Τα τραγικά γεγονότα της εβδομάδας που πέρασε συγκίνησαν το Πανελλήνιο και ταυτόχρονα υπογράμμισαν την ανάγκη να εξευρεθεί διέξοδος από τα σημερινά αδιέξοδα. Ο τραγικός θάνατος των δύο νέων μας υπενθύμισε σε όλους, χωρίς βέβαια να χρειαζόταν αυτό, το πόσο βάρβαρος και αδίστακτος μπορεί να είναι ο τούρκος εισβολέας.


Η θυσία των δύο νέων μας αλλά και η άνανδρη δολοφονία, πριν από μερικές εβδομάδες, του εθνοφρουρού μας δημιουργούν ευθύνες για όλους μας. Επιβάλλεται να γίνει μια αντικειμενική εκτίμηση των γεγονότων και των επιπτώσεών τους και σε συνέχεια να καθοριστούν τόσο οι στρατηγικοί στόχοι όσο και η τακτική που πρέπει να ακολουθήσουμε αν θέλουμε να ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε κάποια στιγμή να επανενώσουμε το νησί μας και να απαλλάξουμε την Κύπρο από τα κατοχικά στρατεύματα και τους έποικους:


1 Η τουρκική βαρβαρότητα, που εκδηλώθηκε μπροστά στα μάτια ολόκληρης της Κύπρου αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας, δεν ήταν τυχαία. Η αντίδραση των δυνάμεων κατοχής και του κ. Ντενκτάς ήταν καλά μελετημένη και οργανωμένη. Συνειδητά επέλεξαν τη χρησιμοποίηση βίας για να δώσουν το μήνυμα ότι είναι αποφασισμένοι να διατηρήσουν την κατάσταση ως έχει. Η τακτική αυτή αποτελεί μέρος της όλης επιθετικής και επεκτατικής πολιτικής που ακολουθεί τελευταία η Τουρκία, ξεκινώντας από τα επεισόδια στην Ιμια, τα προκλητικά γυμνάσια στο Αιγαίο και γύρω από την Κύπρο, τα στρατιωτικά σχέδια για διεκδίκηση 100 και πλέον νησίδων στο Αιγαίο, την προσπάθεια για τη δημιουργία έντασης στη Θράκη και την εκμετάλλευση του μουσουλμανικού στοιχείου στα Βαλκάνια.


2 Η διεθνής αντίδραση στην αρχή ήταν υποτονική, μετά όμως τον δεύτερο φόνο και τις προκλητικές δηλώσεις της κ. Τσιλέρ η διεθνής αντίδραση ήταν ευνοϊκότερη για την πλευρά μας. Η θυσία οδήγησε στη μερική ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης και υπενθύμισε στους ξένους το συνεχιζόμενο πρόβλημα και την κατοχή.


3 Τα επεισόδια έδωσαν την ευκαιρία στην Τουρκία και στον Ντενκτάς να προωθήσουν τις θέσεις τους. Να τονίσουν την ύπαρξη «συνόρων», να προβάλουν την εικόνα ότι οι δύο κοινότητες δεν μπορούν να ζήσουν ειρηνικά μεταξύ τους και είναι απαραίτητο να παραμείνουν χωρισμένες. Επίσης προσπάθησαν να δώσουν την εντύπωση ότι η σύγκρουση μερικών διαδηλωτών με τους Γκρίζους Λύκους και τις οργανωμένες δυνάμεις του κατοχικού καθεστώτος είναι δήθεν σύγκρουση των δύο κοινοτήτων και να δικαιολογήσουν τη συνέχιση της παρουσίας των κατοχικών στρατευμάτων.


4 Στο εσωτερικό, οι επιπτώσεις από τον ηρωικό θάνατο των δύο νέων μας ήταν σοβαρές. Τα γεγονότα δημιούργησαν κλίμα ανασφάλειας και έφεραν κοντά την προοπτική μιας γενικότερης σύρραξης. Είχαν επίσης σαν αποτέλεσμα την ενίσχυση των σοβινιστικών τάσεων και την προβολή απόψεων που ουσιαστικά αποτελούν την άλλη πτυχή των θέσεων του Ντενκτάς ότι δήθεν οι δύο κοινότητες δεν μπορούν να συμβιώσουν και ότι η λύση είναι και ανεπιθύμητη και επικίνδυνη.


5 Ακούστηκαν πιο έντονα οι φωνές εναντίον της ομοσπονδίας παρ’ όλο που μόλις πριν από μερικές βδομάδες ομόφωνα το Εθνικό Συμβούλιο επαναβεβαίωσε τη σταθερή υποστήριξή του στις αποφάσεις του ’89. Οι κουβέντες για κτίσιμο τείχους που να χωρίζει τις δύο κοινότητες, οι οποίες στο παρελθόν ακούονταν σε μερικά μόνο σαλόνια, άρχισαν να ακούονται και σε καφενεία και σε άλλους δημόσιους χώρους. Τα εθνικιστικά και σοβινιστικά συνθήματα τελικά δημιουργούν ένα κλίμα ακριβώς αντίθετο με αυτό που επιδιώκουν. Προωθούν δηλαδή τη διχοτόμηση και τη νομιμοποίηση της κατοχής ενώ θέτουν σε τεράστιο κίνδυνο το μέλλον της επιβίωσης του Κυπριακού Ελληνισμού.


6 Στο εξωτερικό οι επιπτώσεις δεν ήταν λιγότερο αρνητικές. Ενίσχυσαν τις θέσεις εκείνων οι οποίοι επιμένουν ότι δεν πρέπει να υπάρξει ένταξη της Κύπρου στην Ευρώπη προτού λυθεί το Κυπριακό. Οι παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα προβάλουν το επιχείρημα ότι η Ευρώπη δεν είναι σε θέση να δεχθεί την ένταξη της Κύπρου υπό συνθήκες οι οποίες, εν όσω συνεχίζεται η τουρκική κατοχή, μπορεί να οδηγούν σε επεισόδια σε αυτό τον χώρο που θα είναι, στην ουσία, τα νοτιανατολικά σύνορα της Ευρώπης.


7 Υπενθύμισαν τα γεγονότα την τουρκική βαρβαρότητα, σε όσους χρειάζονταν τέτοια υπενθύμιση, αλλά ταυτόχρονα υπενθύμισαν και σε εμάς την ανοχή που δίδει η πλειοψηφία των πολιτικών της Δύσης στην Τουρκία. Δυστυχώς το μήνυμα που δίνεται στην Τουρκία είναι ότι μπορεί να είναι «το άτακτο παιδί» που δικαιούται να κάνει αταξίες. Αυτή η ιδιαίτερη μεταχείριση είναι έκδηλη και από τον τρόπο που αντιμετώπισε η Δύση την επίσκεψη του τούρκου πρωθυπουργού Ερμπακάν στην Περσία και τις συμφωνίες που ακολούθησαν μεταξύ Τουρκίας/Περσίας και Τουρκίας/Ιράκ. Μπορεί να φανταστεί ένας την υστερία που θα δημιουργούσε ένα ανάλογο ταξίδι του έλληνα πρωθυπουργού και τις πιέσεις που θα ασκούσαν στην Ελλάδα σε αντίθεση με τη νεκρική σιωπή που ακολούθησε τις τουρκικές ενέργειες.


* Ανάγκη διαμόρφωσης


νέας πολιτικής


Η δολοφονία των δύο νέων και οι επιπτώσεις των τραγικών αυτών γεγονότων, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, και οι αναμενόμενες πρωτοβουλίες και αντιδράσεις των μεγάλων δυνάμεων καθιστούν πιο επιτακτική την ανάγκη διαμόρφωσης μιας ξεκάθαρης πολιτικής πρότασης, την οποία θα πρέπει να προβάλουμε με συνέπεια και επιμονή.


Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι ποια είναι η διαδικασία που θέλουμε να ακολουθήσουμε. Τη διαδικασία της πολεμικής αναμέτρησης με στόχο την απελευθέρωση των κατεχόμενων και την καθήλωση των επεκτατικών σχεδίων της Τουρκίας ή την ειρηνική διαδικασία μέσα από τη διπλωματική οδό και τον συνεχή διάλογο. Πολλοί είναι εκείνοι που, μέσα στο κλίμα που δημιούργησε η τουρκική βαναυσότητα και η δίκαιη αγανάκτηση ολόκληρου του Ελληνισμού, είναι έτοιμοι να υποστηρίξουν την επιλογή της στρατιωτικής αναμέτρησης. Είναι εύκολο να κατανοήσει ένας αυτά τα αισθήματα, τα οποία όμως δεν αντέχουν στη βάσανο της λογικής. Κάθε αντικειμενικός παρατηρητής, και όχι μόνο οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες, είναι σε θέση να διαπιστώσει ότι η στρατιωτική επιλογή δεν προσφέρεται. Χωρίς αμφιβολία θα ήταν καταστροφική για το έθνος και γι’ αυτό χαιρετίζουμε την χωρίς ενδοιασμό τοποθέτηση του Πρωθυπουργού της Ελλάδας και της Ελληνικής Κυβέρνησης καθώς και την ομόφωνη θέση του Εθνικού Συμβουλίου όπως αυτή εκφράστηκε στο Κοινό Ανακοινωθέν.


Οι επιλογές όμως δεν περιορίζονται μόνο σε δύο: στην πολεμική ή στην ειρηνική. Υπάρχει και μία τρίτη επιλογή. Αυτή της δημιουργίας ενός κλίματος έντασης που να οδηγήσει σε κάποιο ελεγχόμενο επεισόδιο, από το οποίο ελπίζεται ότι θα βγούμε νικητές. Στον διάλογο, που θα ακολουθήσει μετά την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων, οι υποστηρικτές της άποψης αυτής ισχυρίζονται ότι θα βρισκόμαστε σε πλεονεκτική θέση και θα πετύχουμε καλύτερη συμφωνία από αυτή που θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί ακολουθώντας αποκλειστικά την ειρηνική διαδικασία. Η θεωρία αυτή φαίνεται αρκετά ελκυστική, ιδίως αν μπορούσε να πετύχει. Πρέπει δε να τονίσουμε ότι δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φρούτο. Πρόκειται για θεωρία την οποία ασπάζονται ορισμένοι ηγετικοί παράγοντες της Τουρκίας και την έχουν ήδη εφαρμόσει στο Αιγαίο.


Στους οπαδούς αυτής της «ελκυστικής» τρίτης οδού πρέπει να τονίσουμε ότι ελεγχόμενος πόλεμος δεν υπάρχει. Ο δρόμος που οδηγεί σε ένταση και σε μια έστω και περιορισμένης μορφής πολεμική αναμέτρηση είναι δρόμος που κανένας δεν ξέρει πού μπορεί να καταλήξει. Είναι ακριβώς αυτό το δίλημμα το οποίο αντιμετώπισε αμέσως μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας του ο κ. Σημίτης με τα γεγονότα της Ιμιας και πολύ σωστά αποφάσισε ότι είναι πολύ επικίνδυνος δρόμος για τον Ελληνισμό. Απορρίπτοντας τη στρατιωτική επιλογή θα πρέπει ταυτόχρονα να απορρίψουμε και την επιλογή της οργανωμένης έντασης που μπορεί να οδηγήσει και σε περιορισμένης κλίμακας πολεμική αναμέτρηση.


Στην Κύπρο δεν υπάρχουν φανεροί υποστηρικτές της πολιτικής αυτής. Η τακτική όμως των συνεχών εκδηλώσεων και συγκρούσεων στη γραμμή αντιπαράθεσης ουσιαστικά εμπίπτει στη φιλοσοφία και λογική της τρίτης αυτής επιλογής. Με το επιπλέον μεγάλο μειονέκτημα ότι, εφόσον δεν είναι το αποτέλεσμα μιας συνειδητής και οργανωμένης πολιτικής πράξης, είναι περισσότερο επικίνδυνη γιατί μπορεί να οδηγήσει σε πολεμικά επεισόδια χωρίς καν να το επιδιώκει. Τίθεται έτσι έντονα επί τάπητος το ερώτημα «ποια πρέπει να είναι η θέση μας για τις αντικατοχικές εκδηλώσεις».


Σίγουρα εν όσω συνεχίζεται η κατοχή είναι απόλυτα δικαιολογημένη και επιθυμητή η έκφραση της αγανάκτησης του λαού για τη συνεχιζόμενη κατοχή και της επιθυμίας για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση. Αυτός ήταν και ο στόχος του μεγάλου αντικατοχικού συλλαλητηρίου που οργανωνόταν κάθε χρόνο με τη συμμετοχή όλων των πολιτικών κομμάτων και αντιπροσωπειών από την Ελλάδα, το οποίο δυστυχώς ο Πρόεδρος Κληρίδης αποφάσισε να σταματήσει. Είναι όμως πολύ επικίνδυνο να οδηγούνται οι εκδηλώσεις αυτές σε αντιπαράθεση με τα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι μας χωρίζει αυτό που ονομάζεται νεκρή ζώνη, την επίβλεψη και διαχείριση της οποίας η Κυπριακή Κυβέρνηση έχει αναθέσει στα Ηνωμένα Εθνη.


Η μόνη σωστή και εθνικά επιβεβλημένη επιλογή λοιπόν είναι η ειρηνική διαδικασία. Κάτω από τη συναισθηματική φόρτιση της τελευταίας εβδομάδας πολλοί έθεσαν το ερώτημα κατά πόσο θα έπρεπε να επανεξετάσουμε αυτή τη διαδικασία και χωρίς να προωθήσουμε μια πολεμική επιλογή να επιμένουμε στην άρνησή μας να συνομιλήσουμε με τους δολοφόνους, να επιμένουμε στην άρνηση διεξαγωγής ενός διαλόγου εκτός εάν είτε αποχωρήσουν τα κατοχικά στρατεύματα είτε αλλάξει τη στάση της η τουρκική πλευρά. Είναι έκδηλη η ελκυστικότητα μιας τέτοιας επιλογής. Βοηθά να προβάλλονται «πατριωτικές» θέσεις, να εμφανιζόμαστε έτοιμοι να διεξαγάγουμε έναν μακροχρόνιο αγώνα, να μην υποκύψουμε, να μη δείξουμε ότι είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε με τον αντίπαλο.


Η θέση αυτή δοκιμάστηκε στο παρελθόν και αποδείχθηκε ανεδαφική. Είναι γι’ αυτό που υπεύθυνες κυπριακές κυβερνήσεις κατά καιρούς μπήκαν στη διαδικασία του διαλόγου και είναι μόνο σε περιόδους κατά τις οποίες συστηματικά και με συνέπεια ακολουθείτο αυτή η διαδικασία που μπορέσαμε να κινητοποιήσουμε το διεθνές ενδιαφέρον και να δημιουργήσουμε προοπτικές για την επίλυση του Κυπριακού.


Η τελευταία αυτή προσπάθεια ήταν από το 1988 μέχρι το 1992 όταν με το ψήφισμα 789 η τουρκική πλευρά βρέθηκε απομονωμένη και κάτω από πρωτοφανή διεθνή πίεση. Δυστυχώς η διαδικασία εγκαταλείφθηκε και χάσαμε έτσι το πιο σημαντικό επίτευγμα των τελευταίων χρόνων δίδοντας μια μοναδική ευκαιρία στον Ντενκτάς και την Τουρκία να βγουν από τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόντουσαν και την υποχρέωσή τους να δεχθούν τον Χάρτη και τη Δέσμη Ιδεών σαν βάση για τις διαπραγματεύσεις. Η θεωρία ότι με το να εγκαταλειφθεί η Δέσμη Ιδεών θα μπορούσαμε να πετύχουμε κάποια καλύτερη βάση για διαπραγμάτευση αποδείχθηκε τουλάχιστον ανεδαφική αν όχι αφελής. Αντί αυτού οδηγηθήκαμε στην ταλαιπωρία των λεγόμενων Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης με αδιανόητες παραχωρήσεις της πλευράς μας, όπως την αποδοχή του ανοίγματος του αεροδρομίου της Λευκωσίας και ενός ιδιόμορφου και κάθε άλλο παρά ευνοϊκού για την πλευρά μας καθεστώτος στην ελληνική συνοικία της Αμμοχώστου. Τις διαπραγματεύσεις για τα ΜΟΕ ακολούθησαν οι πολύ σοβαρές υποχωρήσεις της δικής μας πλευράς κατά τις άτυπες συνομιλίες. Η ετοιμότητα δηλαδή να διαπραγματευθούμε την κυριαρχία και την εκ περιτροπής Προεδρία με τους Τούρκους.


Μετά τις άτυπες συνομιλίες μπήκαμε σε μια νέα φάση, που συνεχίζεται ως σήμερα. Η συγκυβέρνηση ζητούσε να υπάρξει πρώτα μετατόπιση της Τουρκίας και σύγκλιση και μετά να γίνουν συνομιλίες. Πρόκειται για τη λεγόμενη πολιτική της πρόταξης. Η τακτική αυτή οδήγησε σε παράταση της στασιμότητας η οποία εξυπηρετεί πλήρως την Τουρκία και τον Ντενκτάς γιατί τους δίδει όλη την άνεση χρόνου να ενισχύουν τα τετελεσμένα και ταυτόχρονα να προβάλλονται ως υποστηρικτές της ειρήνης και του διαλόγου. Παράλληλα δημιουργεί ένα αίσθημα απογοήτευσης, παραίτησης και έλλειψης προοπτικής στο εσωτερικό μέτωπο.


Τα τραγικά γεγονότα της περασμένης εβδομάδας άλλαξαν πλήρως το σκηνικό. Ο κίνδυνος αναταραχής και ανάφλεξης ήλθε πιο κοντά και το διεθνές ενδιαφέρον έχει αναζωογονηθεί. Πυκνώνουν οι πιέσεις και παραινέσεις για νέα προσπάθεια και για νέες συνομιλίες. Για την πλευρά μας θα ήταν μέγιστο λάθος να δίδει την εικόνα της άρνησης όταν εμείς είμαστε τα θύματα. Πρέπει να καταγγείλουμε την τουρκική βαρβαρότητα και αδιαλλαξία. Αλλά οποιαδήποτε καταγγελία θα είναι αναποτελεσματική αν δεν συνοδευθεί από δική μας πρωτοβουλία για την επανέναρξη ενός ουσιαστικού διαλόγου στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών. Ενας τέτοιος διάλογος σίγουρα δεν μπορεί να διεξαχθεί στο κενό. Πρέπει να στηρίζεται πάνω στα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και στις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου. Θα πρέπει να γίνει πάνω στη βάση της Δέσμης Ιδεών και του Χάρτη Γκάλι όπως προνοούν τόσο τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών όσο και η σχετική γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.


* Πώς μπορεί να αλλάξει


η τουρκική στάση


Μπροστά μας έχουμε αυτή τη στιγμή μόνο δύο επιλογές: Η μία είναι να επιμένουμε στην πολιτική της πρόταξης, στην πολιτική της αναμονής αλλαγής στη στάση της Τουρκίας ως προϋπόθεση για να αρχίσει ένας διάλογος. Η δεύτερη επιλογή είναι να πάρουμε εμείς την πρωτοβουλία ζητώντας την επανέναρξη του διαλόγου με βάση τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου.


Η πρώτη επιλογή σημαίνει συνέχιση του σημερινού αδιεξόδου. Με την επιλογή αυτή ερχόμαστε σε πλήρη αντίφαση με τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας και επιτρέπουμε να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι είμαστε αδιάλλακτοι και ότι ικανοποιεί η σημερινή κατάσταση. Με τη στάση αυτή θέτουμε σε ουσιαστικό κίνδυνο την ενταξιακή πορεία και φέρνουμε την Ελλάδα σε δύσκολη διαπραγματευτική θέση. Αν δε η στασιμότητα συνεχισθεί ως την ημερομηνία έναρξης του ενταξιακού διαλόγου, τότε ή θα μας εξαναγκάσουν σε διάλογο υπό πολύ δυσμενέστερες συνθήκες ή θα κλείσει οριστικά ο δρόμος της ένταξης της Κύπρου στην Ευρώπη χωρίς λύση προηγουμένως.


Αντίθετα η δεύτερη επιλογή δημιουργεί μια ελπίδα αλλαγής της τουρκικής στάσης, μέσα από μια εντατική και συνεχή προσπάθεια, και δίδει τη δυνατότητα στον διεθνή παράγοντα να συμβάλει ασκώντας την οποιαδήποτε επιρροή του επί της Τουρκίας να αλλάξει στάση. Η επιλογή αυτή διασφαλίζει και θωρακίζει την πλευρά μας έναντι πιέσεων για υιοθέτηση θέσεων που θεωρούμε απαράδεκτες και οι οποίες αντίκεινται στις βασικές αρχές και αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών. Οι κατευθυντήριες αυτές θέσεις των Ηνωμένων Εθνών συμπεριελήφθησαν στο λεγόμενο Τρίπτυχο, που ετοίμασε ο Διεθνής Οργανισμός τον Νοέμβριο του 1992 και προκάλεσε την οργή της Τουρκίας. Το ελάχιστο, η επιλογή αυτή δημιουργεί τις καλύτερες δυνατές προοπτικές για την επιτυχή έκβαση του ενταξιακού διαλόγου.


Μετά την τελευταία πεντάωρη συνεδρία του Εθνικού Συμβουλίου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει την ευχέρεια να προβεί σε χειρισμούς οι οποίοι θα καταδείξουν ποια είναι η επιλογή της δικής μας πλευράς. Οι προσεχείς ενέργειές του θα είναι καθοριστικές για το μέλλον της Κύπρου.


Ο κ. Γεώργιος Βασιλείου είναι τέως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.