Μπορεί η Ευρώπη (Ευρωπαϊκή Eνωση – ΕΕ) να αποφύγει τα χειρότερα –την πλήρη ενδεχομένως κατάρρευση –μετά το καταστροφικό αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος που οδηγεί στο Brexit, την έξοδο της χώρας από την ΕΕ; Νομίζω ότι υπό προϋποθέσεις μπορεί. Και πρέπει. Μπορεί, δηλαδή, το Brexit να λειτουργήσει θεραπευτικά αν η Ενωση θελήσει να αντλήσει τα αναγκαία διδάγματα και συμπεράσματα από την οδυνηρή εμπειρία του βρετανικού δημοψηφίσματος και να απαντήσει με ειλικρίνεια πάνω στα καίρια ερωτήματα που αναδεικνύονται από την εμπειρία αυτή: γιατί μια χώρα-μέλος αποφασίζει να αποχωρήσει και γιατί ένα σημαντικό μέρος της ευρωπαϊκής κοινωνίας αισθάνεται αποστασιοποιημένο από τους θεσμούς, τις πολιτικές, τους στόχους της ενοποιητικής διαδικασίας. Βεβαίως το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος υπήρξε (και) προϊόν των τερατωδών ψεμάτων που εκστόμισαν οι οπαδοί της εξόδου (π.χ., B. Johnson), όπως ότι μέσα στους επόμενους μήνες θα ενταχθεί… η Τουρκία στην Ενωση και εκατομμύρια Τούρκοι θα εισβάλουν στο Ην. Βασίλειο! Αλλά και μόνο το γεγονός ότι αυτές οι ανοησίες έγιναν πιστευτές πιστοποιεί κάτι. Πιστοποιεί, νομίζω, δύο κυρίως πράγματα: (i) τη βαθιά ανασφάλεια, την αβεβαιότητα, τον αποπροσανατολισμό που αισθάνεται ένα τμήμα των πολιτών σε όλες τις χώρες σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και (ii) την αποξένωση και την έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Ενωση προσλαμβάνεται από αριθμό πολιτών όχι ως ένας θεσμός που μεγιστοποιεί την ευημερία και ασφάλειά του αλλά ακριβώς το αντίθετο, ότι την υπονομεύει. Επομένως στρέφεται εναντίον της και αναζητεί τις λύσεις στην (ξεπερασμένη εν πολλοίς) φόρμουλα του εθνικού κράτους με το οποίο μπορεί να ταυτισθεί (identity politics).
Η αρνητική αυτή πρόσληψη που τροφοδοτείται από διάφορες πηγές (ανεύθυνες πολιτικές ηγεσίες, μέσα επικοινωνίας, λάθη της ΕΕ κ.τ.λ.) είναι ο πλέον διαβρωτικός παράγοντας που μπορεί να απονομιμοποιήσει πλήρως μέχρι σημείου κατάρρευσης την Ενωση. Επομένως θα πρέπει να είναι σαφές το πώς θα πρέπει να αντιδράσει η ΕΕ προκειμένου να θεραπεύσει την παραλυτική αυτή κατάσταση και να ξανακερδίσει κοινωνία, πολίτες και νομιμοποίηση. Θα πρέπει να αντιδράσει ουσιαστικά με ένα νέο «Ευρωπαϊκό Συμβόλαιο» που θα φέρνει την Ενωση πιο κοντά στην κοινωνία και στους πολίτες ως θεσμός μεγιστοποίησης της ευημερίας και ασφάλειας με τρεις αλληλοσυμπληρούμενους κύριους άξονες:

(α)
Βαθύτερη ενοποίηση με κεντρικό άξονα την ενίσχυση της κοινωνικής διάστασης της Ευρώπης. Στη λογική αυτή η προώθηση ενός έκτακτου ολοκληρωμένου αναπτυξιακού πακέτου για την οικονομική μεγέθυνση, απασχόληση, σύγκλιση, καταπολέμηση νέων ανισοτήτων, φτωχοποίησης κ.τ.λ. είναι περισσότερο από αναγκαία παρά ποτέ. Παράλληλα η ολοκλήρωση της ΟΝΕ με την Οικονομική Ενωση αλλά και η ανάπτυξη της κοινής άμυνας και γνήσιας κοινής μεταναστευτικής πολιτικής που θα συμβάλουν στην εδραίωση του αισθήματος ασφαλείας αποτελούν επίσης προτεραιότητες. Ηδη η Γαλλία και η Γερμανία έχουν καταρτίσει σχέδια προς την κατεύθυνση αυτή.

(β)
Ενίσχυση της ευρωπαϊκής δημοκρατίας με νέους τρόπους και προσεγγίσεις. Στην προσπάθεια αυτή είναι πλέον σαφές ότι τα εθνικά κοινοβούλια θα πρέπει να «συνδεθούν» άμεσα και ενεργά με τη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής της Ενωσης παράλληλα με την περαιτέρω ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η εμπειρία δείχνει ότι η παράκαμψη των εθνικών κοινοβουλίων από την ευρωπαϊκή διαδικασία υπήρξε τελικά λάθος που πρέπει να διορθωθεί άμεσα. Ακόμη θα πρέπει να υπάρξει συγχώνευση των θέσεων του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε μια ενιαία θέση (πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ενωσης) που θα εκλέγεται στο πλαίσιο των ευρωεκλογών από τους ευρωπαίους πολίτες. Επίσης η οργάνωση ενός πανευρωπαϊκού δημοψηφίσματος θα μπορούσε ίσως να αντικαταστήσει τα εθνικά δημοψηφίσματα που κατά κανόνα διεξάγονται πάνω σε λαϊκίστικη agenda και με δημαγωγική ρητορική και οδηγούν σε στρεβλές αποφάσεις (απαντούν σε άλλο ερώτημα απ’ αυτό που πράγματι τίθεται κ.τ.λ.) και μια σειρά από άλλα μέτρα.

(γ)
Αποκέντρωση – «αποβρυξελλοποίηση» του ενωσιακού συστήματος. Η υπερσυγκέντρωση θεσμών και δραστηριοτήτων στις Βρυξέλλες εμφανώς λειτουργεί απονομιμοποιητικά για την Ενωση. Οι Βρυξέλλες ως η ενσάρκωση του ευρωπαϊκού συστήματος εμφανίζονται τεχνοκρατικές, γραφειοκρατικές, απόμακρες από την κοινωνία και τον μέσο ευρωπαίο πολίτη. Θα πρέπει επομένως ορισμένοι θεσμοί-δραστηριότητες να επιστρέψουν στις χώρες-μέλη. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, π.χ., θα πρέπει τουλάχιστον μία φορά ανά εξάμηνο να συνεδριάζει στις πρωτεύουσες των χωρών-μελών, όπως συνέβαινε στο παρελθόν (στη χώρα που ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου Υπουργών). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να εμφανίζεται περιοδικά ενώπιον των εθνικών κοινοβουλίων κ.τ.λ.
Ολες αυτές οι ρυθμίσεις μπορούν να επιδιωχθούν μέσα σε μια διαδικασία βαθύτερης ενοποίησης που θα οδηγεί σε δημοκρατική πολιτική ένωση, που σε τελευταία ανάλυση αποτελεί την τελική απάντηση στις πολλαπλές κρίσεις αλλά και στην πρόκληση της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Ενδεχομένως η διαδικασία αυτή να οδηγήσει σε «ευέλικτες μορφές ολοκλήρωσης» («ομόκεντροι κύκλοι» κ.τ.λ.) με τη συμμετοχή των «πρόθυμων και ικανών» στα σχήματα που επιθυμούν. Και ίσως οι ρυθμίσεις αυτές αλλά και κάποιες άλλες μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο μιας νέας Συνέλευσης με ευρύτερη συμμετοχή που θα οδηγήσει την κατάλληλη στιγμή στην αναθεώρηση των Συνθηκών.
Τίποτα στην Ιστορία δεν είναι αναπόφευκτο, ούτε η άνοδος ούτε η πτώση, ούτε η συντήρηση μα ούτε και η κατάρρευση (της Ενωσης). Αρκεί, όπως λέγει και ο Σαίξπηρ, οι πολιτικές ηγεσίες να «αδράξουν τη στιγμή». Να κάνουν τις κατάλληλες επιλογές. (Τετρακόσια χρόνια μετά τον θάνατο του Σαίξπηρ οι συμπατριώτες του δεν φαίνεται ότι διδάχθηκαν και πάρα πολλά.)
Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ