Ηταν Ιούνιος και έβρεχε εκείνο το βράδυ, το βράδυ που όλοι θυμούνται πού βρίσκονταν όταν έμαθαν τα νέα. Αλλος στο σινεμά, άλλος στο πάρτι γενεθλίων του, άλλος, πιο προνοητικός, στην ουρά του ΑΤΜ, άλλος στο σπίτι του. Ηταν από τις βραδιές σπάνιας εθνικής συλλογικής ταύτισης, τέτοιες που έχουν επιτευχθεί στη Μεταπολίτευση μόνο στις 14 Ιουνίου του 1987, όταν ο Καμπούρης έβαζε τις βολές στο ΣΕΦ, στις 4 Ιουλίου του 2004, όταν κατακτούσαμε το Euro στην Πορτογαλία, ίσως στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων, όταν –ουφ! –τα καταφέρναμε (χωρίς να έχει έρθει ο λογαριασμός), άντε και όταν έχασε το πέναλτι ο Γκέκας στο Μουντιάλ. Μόνο που αυτή τη φορά η αδρεναλίνη έτρεχε στις φλέβες για τους λάθος λόγους.
Ηταν η στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας παρέα με τον έρπη του προσπαθούσε να δείξει πως ελέγχει την κατάσταση, ενώ ήταν ξεκάθαρο πως του είχε ξεφύγει. Η στιγμή που ο Νίκος Παππάς έγραφε στο Τwitter του «Γελάω με όσους ονειρεύονται κωλοτούμπες», ξεχνώντας και αυτός πως το Ιnternet έχει ανεξίτηλη μνήμη, σε αντίθεση με τους ανθρώπους. Ηταν η στιγμή που ο Γιάνης Βαρουφάκης, όπως ομολόγησε με μια ανεξήγητη ελαφρότητα και μια προσχεδιασμένη θεατρικότητα στον «New Yorker»: «Επιστρέφοντας από τη δουλειά, είπα στη γυναίκα μου, «Honey, I shut the banks»».
Αυτές τις ηµέρες κλείνουµε έναν χρόνο από αυτό που το Συμβούλιο της Ευρώπης χαρακτήρισε «ένα δημοψήφισμα που δεν πληροί τα ευρωπαϊκά πρότυπα», από το δημοψήφισμα που σημάδεψε την εθνική μνήμη με τρόπους που ακόμη δεν έχουν αποτιμηθεί.
Αξίζει να τα θυμόμαστε όλα αυτά; Οι ψυχολόγοι επιμένουν πως όχι, πως τα τραύματα πρέπει να τα αφήνεις πίσω, να μην τα σκαλίζεις. Αλλά εδώ δεν μιλάμε μόνο για τραυματισμένη συλλογική ψυχολογία ενός παραιτημένου λαού, εδώ μιλάμε για πολιτική. Εχει περάσει ένας πυκνός χρόνος και ο Αλέξης Τσίπρας, στον ρόλο του άλλου του εαυτού πια, ανησυχεί για το μέλλον της Ευρώπης, δέχεται συγχαρητήρια από αυτούς που κάποτε νόμιζε ότι πολεμούσε, κάτι πήγε να ψελλίσει για το ελληνικό δημοψήφισμα, με αφορμή το Brexit, αλλά είχε ξεχάσει πως το κουράγιο της αυτογελοιοποίησης δεν είναι συστατικό επιτυχίας για διεθνή καριέρα.
Αυτό που δεν ξέχασε και που δεν πρέπει να ξεχνούν ούτε οι επίδοξοι, εγκλωβισμένοι αντίπαλοί του, είναι πως παράλληλα έχει το σπάνιο ταλέντο να αφουγκράζεται το ελληνικό zeitgeist, αυτό το μπερδεμένο αφήγημα μεταξύ υποτέλειας και ψευτοπερηφάνιας, μεταξύ κουτοπονηριάς και στρεψοδικίας, μεταξύ βολέματος και καταγγελίας.
Ο λαός μίλησε έναν χρόνο πριν. Σημασία, όμως, δεν έχει μόνο η απάντηση, αλλά και η ερώτηση. Για όποιον έχει ξεχάσει, η κουτοπόνηρη ερώτηση που τέθηκε πέρυσι τέτοιον καιρό ήταν η εξής: «Συμφωνείτε με την πρότασητων θεσμών;». Το πρώτο πράγμα που θα έκανε ένας λογικός άνθρωπος θα ήταν να προμηθευτεί την επίσημη πρόταση. Εκείνες τις ημέρες, δεν θα την έβρισκε. Η κυβέρνηση δεν θεώρησε σκόπιμο να ενημερώσει επίσημα για το διακύβευμα· και το έκανε επίτηδες. Με έναν βολικό τρόπο για κάθε καθεστώς η ψήφος έγινε με φόρτιση από συναίσθημα, με ανεπτυγμένο το μελοδραματικό αίσθημα και έχοντας έναν βολικό εχθρό, τον οποίο, όμως, δεν είχαν καν το θάρρος να αντιμετωπίσουν ευθέως, θέτοντας ένα πιο ξεκάθαρο ερώτημα –όπως έκαναν οι Βρετανοί –με προετοιμασία ετών και όχι μίας εβδομάδας.
Το δηµοψήφισµα του καλοκαιριού του 2015 θα μείνει στην Ιστορία σαν μια μεγάλη ήττα της λογικής, σαν ένα απελπισμένο τζογάρισμα μιας κυβέρνησης που τυχοδιωκτικά μετέφερε την ευθύνη στον λαό και ακόμη πιο τυχοδιωκτικά, στην πορεία το μετάνιωσε. Θα ήταν κωμωδία, αν δεν ήταν τραγωδία.
Αν με ενοχλεί κάτι σε αυτή την ιστορία είναι πως η ασάφεια, η προχειρότητα, η στρεψοδικία, το απωθημένο είναι τόσο ανοιχτά σε ερμηνείες που ο καθένας μπορεί να τα χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν. Ακόμη και η κυβέρνηση που προκάλεσε το δημοψήφισμα, το χρησιμοποίησε, το ανέτρεψε, και ακόμη και τώρα έχει το θράσος να το περιφέρει περήφανα και διχαστικά για λίγους επιπλέον μήνες εξουσίας. Ξεχνά, όμως, πως ο λαός που δεν αντιμετωπίζει τις τραγωδίες του είναι καταδικασμένος να τις ξαναζήσει, αυτή τη φορά σε μια φάρσα που θα τους παρασύρει όλους.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ