Εκείνο το (προ εικοσαετίας;) σαββατόβραδο είχαμε περάσει θαυμάσια. Σε ένα εστιατόριο, στο κέντρο της Αθήνας, μερικοί φίλοι, φάγαμε, ήπιαμε, λογοφέραμε για θέματα πολιτικής. Τη συζήτηση μεταφέραμε στο διπλανό μπαράκι από όπου αποχωρήσαμε τις πρώτες πρωινές ώρες. Η Μ. προσφέρθηκε να κάνει διανομή κατ’ οίκον. Ομως, κάτι η ευφορία που προκαλεί η καλή παρέα (και το οινόπνευμα), κάτι η τρέλα της ηλικίας (ήμασταν νέοι), κανένας από τους δύο δεν ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι του. «Πάμε στον Πειραιά να δούμε την ανατολή;» πρότεινε και σε λίγη ώρα ήμασταν στο λιμάνι, επιβεβαιώνοντας πως η τρέλα δεν πάει στα βουνά.
Της μιλούσα για τα όμορφα καλοκαίρια στο νησί. «Εχεις πάει;». «Οχι». «Πάμε;». «Αμέ!». Το ταχύπλοο θα έφευγε σε λίγη ώρα. Επιβιβαστήκαμε με το αυτοκίνητό μας και αναχωρήσαμε. Η θάλασσα λάδι, η ατμόσφαιρα διαυγής, το ταξίδι ονειρεμένο. Με το που αποβιβαστήκαμε αγοράσαμε καφέ και γλυκά (για τις πρωινές λιγούρες των ξενύχτηδων) και ξεκινήσαμε για το χωριό. Ξενάγησα τη φίλη μου, της έδειξα απέξω το σπίτι μου (δεν είχα μαζί μου τα κλειδιά ώστε να μπούμε), ήπιαμε τον δεύτερο καφέ της ημέρας στο καφενείο της πλατείας και έπειτα, παίρνοντας έναν δύσκολο χωματόδρομο, κατευθυνθήκαμε προς την περιοχή των λατομείων με την άγρια ομορφιά. Παιδευτήκαμε να φτάσουμε, τρομάξαμε μη σπάσουμε το αυτοκίνητο, σκαρώσαμε ιστορίες που θα τις ζήλευε και ο Στίβεν Κινγκ βλέποντας τα κοράκια να πετάνε κρώζοντας πάνω από τα κεφάλια μας: για δύο φίλους που έφυγαν ένα πρωί για ένα μέρος γεμάτο μυστικά και κανένας δεν τους ξαναείδε.
Κάποια στιγµή αποφασίσαµε να μη δοκιμάσουμε περαιτέρω τις αντοχές του ηρωικού σκαραβαίου μας. Επιστρέψαμε στην άσφαλτο και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Προφτάσαμε οριακά το τελευταίο πλοίο για Αθήνα. Γύρω στις 10 το βράδυ ήμουν στο κρεβάτι μου κατάκοπος και πανευτυχής. Με την ικανοποίηση του παιδιού που είχε κάνει την τρέλα της ζωής του. Ξέρω, δεν φτάσαμε δα με αερόστατο στην Παταγονία ως ήρωες του Ιουλίου Βερν ώστε να υπερηφανευόμαστε. Ηταν, όμως, το απρογραμμάτιστο της βόλτας, ήταν η αίσθηση της σκανδαλιάς που έκαναν δύο φίλοι δραπετεύοντας από τη ρουτίνα τους, ήταν και το χειμωνιάτικο Αιγαίο που αποκαλύφθηκε μπροστά μας με όλη την ομορφιά του, οι παράγοντες που έκαναν εκείνη την εκδρομή μοναδική.
Ακόμη και σήμερα την ανακαλώ στη μνήμη μου ως μία από τις ομορφότερες αναμνήσεις της ζωής μου. Σήμερα, που για να πάμε τρία χιλιόμετρα παρακάτω το συζητάμε έναν μήνα. Που δεν βγαίνουμε από το σπίτι αν δεν καλοκαιριάσει. Που για μια σύντομη βόλτα πρέπει να έχουμε μαζί μας ρούχα για τη ζέστη, ρούχα για το κρύο, πλήρως εξοπλισμένο φαρμακείο, κρέμες για τον ήλιο, τα παιχνίδια των παιδιών, το φαγητό των παιδιών, το tablet των παιδιών, το tablet μας, μπισκότα για τον δρόμο, νερό και καφέ, τσιγάρα, υγρομάντιλα, χαρτομάντιλα, μωρομάντιλα, μυξομάντιλα… Ολη η προίκα μαζί μας. Και όλη η ανησυχία μας, μην αρρωστήσουν τα παιδιά, μην πέσουν και χτυπήσουν, μην τα τσιμπήσει μέλισσα, μη μας τσιμπήσει μέλισσα, μην πάθουμε το ένα, μην πάθουμε το άλλο, μπαμπά μην τρέχεις!
Πώς γίναµε τόσο δυσκίνητοι; Πώς καθηλωθήκαμε και αδυνατούμε να κάνουμε ένα μικρό έστω βήμα που θα μας βγάλει προσωρινά από την πλήξη; Πού πήγαν οι εκπλήξεις; Τα απρόοπτα; Τα απρογραμμάτιστα που νοστίμευαν τις άνοστες ζωές μας; Τι απέγιναν τα τρελόπαιδα που μπορούσαν μέσα σε μερικές ώρες να βρεθούν από την πλατεία Συντάγματος καταμεσής στο πέλαγο; Μεγάλωσαν και βάρυναν, γέμισαν αναστολές και φόβους, δεν παρεκκλίνουν πλέον από το πρόγραμμά τους. Τα ξαναβρίσκω, όμως, στη μία και μοναδική φωτογραφία που επιβεβαιώνει πως, ναι, εκείνη η εκδρομή έγινε, δεν τη φαντάστηκα: Δείχνει έναν πανβρώμικο σκαραβαίο στον χωματόδρομο με τα φρύγανα. Δίπλα του ποζάρει με ένοχο χαμόγελο (κανονικά δεν έπρεπε να βρίσκομαι εδώ τώρα, έκανα ζαβολιά) η Μ. και παραδίπλα είμαι… ο μισός εγώ! (Αυτό το κόλπο της αυτοφωτογράφισης με χρονοδιακόπτη δεν το πέτυχα ποτέ!).

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ