οθωνας με την οικογένειά του, ενώ συνεχίζονταν οι εργασίες της διακόσμησης. Η διακόσμηση είναι επηρεασμένη από τον πομπηιανό ρυθμό, σύμφωνα με τα γούστα της εποχής. Αρχισε το 1840 και συνεχίστηκε αδιάκοπα επί 13 ολόκληρα χρόνια. Από έγγραφα αναθέσεων εκτέλεσης ζωγραφικών πινάκων του 1843 μαθαίνουμε πως εργάστηκαν βαυαροί καλλιτέχνες και έλληνες ζωγράφοι, οι αδελφοί Φίλιππος και Γεώργιος Μαργαρίτης.


Σε ένα έγγραφο των Μαργαρίτη βλέπουμε ότι θα εκτελέσουν κατά τον εγκαυστικό τρόπο τα θέματα που τους ζητήθηκαν με την τιμή των 6.000 δραχμών και τα οποία είναι: «Ο Απόλλων, αι εννέα Μούσαι, ο Ερμής μετά της χελώνης, ο Ορφεύς, ο Αλκαίος, ο Ανακρέων, η Σαπφώ». Δεν ξέρουμε αν έγιναν οι τοιχογραφίες, υπάρχει όμως αργότερα άλλο έγγραφο, γερμανικό, που αναφέρεται στην ανάθεση ιταλού ζωγράφου έναντι 300 δραχμών για κάθε κάδρο.


Στο κτίριο των ανακτόρων ο Οθωνας έζησε από το 1843 ως την έξωσή του το 1862. Αμέσως τον επόμενο χρόνο κατοικήθηκε από τον Γεώργιο Α’ και την οικογένειά του ως το 1922. Ηδη όμως, από το 1918, ένα τμήμα των ανακτόρων είχε χρησιμοποιηθεί σαν νοσοκομείο για τους τραυματίες του πολέμου, ενώ μετά την αποχώρηση των βασιλέων, το 1923, εγκαταστάθηκαν εκεί διάφορες κρατικές υπηρεσίες όπως η Αστυνομία Πόλεων, η Τοπογραφική Υπηρεσία καθώς και οργανώσεις υποστήριξης των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής. Σε αυτή την κατάσταση το κτίριο των ανακτόρων έμεινε ως το 1930, οπότε εκκενώθηκε για να αρχίσουν οι διαρρυθμίσεις μετατροπής του σε Κοινοβούλιο.


Το 1934 εγκαταστάθηκε η Γερουσία και τον επόμενο χρόνο η Βουλή των Ελλήνων. Προτού όμως ανατεθούν τα σχέδια για τη μετατροπή του κτιρίου στον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή, υπήρξαν ατέρμονες συζητήσεις στη Βουλή για τη σκοπιμότητα των μετατροπών. Ηταν συζητήσεις στις οποίες συμμετείχαν από τη μια πλευρά ο Ελ. Βενιζέλος με τον υπουργό του των Συγκοινωνιών Β. Καραπαναγιώτη και από την άλλη ο γερουσιαστής και αρχιτέκτων Α. Μεταξάς, που υποστήριζε τη μετατροπή των ανακτόρων σε μουσείο και την ανέγερση νέας Βουλής αλλού. Τελικά έγιναν οι μετατροπές και στις 2 Αυγούστου 1934 έγινε η πρώτη συνεδρίαση της Γερουσίας στη νέα της εγκατάσταση.


Οσο το κτίριο λειτουργούσε ως ανάκτορο καταστράφηκε από δύο μεγάλες πυρκαϊές. Η πρώτη έγινε τον Απρίλιο του 1884 και λόγω του ισχυρού ανέμου πήρε μεγάλες διαστάσεις. Οι εφημερίδες έγραφαν: «Το πυρ απετέφρωσεν την στέγην και τον άνω όροφον…». Εγινε νέα στέγη με νέα υλικά χωρίς να επηρεαστεί το κτίριο. Η δεύτερη φωτιά ήταν χειρότερη. Ξέσπασε τα Χριστούγεννα του 1909 και κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος του κτιρίου, την κεντρική πτέρυγα κυρίως, την αίθουσα χορού και την εκκλησία. Κάηκαν πολύτιμα αντικείμενα και έπιπλα και καταστράφηκε η ζωγραφική και γλυπτή διακόσμηση. Η βασιλική οικογένεια αναγκάστηκε να μεταφερθεί στα ανάκτορα του Τατοΐου ώσπου να γίνουν οι επισκευές. Το κτίριο επισκευάστηκε αλλά μετά το 1917 άρχισαν να στεγάζονται εκεί αναρίθμητες υπηρεσίες και οργανώσεις. Δικαστήρια, υπουργείο Γεωργίας, ΧΕΝ, Πατριωτικό Ιδρυμα, Ερυθρός Σταυρός, Μάνα του στρατιώτη, Τοπογραφική Υπηρεσία, Οικοτροφείο Διεθνούς Συνδέσμου Γυναικών και αμέτρητες άλλες άστεγες οργανώσεις και υπηρεσίες. Από το 1925 άρχισε η εκκένωση των χώρων και το 1928 οι εργασίες για το Μνημείο Αγνώστου Στρατιώτου που η κατασκευή του αναφέρεται με «το ποσόν 1.000.000 δραχμών στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Στρατιωτικών».


* Υπέρβαση κόστους


Η μεταβολή των ανακτόρων σε Κοινοβούλιο κόστισε πολύ περισσότερο από ό,τι είχε προϋπολογιστεί. Και ο Βενιζέλος στις 12.11.1932 παραδέχεται: «… Είχομεν καθήκον το έργον αυτό να το κάμωμεν διά να διατηρήσωμεν ένα κτίριο το οποίον συνδέεται τόσον με την ιστορίαν μας και ιδίως με την πόλιν των Αθηνών και το οποίον είχε καταστή ετοιμόρροπον. Βέβαια, όπως συνήθως συμβαίνει, οι προϋπολογισμοί των αρχιτεκτόνων επλανήθησαν». Λίγες όμως ημέρες αργότερα, ο Γ. Παπανδρέου, βουλευτής τότε του κόμματος των Φιλελευθέρων δηλώνει: «Εάν η Κυβέρνησις των Φιλελευθέρων ευρίσκετο τότε ενώπιον ενός προϋπολογισμού 123.000.000 δρχ. θα δίσταζε στην απόφασή της αυτή». Για τη μετατροπή σε Κοινοβούλιο οι επεμβάσεις ήταν τεράστιες στο εσωτερικό του κτιρίου. Κατεδαφίστηκε ό,τι είχε απομείνει ως τα θεμέλια της μεσαίας πτέρυγας και οι αίθουσες της Βουλής και της Γερουσίας κτίστηκαν εκεί που άλλοτε ήταν οι αυλές και οι κεντρικές αίθουσες. Παρά τις ριζικές αλλαγές στο εσωτερικό του, δεν έγιναν σοβαρές επεμβάσεις στις όψεις του κτιρίου.


Αντίθετα με τον Γκέρτνερ, ο Κριεζής έκανε πάρα πολλά σχέδια λεπτομερειών. Οι τοίχοι στο εσωτερικό επενδύθηκαν με δρυ ή ροδιακά πλακάκια. Από τον Αύγουστο του ’34 ως τον Απρίλιο του ’35 που καταργήθηκε, εγκαταστάθηκε εκεί η Γερουσία. Η Βουλή εγκαταστάθηκε τον Ιούλιο του ’35 και λειτούργησε εκεί από τότε με διακοπές ακολουθώντας τις αλλαγές του πολιτεύματος.