«Χαιρόμαστε όποτε έχουμε επισκέπτες που μιλάνε ελληνικά», μας πλησίασε η φύλακας στο Μουσείο των Δελφών, «είναι μια γλώσσα που όσο περνά ο καιρός όλο και πιο σπάνια ακούγεται εδώ μέσα». Βρέθηκα να αναρωτιέμαι για άλλη μια φορά γιατί άραγε οι Ελληνες δεν δείχνουν ενδιαφέρον για τους αρχαιολογικούς χώρους τους. Γνωρίζω ανθρώπους που ζουν χρόνια στην Αθήνα, αλλά δεν έχουν ανέβει ποτέ στην Ακρόπολη, που παραθερίζουν στη Σαντορίνη, αλλά αν τους ρωτήσεις για το Ακρωτήρι σε κοιτάζουν με απορία, που πηγαίνουν συχνά για σκι στον Παρνασσό, αλλά δεν έχουν σταματήσει ποτέ στο ανακαινισμένο (από το 1999) Αρχαιολογικό Μουσείο των Δελφών. Αποδίδω αυτή την ντροπιαστική αδιαφορία κυρίως στην κακή παιδεία που λαμβάνουμε. Απόφοιτοι σχολείων όπου η γνώση είναι συνώνυμο της αγγαρείας, της βαριεστημάρας και του καταναγκασμού, δεν μπορέσαμε ποτέ να εκτιμήσουμε τους πραγματικούς θησαυρούς αυτής της χώρας, γιατί κανένας δεν μας έμαθε να τους εκτιμάμε. Ακαλλιέργητοι –σε μεγάλο βαθμό ακόμη και εκείνοι που πήραν πτυχίο -, δεν αναπτύξαμε ποτέ την ευαισθησία η οποία θα επέτρεπε να αντιληφθούμε το μεγαλείο που μας περιτριγυρίζει, να συνειδητοποιήσουμε τη μεγαλοσύνη αυτής της χώρας, που, όχι, δεν είναι μόνο ο ήλιος και οι παραλίες της. Οι αρχαιολογικοί χώροι, όσο και αν υπερηφανευόμαστε πως όμοιοί τους δεν υπάρχουν, μας προκαλούν πλήξη. Τους επισκεπτόμαστε τρέχοντας, για να πούμε πως έχουμε πάει, ή τους προσπερνάμε, επίσης τρέχοντας, θεωρώντας πως αυτό που είδαμε από το παράθυρο του αυτοκινήτου μας (κάτι χαλάσματα) είναι αρκετό.
Ετσι, και σε αυτή την καλοκαιρινή επίσκεψή μας στους Δελφούς, ακούσαμε αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά και κινεζικά, δεν ακούσαμε όμως σχεδόν καθόλου ελληνικά. Μόνο κάτι Κύπριες είδαμε στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου να κάθονται και να περιμένουν το υπόλοιπο γκρουπ που είχε ανηφορίσει, προφανώς αποφασισμένες να μην ιδρώσουν: θα τους διηγούνταν οι άλλοι όσα είδαν. Συναντήσαμε και τους άλλους, όχι πολύ ψηλά. Αναρωτιόνταν μεταξύ τους τι να είχε στο τέλος της ανηφόρας (είχε το θέατρο και ακόμη παραπάνω το στάδιο) για να αποφανθούν «εδώ έπρεπε να είχαμε ένα ελικόπτερο» και να γυρίσουν άρον άρον πίσω. Αυτό, τη στιγμή που οι ξένοι τουρίστες, χωρίς ελικόπτερα, ανέβαιναν στο πιο ψηλό σημείο.
Είδα ηλικιωμένους ανθρώπους να φτάνουν κάθιδροι, σχεδόν χωρίς ανάσα, στο θέατρο. Ο συνομήλικός τους Ελληνας το μόνο που κάνει με προθυμία είναι να ταχταρίζει καθισμένος τα εγγόνια του. Είδα ζευγάρια με μωρά, σχεδόν νεογέννητα, να ανηφορίζουν –το ένα το είχε ο μπαμπάς στην πλάτη του, μέσα σε κάτι σαν μάρσιπο, το άλλο το σήκωνε η μαμά στα χέρια της ενώ ο μπαμπάς κουβαλούσε το καρότσι του. Φαντάστηκα τα made in Greece σχόλια: «Το καημένο το μωρό το ταλαιπωρούν», «όταν κάνεις παιδί αλλάζουν όλα, δεν μπορείς να κάνεις αυτά που έκανες», «τρελοί είναι, θα το σκάσουν το άμοιρο μέσα στον ήλιο». Και όμως, αυτοί οι τρελοί ήταν αποφασισμένοι να υποστούν όσα στα δικά μας μάτια φαίνονται μαρτύρια, προκειμένου να γνωρίσουν από κοντά εκείνο που είναι δίπλα μας, αλλά εμείς σνομπάρουμε – αγνοούμε. Είχαν έρθει από την άλλη άκρη της Γης για να ανέβουν στους Δελφούς μέσα στον λάλαρο, όταν εμείς ακόμη και κατά τους δροσερούς (και κρύους) μήνες του φθινοπώρου και του χειμώνα προτιμάμε την Αράχοβα για κοψίδια και το Γαλαξίδι για καφέ. Διαθέτει και Ναυτικό Μουσείο το Γαλαξίδι, πόσοι όμως έχουν πληρώσει το (φθηνό) εισιτήριό του για να δουν, έστω από περιέργεια, τι περιλαμβάνει η συλλογή του; Κανένας δεν μπήκε όση ώρα διήρκεσε το δικό μας πέρασμα. Φταίνε, βεβαίως, οι τοπικές κοινωνίες που αντί να διαφημίζουν τα μουσεία τους διαφημίζουν τα πανηγύρια με τη Γωγώ Τσαμπά. Φταίνε οι δάσκαλοι (για να επιστρέψω στο αρχικό συμπέρασμα) που μας δίδαξαν την Ιστορία αυτού του τόπου ως μια βαρετή και βασανιστική παπαγαλία. Φταίμε και εμείς που, νωχελικοί, χωρίς ενδιαφέρον και περιέργεια, μηρυκάζουμε την προκάτ τροφή της εθνικής μας ανωτερότητας και αδιαφορούμε. Ετσι μας μεγάλωσαν, έτσι συνεχίζουμε: αδιάφοροι, αδαείς, βαριεστημένοι. Ακόμη και μπροστά σε έναν από τους ελάχιστους λόγους για τους οποίους μπορούμε σήμερα να είμαστε υπερήφανοι, τα απομεινάρια μιας λαμπρής Ιστορίας.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ