Κάτι αλλάζει προς το καλύτερο. Μοιάζει σκανδαλώδης η φράση, παράδοξος καρπός της θερινής αισιοδοξίας, αλλά πιστεύω πως έχει μια βάση: η ελληνική κρίση, αυτή η μηχανή που καταναλώνει εδώ και χρόνια τα αποθέματα της χώρας, φτιάχνει, με τον τρόπο της, και ένα πιο απαιτητικό πολιτικό σώμα. Φυσικά δεν αποδεικνύεται αυτή η αφύπνιση των απαιτήσεων, αλλά την αισθάνομαι ως μια υπαρκτή δύναμη και, κυρίως, ως διάθεση από ανθρώπους που κουβαλούν, μάλιστα, διαφορετικές πολιτικές εμπειρίες. Και δεν είναι οι εντυπώσεις ενός κλειστού κύκλου της «διανόησης» ούτε η παραμορφωτική βεβαιότητα που μας προσφέρουν τα social media όπου ο καθένας νομίζει πως οι δικοί του φίλοι είναι όλη η χώρα. Νομίζω απλώς ότι ύστερα από επτά χρόνια κρίσης πολλοί περισσότεροι απ’ όσο πριν κρίνουν και σκέφτονται. Με αυτό δεν εννοώ ότι σκέφτονται όπως οι θεωρητικοί, ούτε ότι δεν ασκούν γοητεία ανορθολογικές και απλουστευτικές ιδέες. Διακρίνω όμως μια νέα πρακτική διαύγεια: μια πιο συγκρατημένη και πιο αυτοκριτική στάση σε πολίτες που συμμετείχαν στην περιπέτεια της κρίσης και στα θερμά «μέτωπα» της εποχής.
Δεν μιλώ, εννοείται, για τον σκληρό πυρήνα των οπαδών, ούτε όμως για τους χλιαρά αποστασιοποιημένους που πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Η εμπειρία της συγκεκριμένης τσιπρικής διακυβέρνησης έχει σταθερά ένα μεγάλο ρίσκο. Αυξάνει τους κυνικούς και τους απαισιόδοξους με το πολιτικό σύστημα και τις εκπροσωπήσεις του, τάση σημαντική εδώ και χρόνια. Βοήθησε όμως και πολλούς άλλους να σκεφτούν και να κρίνουν. Οι πολιτικές ταυτότητες χρειάζονται πια απόδειξη και δοκιμή. Η αριστεροσύνη δεν μπορεί πλέον να επαναπαύεται σε μύθους ή μόνο στα ιστορικά της φορτία, ούτε σε προθέσεις και ηθικά στερεότυπα. Ο μεταρρυθμισμός, από την άλλη, δεν μπορεί να είναι απλώς μια ετικέτα «εξυγιαντικών προθέσεων» αλλά καλείται κι αυτός να δείξει τα χαρτιά του. Η κοινωνική δικαιοσύνη ή τα σοσιαλδημοκρατικά σχέδια δεν σημαίνουν και πολλά αν δεν σχηματίζουν πια υλικές, πολιτικές χειρονομίες.
Δεν πρέπει εξάλλου να συγχέει κανείς τον απαιτητικό ρεαλισμό με μια πολιτικά αναξιοπρεπή στάση μοιρολατρίας. Η κρίση αλλά και οι αποτυχίες του ριζοσπαστικού λαϊκισμού έδειξαν τα όρια κάθε απερίσκεπτης πολιτικής των «θέλω». Δεν νομιμοποιούν όμως την παραίτηση από βασικά κριτήρια δικαιοσύνης και ορθοπραξίας. Το λέω αυτό γιατί στον διεθνή περίγυρο του σήμερα «ρεαλιστές» εμφανίζονται και ο Ερντογάν, ο Πούτιν, το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα ή όλοι σχεδόν οι δεξιοί εθνικιστές νέας κοπής. Και στα καθ’ ημάς, υπάρχουν διάφοροι που μπερδεύουν τον ρεαλισμό με την έλλειψη πεποιθήσεων και την αυτοσυντήρηση εξουσιαστικών δικτύων. Ή τσαλαβουτούν σε γεωπολιτικούς κυνισμούς πιστεύοντας πως κάνουν παιχνίδι και μοιράζουν νέα χαρτιά ισχύος.
Το χαρακτηριστικό της νέας κατάστασης είναι λοιπόν η πολυπλοκότητα. Δεν έχουμε πια μια απλή αντίθεση μεταξύ ρεαλισμού και μαξιμαλισμού, μεταξύ αυτών που προσαρμόζονται στην πραγματικότητα και εκείνων που «αντιστέκονται» ή κατασκευάζουν μια μεταφυσική πολιτική. Αυτή είναι μια πολύ βολική περιγραφή, κυρίως για διάφορους ριζοσπάστες των μεγάλων λόγων και τους «δεξιούς» αντιπάλους τους.
Ο νέος, απαιτητικός ρεαλισμός έχει πια απέναντί του και όσους εμφανίζονται ως ρεαλιστές αλλά είναι απλώς μάστορες της επιβίωσης στο νεοελληνικό δεδομένο. Πολλές φορές εξάλλου στο όνομα του ρεαλισμού έγιναν αίσχη. Για παράδειγμα, έτσι δικαιολογούσαν οι ανατολικές χώρες τις σχέσεις τους με την ελληνική χούντα, έτσι στήριζαν τον δικτάτορα Βιντέλα στην Αργεντινή κάποιοι έλληνες κομμουνιστές ή υπάρχουν και σήμερα αρκετοί, δεξιά και αριστερά, που λένε τα ίδια για τον Ερντογάν, τον Πούτιν, τον έναν ή άλλον αυταρχικό.
Και στα εσωτερικά και στα εξωτερικά ζητήματα, η διαύγεια και ο ρεαλισμός δεν είναι λοιπόν ταυτόσημα με την απλή προσαρμοστική ευελιξία. Κριτήρια φιλελευθερισμού, δημοκρατίας και αλήθειας δεν μπορούν να μπαίνουν κάτω από το τραπέζι, στο όνομα των γυμνών συμφερόντων.
Γιατί λοιπόν διατηρώ μια μικρή αισιοδοξία;
Γιατί διακρίνω υγιείς αντιδράσεις απέναντι στην ιδεολογική μυθοποίηση που συνοδεύεται από κακές, αναποτελεσματικές ή αναχρονιστικές πολιτικές.
Γιατί, παρά το κύμα αυταρχικού λαϊκισμού που είναι υπαρκτό και κατά τόπους ισχυρό, αισθάνομαι ότι οι ντόπιοι «λαζοπουλισμοί» δεν πείθουν πια. Ή αγγίζουν λιγότερους από όσο ένα και δύο χρόνια πριν.
Οι σοβαρές αντιθέσεις σε ένα σωρό ζητήματα δεν έχουν εξαλειφθεί, ούτε πρέπει κανείς να φαντάζεται μια ιδανική μετα-μνημονιακή λίμνη με μικρές αναταράξεις στη θέση της παλιάς Αγανάκτησης. Εχουν όμως πληθύνει οι άνθρωποι που ψάχνουν απαντήσεις στα γιατί και στα πώς αποφεύγοντας τις «κρεμάλες» του χθες. Σαν να μην αισθάνονται πια άνετα στην απλή θέση ενός αιωνίως οργισμένου που ζητάει, σε κάθε ευκαιρία, το κεφάλι του εχθρού.
Αυτός ο κόσμος πρέπει να ενδιαφέρει την όποια προοδευτική πολιτική προσφορά των επόμενων μηνών. Οχι γιατί είναι κάποιος «λαός της λογικής» (δεν έχουν νόημα αυτές οι ευχές) αλλά γιατί αναδύεται δύσκολα ένας λαός που για πρώτη φορά δυσπιστεί σε αυτούς που τον κολακεύουν. Ισως είναι εφέ του καλοκαιριού, αλλά νομίζω πως έχουμε λόγους για περισσότερη αισιοδοξία.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ