Εχουν γίνει πολλές πολωτικές συζητήσεις σε σχέση με την κατάργηση του εκλογικού μπόνους των 50 εδρών καθώς και του ορίου 3% για είσοδο κομμάτων στη Βουλή. Και ενώ είναι αλήθεια ότι ένας νόμος χωρίς ούτε μπόνους ούτε όρια ήταν πάγιο αίτημα της Αριστεράς, η πιο απλή εξήγηση για αυτή την προτίμηση δεν είναι η ιδεολογία, αλλά το μέγεθος των κομμάτων της Αριστεράς. Οπως έχει γράψει ο ειδικός επί των εκλογικών συστημάτων Μaurice Duverger όλα τα εκλογικά συστήματα του κόσμου υπεραντιπροσωπεύουν τα μεγάλα κόμματα και κάνουν το αντίστροφο με τα μικρά. Αρα μεγαλύτερη αναλογικότητα είναι πάγιο αίτημα όλων των μικρών κομμάτων όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Επίσης είναι γνωστό ότι απλή αναλογική παρέχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση σε κόμματα που αλλιώς δεν θα βρίσκονταν στο κοινοβούλιο. Ο συνδυασμός πολλών μικρών κομμάτων δυσκολεύει τόσο τον σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης όσο και τον χρόνο επιβίωσής της, μια και το κάθε κόμμα μπορεί να αρνηθεί συμμετοχή, ή να ρίξει την κυβέρνηση όποτε θελήσει. Επίσης απλά μαθηματικά επιβάλλουν η σύνθεση των κυβερνήσεων να είναι πιο πολυκομματική με απλή αναλογική παρά με οποιοδήποτε άλλο σύστημα.
Η κυβέρνηση και τα μικρά κόμματα που υποστηρίζουν το αναλογικό σύστημα τονίζουν θέματα δικαιοσύνης και λαϊκής αντιπροσώπευσης και αναφέρονται στο ιστορικό αίτημα της Αριστεράς που τώρα γίνεται πραγματικότητα. Φλερτάρουν μάλιστα με την ιδέα κατοχύρωσης αυτού του συστήματος ακόμα και μέσα στο Σύνταγμα. Οι αντίπαλοί του μιλούν για την «αναρχία» που θα φέρει, και η αξιωματική αντιπολίτευση υπογραμμίζει το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλεύτηκε το μπόνους των 50 εδρών για να σχηματίσει κυβέρνηση δύο φορές,κάτι αδύνατο με το εκλογικό σύστημα που τώρα προτείνει.
Οι αναλύσεις της αντιπολίτευσης αποδίδουν την κυβερνητική πρόταση σε προσπάθεια διαχείρισης της επερχόμενης εκλογικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές, Σύμφωνα με αυτές τις αναλύσεις ο εκλογικός νόμος είναι μια αμυντική κίνηση που θα φέρει ακυβερνησία στη χώρα, αλλά θα διατηρήσει το δεύτερο κόμμα (ΣΥΡΙΖΑ) στην πολιτική σκακιέρα.
Αυτή η ανάλυση αγνοεί την επιθετική διάσταση της εκλογικής πρότασης. Η απλή αναλογική δεν επιφέρει «αναρχία» και «ακυβερνησία». Παρότι οι συνταγματικές διατάξεις για σχηματισμό κυβέρνησης είναι δύσκολο να υλοποιηθούν (μόνο 4 προκαθορισμένες προσπάθειες, με στενά χρονικά όρια), κυβερνήσεις θα σχηματιστούν. Ομως η πληθώρα κομμάτων που θα συμμετέχουν θα καταστήσει την επιλογή συγκεκριμένων κυβερνητικών πολιτικών πρακτικά αδύνατη (θυμηθείτε πόσο δύσκολο ήταν για την τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά να παίρνει αποφάσεις και προσθέστε άλλο ένα η δύο κόμματα). Η στασιμότητα (αδυναμία επιλογής πολιτικής) και όχι η αναρχία είναι το αποτέλεσμα πολυκομματικών κυβερνήσεων. Συνέπεια της στασιμότητας είναι η διαιώνιση της νομοθεσίας της προηγούμενης κυβέρνησης. Και εδώ βρίσκεται η βάση της επιθετικής πολιτικής του εκλογικού νόμου: Η κυβέρνηση έλπιζε με 200 ψήφους να διαιωνίσει τις δικές της επιλογές σε όλους τους τομείς που δεν υπάρχει άμεση παρέμβαση των θεσμών (Παιδεία, ΜΜΕ, προστασία δημόσιου τομέα, ανεξάρτητες αρχές) μέσα από την αδυναμία της επόμενης κυβέρνησης να νομοθετεί.
Η έλλειψη των 200 ψήφων μεταθέτει τις εξελίξεις κατά μια χρονική περίοδο. Αντί για την κυβέρνηση Τσίπρα, θα είναι η κυβέρνηση Μητσοτάκη που θα έχει το ιστορικό προνόμιο να επιλέξει τις προστατευόμενες (από πολιτική ακινησία της επόμενης κυβέρνησης) πολιτικές. Βέβαια ο κ. Μητσοτάκης έχει υποσχεθεί να θέσει ξανά θέμα εκλογικού νόμου, όμως δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει αν μπορεί να συγκεντρώσει 200 ψήφους στην επόμενη Βουλή.
Και τώρα ερχόμαστε στο δεύτερο δώρο Τσίπρα προς Νέα Δημοκρατία: Η ΝΔ είναι προσκολλημένη στο εκλογικό μπόνους. Είτε θα μπορέσει να συμφωνήσει με άλλα κόμματα σε ένα μικρότερο από 50 έδρες μπόνους είτε θα αποτύχει στην ακύρωση του εκλογικού νόμου ΣΥΡΙΖΑ. Και στις δύο περιπτώσεις, το μπόνους των 50 εδρών που θα απολαύσει στις επόμενες εκλογές δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Και αυτό, θα αυξήσει τη συνοχή της ΝΔ και τη μακροβιότητα της κυβέρνησης που θα σχηματιστεί στις επόμενες εκλογές.
Αυτά τα δώρα που η κυβέρνηση σχεδίαζε για τον εαυτό της (μακρόχρονη επιβίωση πολιτικών επιλογών και μακροβιότητα και συνοχή) δίνονται αθέλητα αλλά αναγκαστικά στην επόμενη κυβέρνηση, που πιθανότατα θα είναι η Νέα Δημοκρατία. Ας ευχηθούμε να τα αξιοποιήσει για το καινούργιο ξεκίνημα που χρειάζεται η χώρα.
Ο κ. Γιώργος Τσεμπελής είναι καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Anatol Rapoport στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν (ΗΠΑ).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ