Ολοι μιλούν για έναν θρίαμβο: «Οι Καταραμένοι» του βέλγου σουπερστάρ σκηνοθέτη Ιβο βαν Χόβε, που εγκαινίασαν το εφετινό Φεστιβάλ της Αβινιόν, στην Αυλή των Τιμών του Παλατιού των Παπών, στις 6 Ιουλίου, θεωρήθηκαν «αριστούργημα», «μια επικίνδυνη, τεράστια και αριστοτεχνική παραγωγή», που συνδυάζει «την οπερατική με τη μυθική και την επική διάσταση, χωρίς ουδέποτε η δραματική μέθοδος των ηθοποιών να χάνει την οργανική και ανθρώπινη υπόστασή της», σύμφωνα με τους κριτικούς των πιο έγκυρων ευρωπαϊκών εφημερίδων.
Βασισμένη στο σενάριο της ομότιτλης ταινίας (1969) του Λουκίνο Βισκόντι, με θέμα τον δόλιο εναγκαλισμό του καπιταλισμού με τον ναζισμό, η παράσταση του Βαν Χόβε έρχεται να μιλήσει στους αποδέκτες της την πιο καίρια στιγμή, όταν το κύμα του ξενοφοβικού συναισθήματος και η εκμετάλλευσή του από μέρος της πολιτικής ηγεσίας όχι μόνο οδήγησαν σε μεγάλο βαθμό την Αγγλία εκτός ΕΕ αλλά απειλούν να πνίξουν και τα υπόλοιπα κράτη της Ενωσης. «Βλέπουμε παντού στην Ευρώπη αλλά επίσης και στην Αμερική και σε όλον τον κόσμο μια άνοδο του λαϊκισμού και της Ακρας Δεξιάς» δήλωσε ο σκηνοθέτης, που πιστεύει πως το έργο είναι τώρα ακόμη πιο επίκαιρο από την εποχή που γυρίστηκε η ταινία. Και η παράσταση, σύμφωνα με τους κριτικούς, επιδεικνύει πώς ακόμη και οι πιο πολιτισμένες κοινωνίες μπορούν να «γλιστρήσουν» στη δικτατορία.
Αίμα, λαγνεία, εξουσία
Χρησιμοποιώντας το σενάριο και όχι την ταινία ως αφετηρία («έχω να τη δω από τότε που ήμουν νέος» δήλωσε ο 58χρονος Βαν Χόβε), ο σκηνοθέτης αφηγείται την ιστορία της πανίσχυρης οικογένειας Φον Εσενμπεκ κατά την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία. Η δράση αρχίζει στις 27 Φεβρουαρίου 1933. Το κτίριο του γερμανικού κοινοβουλίου έχει παραδοθεί στις φλόγες. Την ίδια ημέρα, στην έπαυλη της οικογενείας των Φον Εσενμπεκ, μεγιστάνων της χαλυβουργίας, εορτάζονται τα γενέθλια του πατριάρχη Χοακίμ. Η ευφρόσυνη διάθεση διαρκεί ελάχιστα. Τα οικογενειακά μίση, η παμφάγα απληστία των μελών της για χρήμα και εξουσία, θα γεννήσουν ανίερες συμμαχίες με το ανερχόμενο καθεστώς του Χίτλερ και θα οδηγήσουν, μετά από μια σειρά αιματηρών προδοσιών και δολοφονιών, στην πτώση του οίκου. Στο επίκεντρο θα βρεθεί ο αδίστακτος παιδεραστής και αιμομείκτης Μάρτιν (στην ταινία τον υποδύεται ο Χέλμουτ Μπέργκερ), εγγονός του Χοακίμ, ο οποίος θα επιβιώσει των υπολοίπων και θα παραδώσει την αυτοκρατορία του χάλυβος στα χέρια των ναζί. Ο δρόμος προς τον πόλεμο είναι πλέον εξασφαλισμένος…

Εξι ανοιχτά φέρετρα
Η παράσταση διακρίθηκε για την έξοχη χρήση του χώρου, της μουσικής και των τεχνικών μέσων. Αντί για την αναπαράσταση ενός πολυτελούς μεγαλοαστικού σπιτιού, ο σκηνοθέτης και ο σκηνογράφος του Γιαν Βερσβέιβελντ προτίμησαν έναν, τρόπον τινά, «άδειο χώρο» (με σκηνικό πλάτος 40 μέτρων): ένα πορτοκαλί πάτωμα και μια τεράστια οθόνη LED στην οποία προβάλλονταν λεπτομέρειες από τα πρόσωπα των ηθοποιών. Στα δεξιά της σκηνής υπήρχε ένας χώρος για αλλαγή κοστουμιών και μακιγιάζ, με κρεβάτια (τα οποία αξιοποιούνται στη σκηνή της αιμομιξίας του Μάρτιν με τη μητέρα του, βαρόνη Σόφι φον Εσενμπεκ) και κερκίδες όπου οι ηθοποιοί κάθονταν όταν δεν συμμετείχαν στη δράση. Στα αριστερά της σκηνής βρισκόταν ένα μουσικό σύνολο που έπαιζε ζωντανά «παρακμιακή» μουσική του Σένμπεργκ και του Μπεργκ, καθώς και έξι ανοιχτά φέρετρα. Κάθε φόνος συνοδευόταν από ένα εκκωφαντικό σφύριγμα ατμομηχανής. Τα φώτα της πλατείας άναβαν στο φουλ, ενώ το νεκρό σώμα τοποθετούνταν τελετουργικά στο φέρετρο. Οι ίδιοι οι φόνοι δεν αναπαρίσταντο ποτέ επί σκηνής (όπως στην αρχαία τραγωδία), με εξαίρεση τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών (το ιστορικό τριήμερο μαζικών δολοφονιών που οργάνωσε ο Χίτλερ για να εξοντώσει τους αντιπάλους του το καλοκαίρι του 1934): η σκηνή αυτή παρουσιάστηκε ως ομοφυλοφιλικό αιματοβαμμένο όργιο που συνδύαζε ζωντανή και μαγνητοσκοπημένη δράση. Κάθε φορά που έκλεινε ένα φέρετρο, στην οθόνη εμφανιζόταν οι εκφράσεις αγωνίας του «παγιδευμένου» σώματος: κανένας οίκτος για τους θανατωμένους…
Η αληθινή οικογένεια
«Βλέπω τους «Καταραμένους» ως μια γιορτή του Κακού. Σαν ένα τελετουργικό θανάτου» δήλωσε ο Βαν Χόβε σε συνέντευξή του στο σάιτ του Φεστιβάλ της Αβινιόν. «Η ιστορία των «Καταραμένων» είναι η αρνητική αντανάκλαση καθετί όμορφου και καλού που υπάρχει στον κόσμο. Είναι η «άλλη πλευρά»… Αλλά δεν είμαι ηθικολόγος: το καταλαβαίνω αν κάποιος θεατής θέλει να πιστέψει ότι τελικά ο Μάρτιν (σ.σ.: ο διεστραμμένος κεντρικός ήρωας) είχε δίκιο εφόσον επέζησε ενώ όλοι οι άλλοι χάθηκαν. (…) Οι Εσενμπεκ κάνουν μια συμφωνία με τον Διάβολο όχι για ιδεολογικούς λόγους αλλά για οικονομικούς… Η ιδέα ότι η οικονομική ευημερία είναι πιο σημαντική από την ευημερία όλης της ανθρωπότητας, την ομορφιά των ανθρώπινων σχέσεων, συνιστά ένα παράξενο φαινόμενο που βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρον να το παρακολουθώ και να το περιγράφω».
Ο Βαν Χόβε «μένει πιστός στην οπτική του Βισκόντι όσον αφορά τον ματωμένο γάμο μεταξύ καπιταλισμού και ναζισμού» γράφει ο κριτικός της γαλλικής «Le Monde». Σύμφωνα με τον ιταλό μετρ του κινηματογράφου, άλλωστε, οι Εσενμπεκ, παρά την παράνοια και τη σκληρότητά τους, δεν μπορούσαν να φτάσουν το μέγεθος της διαφθοράς που χαρακτήριζε την αληθινή οικογένεια επάνω στην οποία βασίστηκε το σενάριο της ταινίας, τους Κρουπ: τη γηραιά δυναστεία από το Εσεν της Γερμανίας που έγινε διάσημη για την παραγωγή χάλυβα, πυρομαχικών και πολεμικού εξοπλισμού και που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους του 20ού αιώνα.
Σε στυλ Γουόρχολ
Ο ίδιος κριτικός μιλάει για «πρωτόγνωρη σύζευξη μεταξύ επικού και δραματικού θεάτρου και μεταξύ θεάτρου και σινεμά». Οι εικόνες που προβάλλονται στην οθόνη δεν έρχονται ποτέ να αναπαραγάγουν τη σκηνική δράση αλλά να ενθαρρύνουν την «εμβάθυνση μέσα από μια σχέση οικειότητας… Εικόνες πολλαπλασιασμένες, φλουταρισμένες, με κόκκο, σε στυλ Γουόρχολ, που ακροβατούν μεταξύ χρώματος και άσπρου/μαύρου σε αυτό το πέρασμα από τη ζωή προς τον θάνατο».
Μνήμες Bataclan
Αξίζει να σημειωθεί ότι για τη δημιουργία αυτής της παράστασης ο Ιβο βαν Χόβε δέχτηκε την πρόσκληση του θιάσου της Comedie Francaise (ονόματι La Troupe) που είχε να «κατέβει» στην Αβινιόν εδώ και 23 χρόνια. Η συνεργασία απέδωσε προφανώς εξαιρετικούς καρπούς. «Οι ηθοποιοί δουλεύουν ως σύνολο και ο καθένας χωριστά σε βαθμό τελειότητας και καταφέρνουν να γεμίζουν τον αχανή χώρο και να εστιάζουν σε μικρές λεπτομέρειες χωρίς ποτέ να φαίνεται ότι καταβάλλουν ιδιαίτερο κόπο» σημειώνει ο κριτικός της αγγλικής εφημερίδας «Guardian», o οποίος σχολιάζει με έμφαση την τελευταία σκηνή της παράστασης: «Ο Κριστόφ Μοντενέ (που υποδύεται τον ψυχοπαθή Μάρτιν) λάμπει στο τελικό ταμπλό, εκεί όπου γυμνός και καλυμμένος με τις στάχτες των θυμάτων του στρέφει το πολυβόλο των οπλοκατασκευαστών Εσενμπεκ στους θεατές. Οι άνθρωποι που κάθονταν δίπλα μου αναπήδησαν: το Bataclan είναι μια νωπή και επώδυνη ανάμνηση».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ