Προσπαθώντας ο Kant να ορίσει τον Διαφωτισμό, περιέγραφε στην πραγματικότητα τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του πανεπιστημίου: απρόσκοπτη και απεριόριστη αναζήτηση της αλήθειας, απροϋπόθετη δυνατότητα ερωτηματοθεσίας για τα πάντα, για τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αντίστοιχες δεσμεύσεις, για τη θρησκεία, την κουλτούρα και την πολιτική, ακόμα και για την ίδια την αλήθεια ή την αξία τού θέτειν τα ερωτήματα στον εαυτό και στους άλλους. Επιπλέον, αυτή η δυνατότητα πρέπει να είναι δημόσια, να κατοχυρώνεται δηλαδή και να υποστηρίζεται θεσμικά και να εκδηλώνεται σε ένα πλαίσιο δημοσίου διαλόγου με την κοινωνία. Ανευ όρων και άνευ ορίων, η σκέψη που καλλιεργείται στα πανεπιστήμια είναι επίσης δημόσιας φοράς, εξωστρεφής προς την κοινωνία και υποχρεωμένη να λογοδοτεί σε αυτήν.
Εδώ έγκειται και η ριζική της συνύφανση με τη δημοκρατία, όχι τόσο τη στατική, δι’ αντιπροσώπων δημοκρατία, όσο εκείνη που ο Derrida χαρακτηρίζει ως ελευσόμενη, για να αποδώσει την ανοικτότητα και την τρωτότητά της, τις αμφιβολίες της για τα βουλεύματα και τις αποφάσεις της, ακόμα και την τάση της να αμφισβητεί τον εαυτό της. Η αναφορά στον καντιανό ορισμό δεν είναι τυχαία, καθώς η δυνατότητα και η υποχρέωση του πανεπιστημίου να θέτει ελεύθερα τα ερωτήματα για τον άνθρωπο και τη ζωή του αναδεικνύει παράλληλα τον γενεαλογικό δεσμό που συνδέει το πνεύμα του Διαφωτισμού με ό,τι αποκαλούμε σήμερα «ανθρωπιστικές σπουδές». Και στις δύο περιπτώσεις (και σε αντίθεση με άλλους θεσμούς που επιτρέπουν την ελευθερία του λόγου, όπως η θρησκευτική εξομολόγηση ή ψυχαναλυτική συνεδρία) η άνευ όρων ερωτηματοθεσία έχει συλλογικό χαρακτήρα και δημόσια αναφορά.
Υπό την έννοια αυτήν, η φιλοσοφία και το δημοκρατικό της διακύβευμα, ο θεσμός του πανεπιστημίου και ο ακρογωνιαίος του λίθος, που είναι οι ανθρωπιστικές σπουδές, συναντώνται πάνω στην ίδια σκηνή αυτονομίας, φιλέρευνης διάθεσης, ετεροδοξίας και αντίστασης στις εκάστοτε εξουσίες –είτε αυτές είναι θεωρητικές και αφηρημένες (η ιδεολογία, το δόγμα) είτε συγκεκριμένες και διακριτές (το κόμμα, το κράτος). Η σκηνή της αντίστασης: το θέατρο άλλωστε δεν ανήκει απλώς στις τέχνες, είναι κατ’ εξοχήν η ζωντανή τέχνη της πειραματικής μάθησης και της ενδεχόμενης πραγματικότητας, ένα εργαστήριο δυνατοτήτων, όπως ακριβώς και το πανεπιστήμιο.
Ακριβώς όμως μέσα από αυτές τις τρεις ισχυρές και απροϋπόθετες θέσεις του πανεπιστημίου (και του θεάτρου), που είναι ο πειραματισμός, η συνείδηση της ενδεχομενικότητας και η διάνοιξη των δυνατοτήτων, προκύπτει και η τρωτότητά του. Η δύναμη είναι και η αδυναμία του. Αντίθετο προς την εξουσία, είναι συνάμα ευάλωτο απέναντί της. Γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι «μνηστήρες» που προσπαθούν να το ιδιοποιηθούν.
Σε αυτή την περίοδο, η φαντασία στα πανεπιστήμια (ή αν θέλετε η φαντασία για τα πανεπιστήμια) δεν ζει τις καλύτερες ημέρες της. Η κατάσταση μοιάζει να αναπαράγει τα στερεότυπα προτάγματα που διοχετεύει μεθοδικά η αγορά (ο νοητός αυτός χώρος της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας) και οι συγγενείς προς αυτήν (νεο)φιλελεύθερες θεωρίες περί ατομικιστικής οντολογίας και ελάχιστου «υγιούς» κοινωνικού κράτους. Στο επίκεντρο του διακυβεύματος αυτού βρίσκεται η προσπάθεια επιβολής του επιχειρηματικού πνεύματος στα πανεπιστήμια. Οπως οι δυτικές «δημοκρατίες» τείνουν να συρρικνωθούν σε πολιτικές αντανακλάσεις των αγορών, έτσι και τα πανεπιστήμια, αναφαίρετοι πυλώνες των σύγχρονων δημοκρατιών, τείνουν να επιχειρηματοποιηθούν βάσει μιας λογικής που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε εταιρική κυβερνολογική (governmentality) και να την αναγνωρίσουμε εκ πρώτης όψεως από την αναγωγή της μαθησιακής και ερευνητικής περιπέτειας στην υπολογίσιμη δεξιότητα και τη μετρήσιμη ποσότητα.
Εκ πρώτης όψεως, διότι σε έναν δεύτερο χρόνο αυτό που διακυβεύεται είναι η σταδιακή μεταμόρφωση του πανεπιστημίου σε παραγωγική μονάδα τυποποιημένων, άρα και συγκρίσιμων γνώσεων. Υπό το πρίσμα που επιβάλλει η εταιρική κυβερνολογική, η λογική της εταιρικής διακυβέρνησης ενός πανεπιστημίου, ένα σημαντικό τμήμα της εργασίας, αυτό που αφορά τον πυρήνα της διδασκαλίας και της έρευνας, υπολογίζεται ως οικονομικό κόστος και μόνο ένα άλλο τμήμα, το σχετικό με το οικονομικά αξιοποιήσιμο αποτέλεσμα της εργασίας, υπολογίζεται ως κέρδος.
Με άλλα λόγια, στο προσκήνιο δεν τίθεται πλέον η δυναμική της εκπαίδευσης και της έρευνας, αλλά η οντολογία της επιχείρησης και μοιραία το αποκαλούμενο «επιχειρηματικό δαιμόνιο». Εντούτοις, όσο επιτείνεται το επιχειρηματικό δαιμόνιο στους πανεπιστημιακούς κύκλους, τόσο οι κύκλοι αυτοί γίνονται λιγότερο «πανεπιστημιακοί» και περισσότερο «κύκλοι εργασίας». Δοθέντος ότι «καίριο χαρακτηριστικό της επιχείρησης είναι ότι μπορεί να πουληθεί», η γνώση δεν μπορεί να εννοηθεί παρά ως ιδιοκτησία, η έρευνα ως εμπόρευμα και οι απόφοιτοι ως μετρήσιμο κεφάλαιο, άμεσα διαθέσιμο στην αγορά.
Στην ίδια γραμμή πλεύσης, η πανεπιστημιακή δράση δεν μπορεί να είναι, αυστηρά μιλώντας, δημιουργική, καθώς το πανεπιστήμιο-επιχείρηση δεν εργάζεται μέσω και υπέρ του δήμου (της κοινωνίας, του συνόλου), αλλά προς όφελος (δηλαδή για το κέρδος) εκείνων που χρηματοδοτούν την επιχείρηση. Δεν είναι παρά μια δαπάνη που πρέπει όχι μόνο να αποσβεσθεί, αλλά και να υπερκαλύψει το κόστος της.
Η σκηνή της πανεπιστημιακής επιχείρησης (όπως και η σκηνή κάθε επιχείρησης) είναι προσανατολισμένη απόλυτα προς την αρχή της απόδοσης, είναι μια performance ικανοτήτων και επιδόσεων και δεν ανέχεται την κριτική σκέψη και την επώαση ρηξικέλευθων ιδεών, ως περιττών, αλλά και επικίνδυνων πλεονασμάτων. Ιδού γιατί περιστέλλονται σταδιακά και οι ανθρωπιστικές σπουδές στα προπτυχιακά προγράμματα: δεν παράγουν αναλώσιμους πληθυσμούς για τις απαιτήσεις της αγοράς.
Στη σκηνή αυτή μια κυβέρνηση που θέλει να λέγεται «αριστερή» μπορεί να παίξει κάποιον δραστικό ρόλο ή θα περιοριστεί σε εκείνον του βωβού θεατή;
Ο κ. Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ