Είχα αγκαζάρει παράθυρο στην επιστροφή από το εξωτερικό –για την ψευδαίσθηση ενός χώρου πιο «ανοικτού» από τον κλειστοφοβικό διάδρομο του αεροσκάφους. Φτάνοντας, βρήκα στη θέση μου μια Κινέζα. Της έδειξα το εισιτήριό μου, μου είπε κάτι στα κινέζικα. Κάνοντας παντομίμα τα βρήκαμε. Εμείς καθίσαμε προς παράθυρο, εκείνη δίπλα μας. Εσκυψε και έβγαλε τα παπούτσια της. «Θα καλοπεράσουμε» είπα στον συνταξιδιώτη μου. «Ασε το… Ανθος του Λωτού να εκφραστεί» απάντησε γελώντας, «νονός» σε ένα σουρεαλιστικό αεροβάπτισμα την ώρα που απογειωνόμασταν. Το Ανθος έβγαλε τις κάλτσες του, τις τίναξε στα μούτρα μας, και τις ακούμπησε δίπλα μου. Αρχισε να τρίβει τα πόδια του. Προσπαθούσα να μην αναπνέω. Ξαφνικά, με το χέρι που έτριβε τα πόδια, με έπιασε από τον ώμο υποχρεώνοντάς με να γυρίσω προς το μέρος του. Μου έδωσε το καλώδιο φόρτισης της φωτογραφικής μηχανής του για να το βάλω στην εγκοπή που είχε το κάθισμά μου, το δικό μου κάθισμα. Στη δική του εγκοπή φόρτιζε ήδη το δικό του κινητό. Συνδέσαμε τη μηχανή στην «πρίζα», κατέβασα και το τραπεζάκι μου για να την ακουμπήσουμε, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να γυρίσω ούτε δεξιά ούτε αριστερά.
Αποφάσισα να κοιμηθώ για να μη βλέπω και να μην ακούω. Είχα γλαρώσει, όταν το Ανθος του Λωτού με τράβηξε ξανά από τον ώμο. (Ελεος!). Ηθελε να φωτογραφίσω τα σύννεφα με τη μηχανή του. Το έκανα, ενώ με καθοδηγούσε στη νοηματική: πιο πάνω, πιο κάτω, πιο αριστερά. Οι αεροσυνοδοί πλησίασαν με το φαγητό. Το Ανθος σηκώθηκε και άρχισε να παρατηρεί, σχεδόν αδιάντροπα τα πιάτα των μπροστινών μας, χώνοντας τα μούτρα του μέσα τους. Προσπαθούσε να καταλάβει τι περιείχαν. «Κοτόπουλο ή μοσχάρι;» ρώτησε στα αγγλικά η αεροσυνοδός. «Γιες!». «Δηλαδή;». «Γιες!». Αυτοσχεδιάζοντας της έδωσε κοτόπουλο. Πήρε το βουτυράκι που συνόδευε το ψωμί, το κάρφωσε στο πιρούνι και άρχισε να το γλείφει σαν παγωτό ξυλάκι. Κάθε πιατάκι που άδειαζε το σκούπιζε με επιμέλεια. Οταν τελείωσε, τύλιξε σε ένα χαρτομάντιλο το πιρούνι, το κουτάλι, το μαχαίρι και το κουταλάκι του γλυκού (ήταν ανοξείδωτα και όχι πλαστικά!) και τα έβαλε στην τσάντα του. Το ίδιο έκανε και με όλα τα άλλα σκεύη, επιστρέφοντας στην αεροσυνοδό έναν άδειο δίσκο. Ακολούθησε beauté: χτενίστηκε πετώντας τις τρίχες ανάμεσα στα πόδια μου, καθάρισε τα δόντια με τα δάχτυλα χρησιμοποιώντας ένα μεγεθυντικό καθρεφτάκι.
«Δεν το πιστεύω αυτό που μας έτυχε» είπα στον σκασμένο στα γέλια διπλανό μου. Με περίμεναν χειρότερα: Το Ανθος φρεσκάρισε τις μασχάλες του με το αρωματικό μαντιλάκι για τα χέρια που συνόδευε τον δίσκο του φαγητού, άλλαξε κάλτσες και (αγγίζοντάς με ξανά!) μου ξαναζήτησε να φωτογραφίσω εκ νέου τον ουρανό. Την ώρα της προσγείωσης έβγαζε selfies –υποπτεύομαι πως στα κρυφά φωτογράφισε και εμένα ως εξωτικό φρούτο. Κάποια στιγμή κοίταξε έξω από το παράθυρο: το αεροπλάνο έστριβε πάνω από τον Πόρο. Επτά το απόγευμα, και ο ήλιος έντυνε στα χρυσά το τοπίο, με τα νησιά, τους κολπίσκους, τα πλοία που έμοιαζαν κεφαλάκια καρφίτσας πάνω σε ένα πορτοκαλί ύφασμα. Το Ανθος έμεινε με ανοιχτό το στόμα –κυριολεκτικά. Ακίνητο σαν άγαλμα ατένιζε τη μαγική χώρα όπου θα παραθέριζε. Γύρισε προς το μέρος μου και το ανέκφραστο πρόσωπό του έσπασε σε ένα τεράστιο χαμόγελο. Σήκωσε τους αντίχειρές του, στη χαρακτηριστική χειρονομία που δηλώνει ικανοποίηση, επιτυχία, απόλυτη χαρά.
Ηταν συγκινητικός ο τρόπος με τον οποίο αυτό το ενοχλητικό, «εξωγήινο» για εμάς πλάσμα, επικοινώνησε μαζί μας για να μοιραστεί τον ενθουσιασμό του. Τελικά, μπορεί να μην είναι και τόσο αντιπαθητικό όσο νομίζαμε… Ενώ περιμέναμε τις βαλίτσες συλλογιζόμουν πόσο απαιτητική και «στρυφνή» είναι στη διαχείρισή της η πολυσυζητημένη πολυπολιτισμικότητα. Πόσο εύκολη στα λόγια αλλά δύσκολη στην πράξη είναι η ανοχή απέναντι στον άλλο, που έχει μάθει αλλιώς, που συμπεριφέρεται διαφορετικά, που δεν μιλάει την ίδια γλώσσα με εσένα –και κυριολεκτικά και μεταφορικά το τελευταίο. «Σκέψου πόσο περίεργοι θα φαινόμαστε κι εμείς στα μάτια του Ανθους» είπα στον φίλο μου. «Εγώ σκέφτομαι τον άμοιρο ξενοδόχο που θα το φιλοξενήσει» μου απάντησε: «Kαι το τηλέφωνο του ντους θα του πάρει φεύγοντας».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ