Ο σκηνογράφος και σκηνοθέτης της «Ηλέκτρας» του Μίκη Θεοδωράκη, επιτίθεται λάβρος κατά της κλασικής όπερας


Ο Νίκος Κούνδουρος δεν αγαπά την κλασική όπερα, την οποία, μέσα στην πληθωρικότητα της σκέψης και του λόγου του, δεν διστάζει να αποκαλέσει «μισή ηλιθιότητα». Παρ’ όλα αυτά σκηνοθετεί και σκηνογραφεί τη νέα όπερα του Μίκη Θεοδωράκη, την «Ηλέκτρα». Οχι από μαζοχισμό. Περισσότερο από το κέφι να συμπράξει σε μια τόσο μεγάλη μουσική έμπνευση, όσο αυτή του Θεοδωράκη. Από μια παρορμητική κίνηση να παρασταθεί στον δημιουργό που με τις πρόσφατες μουσικές περιπλανήσεις του ­ με πλήθος συναυλιών σε ολόκληρο τον κόσμο και νέες συνθέσεις ­ φιλοδοξεί να γεφυρώσει την ελληνική μουσική δημιουργία με αυτήν της Δύσης.


Διαθέτοντας πλούσιο το χάρισμα του λόγου, ο Νίκος Κούνδουρος μπορεί να αρπάζεται από μια ερώτηση και να μιλά σε μια συνεχή ροή νοημάτων: η μια σκέψη διαδέχεται την άλλη με ρυθμό καταιγιστικό, οι λέξεις τρέχουν και ο συνομιλητής – ακροατής του παρασύρεται σε ένα περιβάλλον γεμάτο εικόνες αλλά και τολμηρές προκλήσεις. Ο σκηνοθέτης λέει τα πράγματα με το όνομά τους, αδιαφορώντας για τις εντυπώσεις που μπορεί να προκαλέσει. Οι απόψεις του, ακραίες, διατυπώνονται τόσο απόλυτα, που σχεδόν δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Ο ίδιος επιλέγει την οδό της επίθεσης, προκαλώντας έντονες εντυπώσεις. Θετικές ή αρνητικές, δεν μοιάζει να τον απασχολεί ιδιαίτερα.


«Είναι μόδα σήμερα να παραδίδουν τη σκουριασμένη αντίληψη της κλασικής όπερας σε ανθρώπους με επαναστατική διάθεση, που προέρχονται από τον κινηματογράφο ή το θέατρο», λέει. «Η όπερα έχει κουράσει τον κόσμο, οι θεατές ελαττώνονται μέρα με τη μέρα, το αίτημα για ανανέωση προβάλλει άμεσο. Και βλέπουμε σκηνοθέτες όπως τον Πίτερ Χολ, τον Πίτερ Στάιν κ.ά., να εισβάλλουν ως «νέο αίμα». Ξέρετε, υπάρχει μια πλανώμενη κουταμάρα στον χώρο της όπερας. Αναφέρομαι σε μια κάστα, η οποία ζει μια δική της πραγματικότητα, ιδιόρρυθμη, χαμηλού επιπέδου θα μπορούσα να πω, γιατί η όπερα περιέχει ένα ξεπερασμένο, κουτό κατά κανόνα λόγο, που προσβάλλει πια τη νοημοσύνη του ανθρώπου».


Σε μια εποχή πνευματικά ταραγμένη, ανάστατη, που το αίτημα για αναθεώρηση προβάλλει απαιτητικό σε κάθε περίπτωση, στους χώρους της επιστήμης, της τέχνης, της φιλοσοφίας, ο ίδιος ξεχωρίζει ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτές του Μενότι, τη σύγχρονη αμερικανική όπερα με συνθέτες που δεν έχουν καμιά σχέση με τη λεγόμενη κλασική όπερα. Δηλώνει όμως ευθαρσώς τη βαθύτατη αντιπάθειά του για το ιταλικό μελόδραμα. Οσο για τη «συμμετοχή» του στο ανέβασμα της «Ηλέκτρας», εδώ ο Νίκος Κούνδουρος στέκεται σταθερά στον βαθύ θαυμασμό του για τον Μίκη Θεοδωράκη.


«Οταν ο Θεοδωράκης μου είπε «Νίκο, ας το κάνουμε» ή όταν εγώ του είπα «Μίκη, ας το κάνουμε» ­ δεν θυμάμαι τώρα πια πώς ακριβώς έγινε ­, ο συνθέτης με διαβεβαίωσε πως το έργο του δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που λέμε ιταλική όπερα», λέει. «Δηλαδή, δεν θα είχε καμιά σχέση με το κλειστό θέατρο, με τις κουρτίνες, με τις πριμαντόνες με τα προτεταμένα χέρια, με τη μεγαλοστομία… Θα ήθελε να ήταν έτσιΩ στην «Ηλέκτρα» του, όμως, αναπόφευκτα, περιέχονται μπόλικα τα στοιχεία της συμβατικής σκηνικής συμπεριφοράς. Το σημαντικό εδώ είναι πως ο Αρμάνδος και η Μαργαρίτα Γκοτιέ λέγονται Ορέστης και Ηλέκτρα και Κλυταιμνήστρα. Ο λόγος του Σοφοκλή σκιάζει με το βάρος του κάθε σαχλή κίνηση, κάθε συμβατική συμπεριφορά και οφείλει να ορίζει τα πάντα. Από τη μουσική ως τα σκηνικά, τα κοστούμια, τους φωτισμούς…».


Κάτω από αυτούς τους όρους, η συνεργασία με τους καλλιτέχνες της όπερας δεν είναι πάντα εύκολη, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη. «Μήπως είμαι ακραίος;», αναρωτιέται, για να προσπεράσει όμως την όποια αμφιβολία, πολύ γρήγορα, και να αναφερθεί σε όλα όσα τον έχουν προβληματίσει και τον έχουν δυσαρεστήσει: «Η αγωγή των τραγουδιστών και το είδος στο οποίο έχουν εκπαιδευτεί δεν τους επιτρέπουν να αποδώσουν χωρίς κάποιες παραχωρήσεις αυτό που εγώ θεωρώ πως θα έπρεπε. Ξέρουν τα δικά τους κλειδιά για κάθε περίπτωση, και γίνονται ιδιαίτερα ανήσυχοι όταν τους σπρώχνεις ελάχιστα να βγουν έξω από αυτό που έχουν συνηθίσει. Βλέπω τώρα τη δυσκολία τους να παίξουν, να ανταποκριθούν σε μια βασική αρχή της «Ηλέκτρας», που την έγραψα με μεγάλα γράμματα και την κόλλησα παντού, στους χώρους όπου γίνονται πρόβες: «Τραγωδία είναι η υπέρβαση του ανθρώπου ως τα ακραία όρια της φύσης του, λίγες μόνο στιγμές πριν από την τρέλα και τον θάνατο».


Εχοντας οδηγό του μια φράση του Καζαντζάκη για τους Ατρείδες, κατά την οποία «Οι τοίχοι του κάστρου είναι ποτισμένοι από μίσος και αίμα», ο Νίκος Κούνδουρος φιλοδοξεί να στήσει μια παράσταση «συνεπή» στη βαθύτερη φύση της αρχαίας τραγωδίας.


«Προσπαθώ να το περάσω αυτό στους τραγουδιστές», λέει, «βλέπω όμως πως όταν αρχίσουν να τραγουδούν το ξεχνούν. Αυτό με εμποδίζει να σπρώξω αυτούς τους καλλιτέχνες στις ακραίες συμπεριφορές που απαιτεί ο τραγικός ρόλος τους. Σκέφτομαι: Μα, τι είναι η Ηλέκτρα και τραγουδά; Αηδόνα; Θεωρώ κατ’ αρχήν λάθος το να τραγουδά η Ηλέκτρα, καθώς, τότε, ο πληθωρικός λόγος του Σοφοκλή είναι αναγκασμένος να περάσει μέσα από μια επεξεργασία, για την οποία όμως δεν γεννήθηκε. Βλέπω πως από τις εκατό λέξεις που βγαίνουν από το στόμα του τραγουδιστή οι δύο φτάνουν στο κοινό, οι άλλες θάβονται. Πού είναι λοιπόν ο τραγικός λόγος; Σκέφτηκα να αντιδράσει ο τραγουδιστής με κινήσεις, με μια κατά κόρον χρήση του ανθρώπινου κορμιού. Ο τραγουδιστής όμως ούτε έτσι μπορεί να λειτουργήσει. Πρέπει να προσέχει, για να βγάλει τον ήχο που θέλει. Είναι κάπου λογικό: η φωνή είναι το βασικό εργαλείο του. Ετσι, όμως, έχουμε μοιραία μια μείωση της εκφραστικότητας του κορμιού του».


Οι προβληματισμοί και οι έντονα διατυπωμένες απόψεις του Νίκου Κούνδουρου δημιουργούν όμως μια εύλογη απορία: Μέσα στην πολύχρονη πορεία του στον χώρο της τέχνης, ο σκηνοθέτης δεν γνώριζε αυτές τις ξεχωριστές παραμέτρους της όπερας;


«Ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο οποίος έγραψε το λιμπρέτο βασισμένος στον λόγο του Σοφοκλή, μου έλεγε από την αρχή», θυμάται τώρα ο Νίκος Κούνδουρος. «»Γιατί ανακατεύεσαι αφού δεν αγαπάς την όπερα;» Είχε απόλυτο δίκιο. Αυτή ακριβώς η αντιπάθειά μου όμως στην όπερα είναι και η δύναμή μου. Αλλάζουμε τον όρο όπερα με τον ορισμό «λυρική τραγωδία», όπως δέχτηκε ο Θεοδωράκης να αποκαλέσουμε τελικά το έργο, βγάζοντας από πάνω του τη ρετσινιά της λέξης όπερα. Στήσαμε την «Ηλέκτρα» με σεβασμό και άκρατη σοβαρότητα, λέξη μάλλον άγνωστη στον χώρο του μελοδράματος».


Για την πρώτη ελληνική παρουσίαση του έργου ­ έχει ξαναπαιχτεί στο Λουξεμβούργο και στην Πολωνία ­ ο σκηνοθέτης δημιούργησε πάνω και μέσα σε έναν κόσμο που πηγάζει από την Ελλάδα και εκτείνεται σε όλο τον κόσμο: «Προσπάθησα, προσπαθώ να υπερασπιστώ τη μουσική του Μίκη, τον λόγο του Σοφοκλή, τα ντουβάρια, τις πέτρες του Ηρωδείου. Ετσι οργανώθηκε αυτή η παράσταση. Συνεπής σε αυτά τα τρία στοιχεία που εμπεριέχουν τα πάντα. Θέλω να αποτρέψω τον διασυρμό του έργου από κινήσεις χαζές και στομφώδεις, από φραμπαλάδες και χαζά μπαλέτα, από απόπειρες των τραγουδιστών που δεν είναι ηθοποιοί. Ετσι κι αλλιώς η σκηνοθετική άποψη βασίζεται στις ανάγκες και στις ικανότητες των τραγουδιστών. Ημουν υποχρεωμένος να δουλέψω έτσι. Και νομίζω πως πάνω σε αυτό κάτι κατάφερα. Το κατάλαβα όταν ο Μίκης σιώπησε συγκινημένος ­ έτσι μου φάνηκε ­ παρακολουθώντας τις προάλλες μια από τις πρόβες μας».


* Η «Ηλεκτρα» του Μίκη Θεοδωράκη θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο Ηρώδειο, την Τετάρτη και την Πέμπτη, 9 μ.μ. Την πρώτη παράσταση θα διευθύνει ο Ηλίας Βουδούρης, τη δεύτερη ο ίδιος ο συνθέτης. Λιμπρέτο Σπύρος Ευαγγελάτος (από την τραγωδία του Σοφοκλέους, κατά τη νεοελληνική μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη). Σκηνοθεσία – σκηνικά Νίκος Κούνδουρος, κοστούμια Γιάννης Μετζικώφ. Χορογραφίες Αγγέλα Λύρα, Μαριλένα Καπέτα, Αλεξάνδρα Μαϊολέτι. Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους θα τραγουδήσουν οι: Εύα Ρεβίδη (Ηλέκτρα), Παναγιώτης Αθανασόπουλος (Ορέστης), Λίνα Τέντζερη (Κλυταιμνήστρα), Μάρθα Αράπη (Χρυσόθεμις), Φραγκίσκος Βουτσίνος (παιδαγωγός), Θάνος Πετράκης (Αίγισθος), Σταμάτης Μπερής (Πυλάδης). Συμμετέχουν η Ορχήστρα της Οπερας της Σόφιας και η χορωδία Fons Musicalis.





Ο Μίκης Θεοδωράκης
μιλώντας με αφορμή την παρουσίαση της όπερας του «Ηλέκτρα» στο Ηρώδειο, τη δεύτερη παράσταση της οποίας θα διευθύνει ο ίδιος, μας είπε τα εξής:


Είναι η πρώτη φορά που θα διευθύνω σε παράσταση λυρικούς τραγουδιστές (εκτός φυσικά από τα συμφωνικά μου έργα, όπως λ.χ. στην Τρίτη και Εβδομη Συμφωνία μου). Εννοώ, για να γίνω περισσότερο κατανοητός, τραγουδιστές όπερας. Που ενώ τραγουδούν, ταυτόχρονα ερμηνεύουν κάποιο χαρακτήρα.


Στις πρόβες που κάναμε πρόσφατα στην όπερα της Σόφιας, σχημάτισα την εντύπωση πως σε ορισμένους πρωταγωνιστές υπήρξαν στιγμές απορίας. Γιατί άραγε; Ας το πω από δω. Γιατί δεν θεωρώ πάντοτε την ορχήστρα σαν ένα βοηθητικό στήριγμα του τραγουδιστή. Πολλές φορές ­ ακόμα και τη λαϊκή, πόσο μάλλον τη συμφωνική ­ τη χειρίζομαι «προκλητικά» ­ επιθετικά θα έλεγα ­ επιδιώκοντας να αποσπάσω από τον ερμηνευτή ­ αν έχει κότσια φυσικά ­ το μάξιμουμ των εκφραστικών του δυνατοτήτων.


Εκεί που το φαινόμενο αυτό γίνεται περισσότερο εμφανές, είναι στην περίπτωση των ασύμμετρων ρυθμών, που από τη φύση τους εκφράζουν ηχητικές «γωνίες», με άλλα λόγια μιαν ποδηγετημένη – τιθασευμένη «βαρβαρότητα», που όμως έχει ανυψωθεί σε επίπεδα μιας λόγιας αισθητικής έκφρασης.


Στην περίπτωση αυτή υπάρχει κάτι βαθύτερο. Κάτι πέρα από τη σχέση του 2 με το 3 και του 5 με το 7. Κάτι που δεν διδάσκεται στα δυτικοτραφή μας ωδεία και που βάζει σε δοκιμασία τους ευρωπαίους μουσικούς.


Εδώ η διεύθυνση κυριολεκτικά πρέπει να «μαστιγώνει» ορχήστρα και μονωδούς έξω από κάθε «καθωσπρεπισμό», πράγμα που, όπως ανέφερα, αιφνιδιάζει τον δυτικοθρεμμένο ερμηνευτή μας.