Ιούλιος 2016. H παρά λίγους μήνες ενδεκάχρονη κόρη μου ετοιμάζεται για την πρώτη της φορά στην κατασκήνωση. Τρεις εβδομάδες κοντά στη φύση και αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τη γονεϊκή σπάθη. Παραμονή του ταξιδιού και ενώ έχει διευθετηθεί ολόκληρη η μακρά λίστα με τα χρειώδη (που έχουν ήδη τοποθετεί με τη γνωστή μητρική, στα όρια της μανίας, τελειοθηρία μέσα στη βαλίτσα), η νεαρά εμφανίζεται κλαίουσα μέσα στην κουζίνα. «Μανούλα μου, πόσο θα μου λείψετε». Μου παίρνει δευτερόλεπτα να αντιληφθώ ότι πρόκειται περί στυγνού «τρολαρίσματος». Τα δάκρυα είναι τεχνητά –τα τοποθέτησε λίγο νωρίτερα στον νιπτήρα του μπάνιου –και το «δράμα» απταίστως σκηνοθετημένο. Δεν πτοούμαι ιδιαιτέρως, έχω αρχίσει να συνηθίζω τα τζιχαντιστικά βασανιστήρια της προεφηβείας. Πάνω από όλα, όμως, με παρηγορεί η ανάμνηση ενός άρθρου που είχα διαβάσει μόλις προ ολίγων ημερών στον βρετανικό «Guardian»: «Why Υour Τeenager Τhinks Υou’re Αn Ιdiot» («Γιατί ο/η τινέιτζέρ σου πιστεύει ότι είσαι ηλίθιος/α»).

Καλώς ήρθες σε ένα από τα πλέον κλασικά στάδια της γονεϊκότητας. Είναι η εποχή που λαμβάνει χώρα αυτή η βίαιη, σπαρακτική μετάβαση. Από εκεί που ήσουν το τοτέμ, η θεά Κοατλίκουε, η Μητέρα Γη, ξαφνικά προσγειώνεσαι στη γαλλική φρεγάτα «Μέδουσα», αυτή που παράδερνε στα κύματα στις αρχές του 19ου αιώνα, και το παιδί σου (ήτοι «η σαρξ εκ της σαρκός σου») αρχίζει να σου κόβει κομμάτια και να τα καταβροχθίζει. Από εκεί που το τρυφερό νεογνό σου σε κοίταζε με σοκ και δέος, που σε εμπιστευόταν χωρίς όρια, που σε αντιμετώπιζε σαν ωκεανό γνώσεων (και ας τα έβρισκες τα μισά στο Google), εκπίπτεις, χωρίς καλά καλά να το καταλάβεις, στον ρόλο του «χρήσιμου ηλίθιου». Η εκθρόνιση είναι βαριά, δεν έχεις καμία απολύτως προειδοποίηση. Το μόνο παρηγορητικό είναι ότι δεν είσαι μόνος. Στο προαναφερθέν άρθρο του «Guardian» η παθούσα αρθρογράφος Εμα Μπέντινγκτον καταθέτει, σε πρώτο πρόσωπο, τη δική της εμπειρία: «Ολοι οι έφηβοι πιστεύουν ότι οι γονείς τους είναι ηλίθιοι. Πρόκειται για μία φυσική, επικτακτική διαδικασία της εξέλιξης: σκληρή, αλλά σχεδόν παγκόσμια, που ωθεί (σ.σ.: τα παιδιά) στο να εγκαταλείψουν τη φωλιά και εμάς να τα σπρώξουμε προς την έξοδο».
Σημειωτέον ότι αυτή η εκ των έσω αποδόμησή σου (που θα έκανε τα βασανιστήρια των Βιετκόνγκ στους αμερικανούς αιχμαλώτους στο «Χίλτον» του Ανόι να μοιάζουν με αθώα παιχνιδάκια στην αμμοδόχο) συμπίπτει κατά κανόνα με τη δική σου μέση ηλικία (όσο ευρέα και αν είναι πλέον τα όριά της). Οταν δηλαδή τα αντανακλαστικά σου δεν είναι ακριβώς ανθηρά, όταν είσαι σαφώς επιβαρυμένος με πλείστες αγγαρείες, όταν όντως μπορεί να μη θυμάσαι ότι ρώτησες τρεις φορές: «Εβαλες το σορτς του μπάσκετ στο πλυντήριο;» κ.ο.κ.
Ποιος είναι τελικά ο αποτελεσματικότερος τρόπος να αντιμετωπίσεις αυτή την κατά μέτωπο επίθεση που θέτει το IQ σου εν αμφιβόλω; Σύμφωνα με την Μπέντινγκτον, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποπειραθείς να γίνεις τεχνητά αρεστός, π.χ. να παραστήσεις ότι είσαι «κουλ» και ότι παίζεις το «Snapchat» στα δάχτυλα. Ούτε, βέβαια, να αναπολείς μεγαλοφώνως το δικό σου «ψαγμένο» παρελθόν. Προσωπικώς μειδίασα όταν η κόρη μου, η οποία μόλις είχε ανακαλύψει τους Τalking Heads, προσπαθούσε να με πείσει ότι ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ να τους γνωρίζω αφού γεννήθηκα στον «Μεσαίωνα» –άσχετο αν όταν κυκλοφόρησε το τραγούδι τους «Blind» (1988) η θυγατέρα μου δεν υφίστατο ούτε σαν υπόνοια διαγαλαξιακού πλαγκτόν. Είναι σαφώς προτιμότερο να κρατήσεις τον άχαρο «ξενέρωτο» ρόλο του γονιού, να είσαι εκεί σταθερός και αμετακίνητος, ένα ντεμοντέ αλλά απαραίτητο καταφύγιο. Πού θα πάει, κάποια στιγμή θα χρειαστείς και το IQ σου θα ανέβει κάμποσους πόντους.
Οσο όμως διαρκεί η εφηβεία καλό είναι εσύ ο αποκεφαλισθείς να απολαύσεις το θέαμα της κεφαλής σου βρασμένης και κρεμασμένης επί μακρόν στον Πύργο του Λονδίνου. Μην ανησυχείς –οι ειδικοί τουλάχιστον αυτό λένε –κάποια στιγμή θα σου επιστραφεί.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Ιουλίου 2016


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ