Ηταν ακραία αριστερά και στις δημοσιογραφικές προβολές στο ΙΝΤΕΑΛ καθόταν πάντα στην τελευταία θέση στ’ αριστερά. Ηταν η κριτικός κινηματογράφου του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ αλλά ο διάλογος της άρεσε, άκουγε τις γνώμες των συναδέλφων στα πηγαδάκια μετά την προβολή, δεν διαφωνούσε ποτέ με «τυφλό» πείσμα σαν ν’ ακολουθούσε μια γραμμή.

Πείσμα όμως η Τζία Γιοβάνη είχε και αυτό ήταν ένα από τα όπλα της στην μάχη που έδινε χρόνια με τον καρκίνο, μάχη την οποία τελικά έχασε αλλά με το κεφάλι ψηλά, χωρίς ποτέ να παραιτηθεί, χωρίς καν να λαχανιάσει. Και όχι μόνον δεν πτοήθηκε αλλά συχνά γελούσε, θαρρείς ότι ο καρκίνος ήταν ένας γνωστός της με τον οποίο είχε απλώς μια αντιδικία. Το χιούμορ ήταν ένα άλλο όπλο της.

Σπούδασε σε ιδιωτικό ιταλικό κολλέγιο επειδή ο κομμουνιστής πατέρας της δεν ήθελε να έχει καμιά υποχρέωση στο ελληνικό Κράτος, έφυγε για την Σουηδία, μια χώρα που ποτέ δεν χώνεψε παρότι παντρεύτηκε Σουηδό και γέννησε εκεί, επέστρεψε μετά από 28 χρόνια στην Ελλάδα και έγινε η «κινηματογραφική» φωνή του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ, πολυεπίπεδη, αναλυτική, ειλικρινής και χωρίς παρωπίδες.

Μιλούσε για μόδα και φίρμες, είχε ακριβά γούστα και μια πηγαία κομψότητα και αγαπούσε το δίκαιο.

Πέθανε στα 61 της χρόνια και ενώ θα ήμουν ψεύτης αν έλεγα ότι την γνώριζα πολύ καλά, μπορώ να πω ότι σπανίως στη ζωή μου έχω δει τόση συσσωρευμένη αισιοδοξία σε έναν άνθρωπο που νιώθει ότι βρίσκεται κοντά στο τέλος .