Η πολιτική και το ποδόσφαιρο έχουν κάτι κοινό: παίζονται σε δύο ημίχρονα. Και τα δύο ημίχρονα παίζονται με τους ίδιους κανόνες, όποιος κι αν τους διαμορφώσει.
Παράδειγμα πρώτο. Η κυβέρνηση Τσίπρα αποφάσισε ότι τα τηλεοπτικά κανάλια είναι κυβερνητική υπόθεση. Δικαίωμά της.
Αν το Συμβούλιο της Επικρατείας συμπράξει μέχρι τέλους και νομιμοποιήσει τη συγκεκριμένη άποψη, τότε τα τηλεοπτικά κανάλια δεν θα είναι υπόθεση μόνο της σημερινής κυβέρνησης αλλά και της επόμενης.
Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να κυβερνήσει ο Μητσοτάκης με τα κανάλια του Παππά. Λογικό και φυσιολογικό.
Και τι θα κάνει; Θα ακυρώσει τον διαγωνισμό, θα κλείσει μερικά ή θα ανοίξει κάποια άλλα. Θα δούμε.
Σίγουρα πάντως δεν θα αφήσει την προηγούμενη κυβέρνηση να κάνει κουμάντο –από τη στιγμή που αποφασίστηκε ότι κουμάντο στην τηλεόραση κάνει η κυβέρνηση…
Παράδειγμα δεύτερο. Η κυβέρνηση Τσίπρα αποφάσισε ότι η απονομή της δικαιοσύνης είναι και αυτή κυβερνητική υπόθεση.
Εκδίδει πιστοποιητικά ενοχής ή υποψίας, ασκεί διώξεις ή εκδίδει ετυμηγορίες και απαιτεί από τη Δικαιοσύνη να επενδύσει τις πολιτικές της επιλογές με το κύρος δικαστικών αποφάσεων.
Αυτό ασφαλώς συνιστά καθαρή οπισθοχώρηση από τα κεκτημένα της δημοκρατίας μας και του κράτους δικαίου.
Αλλά αν ισχύει για τη σημερινή κυβέρνηση, θα ισχύσει και για την επόμενη –μην έχετε την παραμικρή αμφιβολία.
Και εκείνη θα έχει υπουργό Δικαιοσύνης. Και εκείνη θα επιλέγει ανώτατους δικαστές. Και εκείνη θα διατηρεί ανοιχτούς λογαριασμούς.
Ως εκ τούτου, θα έχει ενδιαφέρον, ας πούμε, να δούμε πώς θα περάσει ο τότε πρώην υπουργός Παπαγγελόπουλος με την Τσατάνη ή τον Ντογιάκο, οι οποίοι εξ όσων γνωρίζω έχουν ακόμη αρκετή σταδιοδρομία μπροστά τους.
Δεν ανέφερα τα δύο παραδείγματα τυχαία. Πάντα οι μηχανισμοί οικοδόμησης ενός καθεστωτικού μηχανισμού καταρρέουν μόλις χαθεί η πολιτική προστασία τους.
Και αυτό το γνωρίζουν πρώτα οι ίδιοι. Είναι «ο φόβος της επόμενης ημέρας».
Αυτός ο φόβος που συνήθως οδηγεί τα αυταρχικά καθεστώτα να αγκιστρώνονται στην εξουσία και τελικά να πληρώνουν ακόμη πιο ακριβά την απώλειά της. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μαδούρο στη Βενεζουέλα.
Ενας φόβος που αποτελεί σοβαρή παράμετρο των πολιτικών επιλογών και ο οποίος έχει αρχίσει να πρυτανεύει ήδη στις κυβερνητικές αποφάσεις, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα της απλής αναλογικής.
Διότι η απλή αναλογική είναι ένα μέσο ώστε να χάσει μεν ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές αλλά να μην τις κερδίσει η ΝΔ. Ετσι ο καθεστωτικός μηχανισμός στην ενημέρωση ή στη Δικαιοσύνη θα μείνει ανέπαφος και οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ταλαιπωρηθούν.
Από τη στιγμή που και οι ίδιοι προεξοφλούν πλέον την εκλογική ήττα είναι ο φόβος της επόμενης ημέρας που θα καθοδηγήσει κυρίως τις αποφάσεις τους –έχουμε ξαναδεί το σενάριο…
Αν ψηφιστεί η απλή αναλογική, τότε η κυβέρνηση θα πάει σε εκλογές το φθινόπωρο προτού ενισχυθεί και άλλο η ΝΔ ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να μείνει στο παιχνίδι των διαβουλεύσεων –και της ασυλίας!…
Αν δεν ψηφιστεί, τότε η κυβέρνηση έχει δύο επιλογές:
–Είτε να επιμείνει στο εκλογικό σενάριο μήπως το φθινόπωρο η ΝΔ δεν προλάβει να πάρει αυτοδυναμία ακόμη και με το μπόνους ώστε να «καεί» η εκλογή και να πάμε αμέσως στην επόμενη με απλή αναλογική.
–Είτε να μεταθέσει τον εκλογικό ορίζοντα για αργότερα ελπίζοντας σε κάτι ουρανοκατέβατο –άγνωστο σε τι. Είναι η θεωρία του Dum Spiro Spero, όσο ζω ελπίζω. Την οποία συνοδεύει η βεβαιότητα ότι η αυταρχική στροφή θα καταστεί όλο και πιο αναπόφευκτη και ανεξέλεγκτη. Το «σενάριο Μαδούρο».
Δεν μπορώ να γνωρίζω τι θα επιλέξει ο Πρωθυπουργός. Αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται συνήθως σε κλειστό κύκλωμα και με δεδομένα τα οποία οι υπόλοιποι δεν μπορούμε πάντα να αξιολογήσουμε.
Για πολλούς λόγους. Αλλά και επειδή ο φόβος είναι καθαρά προσωπική υπόθεση.
Ασυλία;

Επειδή πολλά παράπονα ακούω τελευταία για τη Δικαιοσύνη έχω μείνει με την απορία: με την υπόθεση Βαρουφάκη τι θα γίνει;

Να υποθέσουμε ότι ο πρώην υπουργός Οικονομικών χαίρει κάποιας ασυλίας ή προστασίας από κάπου;
Εχουμε τη δημόσια ομολογία ενός κορυφαίου κυβερνητικού στελέχους ότι σχεδίαζε ουσιαστικά την κατάλυση του νομίσματος και του πολιτεύματος παρέα με κάτι παρακρατικούς αμερικανούς φίλους του και στη Δικαιοσύνη συμπεριφέρονται σαν να μη βρίσκουν κάτι μεμπτό ή επιλήψιμο στην υπόθεση.
Διότι η άλλη ερμηνεία είναι ότι ο Βαρουφάκης ξέρει περισσότερα απ’ όσα ομολογεί.
Πράγμα που εξηγεί ενδεχομένως την προστασία και την ασυλία. Αλλά δεν δικαιολογεί την αδιαφορία –της Δικαιοσύνης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ