«Πάω στο µουσείο» λέω πλέον κάθε φορά που πηγαίνω να ψωνίσω στον «Μαρινόπουλο» της οδού Κανάρη στο Κολωνάκι. Τα βιτάμ και οι χυμοί είναι παρατεταγμένα σε απόσταση το ένα από το άλλο, σαν μεταλλικά τέχνεργα στο Εθνικό Αρχαιολογικό· φοβάσαι να πλησιάσεις τα εκθέματα, μη χτυπήσει κανένας συναγερμός. Με αυτό το κατάστημα φαίνεται ότι εμπλέκομαι συναισθηματικά (διόλου τυχαίο, καθότι έρχομαι εδώ καμιά τριανταριά χρόνια· πιο πάνω, στον ίδιο δρόμο, στο παλιό Βeauty Shop της ίδιας αλυσίδας, ψώνιζα έφηβη κοκαλάκια για τα μαλλιά σκοντάφτοντας πότε στον Μπίλι Μπο και πότε στον Οδυσσέα Ελύτη). Μια ταμίας στην οποία τολμώ να καταθέσω το πικρό μου χιούμορ (παντελώς άγνωστη φυσιογνωμία, καθότι με την πρόσφατη πλημμύρα εσωτερικών μεταθέσεων εργαζόμενες που γνώριζα και φώναζα με το μικρό τους όνομα εξαφανίστηκαν εν μιά νυκτί) θα μου απαντήσει σε ένα κρεσέντο πυρρώνειας αταραξίας: «Ναι, μουσείο. Και εμείς είμαστε οι Καρυάτιδες».
Και όµως, δεν είναι πλέον τα (οριστικά ή επαπειλούμενα) λουκέτα που πονούν περισσότερο. Αυτά έχουν μπει στην καθημερινότητα της κρίσης. Τα έχουμε –ντρέπομαι που το λέω –σχεδόν «συνηθίσει», τα έχουμε ενσωματώσει στην «εθνική μελαγχολία» μας. Δεν θα σε σοκάρει, για παράδειγμα, πια σε μια οικεία βιτρίνα η επιγραφή «Bazaar-Ξεπούλημα» όπως σε σόκαρε το 2010, ούτε θα νιώσεις ένα σφίξιμο στο στήθος αν ακούσεις για μία ακόμη φορά ότι η Τσακάλωφ κατέχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό καταστημάτων που έβαλαν λουκέτο στο λεκανοπέδιο μετά τη Σόλωνος ή τη Σταδίου (μιλώ για το κέντρο της Αθήνας, γιατί σε αυτό ζω και εργάζομαι). Δεν είναι καν οι απανωτές απώλειες εμβληματικών στεκιών (με πιο πρόσφατη αυτή του Floral στα Εξάρχεια) που αφότου προκαλέσουν μια πλημμυρίδα θρήνου, κυρίως στα τεχνηέντως πονόψυχα social media («Πείτε μου πως είναι ψέμα. Πείτε μου πως δεν κλείνει… Ξέρετε πόσα καλοκαίρια έχω περάσει εκεί διαβάζοντας για το πτυχίο μου;»), δεν αργούν να αντικατασταθούν από μια βωβή και υποτονική για τις «παλιές καλές μέρες» νοσταλγία (για τότε που είχαμε την Εστία, τον Κάουφμαν, τον Λέντζο απέναντι από το άλσος Παγκρατίου, το Decadence στον Λόφο του Στρέφη κ.ο.κ.).
Επειτα από έξι χρόνια Μνημονίων και ανέχειας (που θα έκαναν ακόμη και τον πρόεδρο Χέρμπερτ Χούβερ να χύσει καυτά δάκρυα μέσα στο φράγμα Χούβερ στη Νεβάδα), είναι πάνω από όλα αυτή η κακότεχνα μεταβαλλόμενη αστική γεωγραφία που σε καταβάλλει κάθε μέρα και από λίγο. Γιατί κάθε πρωί που βγαίνεις από το σπίτι σου σε περιμένει μια άλλη γειτονιά· είσαι ένας απρόθυμος Γκιούλιβερ που φοβάται τι θα αντικρίσει μόλις περάσει το κατώφλι του. Μαγαζιά που αίφνης (λόγω υψηλού μισθώματος) εξαφανίζονται ή αλλάζουν τετράγωνο σαν κινούμενος βάλτος: φούρνοι, σουβλατζίδικα και φαρμακεία που φύονται πάνω στα κουφάρια καταστημάτων τα οποία αποτελούσαν δεκαετίες τώρα αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς σου, άνθρωποι που σε σέρβιραν, σε εξυπηρετούσαν, σου συνιστούσαν, σε φρόντιζαν και τώρα (φσσστ…) απλά δεν είναι εκεί, κατηγορίες αγαθών ή υπηρεσιών που μυστηριωδώς δεν προσφέρονται εκεί που εσύ ζεις (για παράδειγμα, για είδη ραπτικής ή CD πρέπει να κατέβεις, όπως οι παλιές αστές νοικοκυρές, στο Σύνταγμα) κ.ο.κ.
Μέσα σου γνωρίζεις ότι δεν είναι αποκλειστικά η έλλειψη ρευστού που κάνει τα πάντα να αλλάζουν και ενίοτε να βρικολακιάζουν. Ξέρεις ότι κάποιος άλλος λόγος θα υπάρχει που οι κάποτε ακμάζουσες στοές της Αθήνας (π.χ. Στοά του Βιβλίου, Στοά Ορφέα κ.ο.κ.) ερημώνουν, την ίδια στιγμή που ανοίγουν χιλιάδες μιας χρήσεως φαγάδικα. Είναι αυτή η στασιμότητα (και η απαξίωση) της κανονικότητας που συνοδεύει τη στασιμότητα της αγοράς. Τελικά, όχι, δεν είναι οι εστέτ νεκρολογίες για την «αστική φυσιογνωμία» της πόλης σου που χάνεται αυτές που σε πονούν περισσότερο. Είναι η ίδια η πόλη σου, που δεν αλλάζει νομοτελειακά, αλλοιώνεται χωρίς σχέδιο, χωρίς ψυχή. Είσαι εσύ ο ίδιος, που δεν ξέρεις πλέον πού ψωνίζεις, πού αγαπάς να συχνάζεις, σε ποια πόλη ξυπνάς.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ