Η επομένη του πραξικοπήματος κληροδοτεί στην Τουρκία και στον λαό της μια σειρά από αναπάντητα ερωτήματα και πλήρη αβεβαιότητα και φόβο για το μέλλον. Από την προηγούμενη «σιγουριά» της ολοένα και πιο αυταρχικής διακυβέρνησης του προέδρου Ερντογάν, η μεταπραξικοπηματική εποχή ξεκινά μια περίοδο παρατεταμένης κρίσης στην Τουρκία, η οποία θα λειτουργήσει σαν ευκαιρία για μεγάλες αλλαγές. Το ερώτημα είναι προς ποια κατεύθυνση θα είναι αυτή η ευκαιρία. Ευκαιρία για να ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο την προσωπική του εξουσία ο πρόεδρος Ερντογάν στον δρόμο του αυταρχισμού και της ασυδοσίας; Ή ευκαιρία για να κάνει κάποιες σημαντικές αλλαγές στον δρόμο της νομιμότητας και της συνεργασίας; Και τα δύο αυτά πρόσωπα του Ερντογάν τα έχουμε δει στο παρελθόν. Η πρώτη περίοδος της διακυβέρνησής του μέχρι περίπου την τρίτη εκλογική του νίκη το 2011 ήταν μια περίοδος συντηρητικού φιλελευθερισμού, με δείγματα εκδημοκρατισμού, προσέγγισης με την Ευρώπη και φιλειρηνικής εξωτερικής πολιτικής. Η μετέπειτα περίοδος ήταν μια περίοδος αυξανόμενου αυταρχισμού, λαϊκισμού, αντικουρδικού μένους, καταστολής των ελευθεριών, σταδιακής απομάκρυνσης από την Ευρώπη και απομόνωσης στην εξωτερική πολιτική.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στη σημερινή Τουρκία είναι ότι δεν υπάρχουν πολιτικές εναλλακτικές και όλα εξαρτώνται από το τι θα πράξει ο ένας και αδιαμφισβήτητος ηγέτης. Το ερώτημα επομένως είναι ποια διαδρομή θα επιλέξει να διανύσει στη μετά το πραξικόπημα εποχή.
Η πρώτη επιλογή της ισχυροποίησης της προσωπικής του εξουσίας συνεπάγεται την εντατικοποίηση των διώξεων και εκκαθαρίσεων στον δικαστικό, στρατιωτικό και εκπαιδευτικό τομέα, την πιθανή επαναφορά της θανατικής ποινής, την ισχυροποίηση του προεδρικού καθεστώτος, την απαξίωση του κοινοβουλευτικού συστήματος και την αποδυνάμωση του στρατού. Μια τέτοια λύση θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα σε διχασμό την τουρκική κοινωνία και σε επιδείνωση των εσωτερικών συγκρούσεων. Θα οδηγήσει επίσης σε απομάκρυνση από την Ευρωπαϊκή Ενωση και στη σύναψη στενότερων σχέσεων, ως αντιστάθμισμα, με χώρες όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Κίνα, οι οποίες δεν διακατέχονται από ιδιαίτερη ανησυχία για τη δημοκρατία και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η δεύτερη επιλογή συνεπάγεται τον σταδιακό περιορισμό των πολιτικών διώξεων, την αποφυγή της θανατικής ποινής, την προσέγγιση στο κουρδικό ζήτημα και την επαναφορά της ελευθερίας του λόγου. Η δεύτερη επιλογή ενέχει ισχυρή δόση αυτοκριτικής και διάθεση για υποχώρηση, και ενδέχεται να ενισχύσει το λαϊκό έρεισμα, δεδομένου ότι η αντίσταση στο πραξικόπημα των στρατιωτικών υπήρξε καθολική στην Τουρκία, τόσο σε πολιτικά κόμματα όσο και στην κοινωνία. Η δεύτερη επιλογή θα τονώσει την προσέγγιση με την Ευρώπη, η οποία είναι και η πιο σημαντική πηγή της οικονομικής και περιφερειακής επιρροής της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια. Αυτή η επιλογή θα βοηθήσει την ανάπτυξη της οικονομίας από την οποία αντλούν εν πολλοίς την εκλογική τους δύναμη το κόμμα του και ο ίδιος ο Ερντογάν προσωπικά.
Δυστυχώς αυτό που διαφαίνεται είναι ότι η πρώτη επιλογή φαίνεται να υπερισχύει πανηγυρικά της δεύτερης. Το καθεστώς του Ερντογάν έχει ξεκινήσει ένα μπαράζ διώξεων οι οποίες είναι απόλυτα αντιδημοκρατικές και αντίκεινται σε κάθε μορφή δικαίου. Ο Ερντογάν φαίνεται να συνεχίζει την προ πραξικοπήματος διχαστική και αυταρχική πρακτική του, όμως τώρα πιο εντατικά και συστηματικά, στο όνομα της δήθεν σωτηρίας της δημοκρατίας και του αντιγκιουλενισμού. Είναι πολύ δύσκολο να δει κανείς πώς θα μπορέσει να ακολουθήσει την οδό της λογικής.
Το ερώτημα είναι ποιο θα είναι το αντίπαλο δέος σε αυτή την πολιτική μονοκρατορία του Ερντογάν, έναν ρόλο που μπορεί να παίξει μόνο η Ευρώπη. Μέχρι τώρα η Ευρώπη ακολούθησε μια χλιαρή στάση απέναντι στις εκάστοτε αυταρχικές επιλογές του Ερντογάν είτε λόγω απροθυμίας, είτε λόγω του Προσφυγικού, είτε στο πλαίσιο της γεωπολιτικής σταθερότητας στην περιοχή. Ως πότε όμως θα κοιτάνε οι ευρωπαίοι ηγέτες από την άλλη μεριά; Αν ο Ερντογάν εντείνει τον απολυταρχισμό του, η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει καθήκον να αντιταχθεί σθεναρά στην αντιδημοκρατική κατηφόρα της χώρας.
Ο κ. Οθων Αναστασάκης είναι διευθυντής Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης και διδάσκει ευρωπαϊκά θέματα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ