Από την πρώτη φορά που τον συνάντησα στη Δεξαμενή, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, μία φράση σχηματίστηκε στο μυαλό μου καθώς τον άκουγα να σκέφτεται: στοχαστής για θύελλες. Από τότε, η ίδια αυτή φράση με συνόδευε συνεχώς, όπου συνέβαινε να τον παρακολουθώ. Μαθήματα, διαλέξεις, σεμινάρια, συζητήσεις, παντού ο λόγος του ήταν μαχητικός και αγωνιζόταν να βρει την αλήθεια του πράγματος που τον απασχολούσε ή και τον βασάνιζε ακόμα. Ισως στην αναζήτηση αυτή βρισκόταν η γοητεία που ασκούσε ο Μαρωνίτης στους συνομιλητές και στους ακροατές του: όλοι καταλαβαίναμε πώς το πάθος του για την αλήθεια τελικά θα επιβαλλόταν και το πρόβλημα είχε πάρει τον δρόμο για τη λύση του, γιατί είχε ήδη υποκύψει στην αυστηρή λογική που κυβερνούσε τη μαρωνίτεια γλώσσα.
Η ίδια λογική κανόνιζε τη γραφή του. Οι λέξεις, διαλεγμένες με την αυστηρότητα μαθηματικού, βρίσκονταν ακριβώς στη θέση τους, όσες ακριβώς χρειάζονταν, σχηματίζοντας πρόταση με την πρόταση τη λύση του προβλήματος. Η μαθηματική αυτή πειθαρχία, σε πείσμα μιας διαδεδομένης πεποίθησης, όχι μόνο δεν εμπόδιζε τη συγκίνηση αλλά την γεννούσε, απαλλαγμένη όμως από τους ετοιμοπαράδοτους συναισθηματισμούς που τη συνοδεύουν συχνά και την αφανίζουν. Δεν ξέρω πώς πετύχαινε ο Μαρωνίτης, τόσο στη γραφή του όσο και στον προφορικό λόγο αυτή τη σύζευξη της λογικής με το συναίσθημα και δεν είμαι σίγουρος ότι το ήξερε καλά-καλά και ο ίδιος. Ισως εδώ αληθεύει αυτό που λένε για τους μεγάλους ζωγράφους: ο καθένας έχει τα δικά του χρώματα, το δικό του κόκκινο, το δικό του μπλε και το δικό του μαύρο και το μυστικό τους, όπως και το μυστικό του συνδυασμού τους, βρίσκεται στα έργα του.
Οι αρετές αυτές ζωντάνευαν, για να το πω έτσι, στα μαθήματα του Μαρωνίτη. Οταν έκανε μάθημα, το αμφιθέατρο και οι αίθουσες ήταν πάντα γεμάτα. Με τη χαρακτηριστική βαριά φωνή –αξέχαστη για πάντα σε όλους που τον έχουμε ακούσει –ανέλυε τον μηχανισμό του κειμένου που μελετούσε, ξεδιπλώνοντας αργά και με σεβασμό μεγάλο τις εσοχές, τις εξοχές και τις παγίδες του. Μπορούσε, όταν το έκρινε απαραίτητο, να αφιερώσει ολόκληρο δίωρο ή τρίωρο μάθημα στη εξονυχιστική μελέτη μίας και μόνο παρομοίωσης, που όμως είχε τον λόγο της, γιατί η ανάγνωση αυτή αποκάλυπτε μια όψη του έργου που είχε ως τότε μείνει στο σκοτάδι. Ηθελε το μάθημα συνεργατικό, όπως το έλεγε, και ζητούσε συχνά τη συνδρομή του ακροατηρίου με ερωτήσεις. Οι απαντήσεις δεν έρχονταν εύκολα, γιατί δεν ήταν καθόλου μαλακός με την προφανή και αδικαιολόγητη αστοχία. Παρ’ όλα αυτά, σε κάθε μάθημα οι φοιτητές ήταν εκεί, παρόντες, προφανώς γιατί ήξεραν ή διαισθάνονταν ότι αυτά που άκουγαν είχαν κάτι να κάνουν με τη ζωή τους.
Δεν του άρεσε καθόλου το σύστημα των εξετάσεων και κάθε τόσο έψαχνε τρόπους να το ανατρέψει. Μια χρονιά το πέτυχε, σε πτυχιακές εξετάσεις, όταν εφάρμοσε το ακόλουθο σχήμα, το οποίο εξήγησε στους υποψηφίους. Μάθημα θα έκανε, σταματώντας κάθε τόσο και κάνοντας ερωτήσεις, στις οποίες όλοι όφειλαν να απαντήσουν. Ετσι και έγινε. Η εξέταση ξεκίνησε γύρω στις εννιά. Υστερα από δύο ή τρεις ώρες, δεν θυμάμαι ακριβώς, όταν όλοι είχαν απαντήσει, μοίρασε σε τέσσερις ομάδες τους υποψηφίους, αναμειγνύοντας σχετικά δυνατούς με σχετικά αδύναμους και δίνοντας διαφορετικό θέμα σε κάθε ομάδα, με συγκεκριμένες ερωτήσεις στις οποίες έπρεπε κάθε ομάδα να απαντήσει. Τους όρισε ραντεβού στις επτά το απόγευμα, όπου και άρχισε η πραγματική εξέταση, η οποία τελείωσε γύρω στα μεσάνυχτα. Πέτυχαν όλοι και μας κάλεσε σε μια ταβέρνα, όπου μας έκανε το τραπέζι και μείναμε περίπου ως το πρωί. Αυτός ήταν ένας άγνωστος Μαρωνίτης για τους περισσότερους που δεν πίστευαν στα μάτια τους και στα αφτιά τους.
Με την εικόνα αυτή θέλω να τελειώσω, γιατί έτσι θέλω να τον θυμάμαι: ρωμαλέο, να γελάει, να φωνάζει και να πίνει. Ολοζώντανο. Θεέ μου, θεέ μου, πόσο θα μας λείψεις, Μαρωνίτη!


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ