Συνόδευσα έναν φίλο στα επείγοντα ιδιωτικής κλινικής για ένα θέμα υγείας που τελικά, ευτυχώς, δεν ήταν σοβαρό. Τον εξέτασαν, έκαναν διάγνωση, του έδωσαν την αγωγή που έπρεπε να ακολουθήσει για να γίνει περδίκι και φύγαμε. Δεν χρειάστηκε να βάλει το χέρι στην τσέπη, επειδή η ιδιωτική ασφάλισή του τον κάλυπτε απόλυτα. Ομως, δεν είχαν όλοι τέτοιες παροχές. Οπως παρατήρησα όσο τον περίμενα, κανένας από τους άλλους ασθενείς δεν έδωσε λιγότερα από 400 ευρώ –μετρητά ή με πιστωτική κάρτα –για παραμονή το πολύ μίας ώρας στην αίθουσα με τους γιατρούς. Ολα αυτά τα χρήματα για να του μετρήσουν την πίεση, να του πάρουν λίγο αίμα και να του κάνουν ένα καρδιογράφημα. Ενώ αναρωτιόμουν πόσο αλήθεια μπορούν να υπερτιμολογηθούν μία γάζα και λίγο βαμβάκι, μπήκε στην αίθουσα αναμονής ένας ηλικιωμένος άνδρας. Από εκείνους τους παππούδες που στα νιάτα τους υπήρξαν λεβεντάνθρωποι. Και που ακόμη και όταν πήραν σύνταξη συνέχισαν να κυκλοφορούν ντυμένοι όπως πήγαιναν στο γραφείο: κομψοί, ατσαλάκωτοι, γραβατωμένοι. Η δύναμη της συνήθειας αλλά και η επιβεβαίωση των αστικών καταβολών τους, η ανάμνηση μιας ζωής με ξεχωριστή ποιότητα. Ανάμνηση μακρινή. Γιατί η φθορά του χρόνου ήταν πλέον εμφανής στο περασμένης μόδας κοστούμι του και στα καλολουστραρισμένα αλλά έτοιμα να ανοίξουν παπούτσια του. Ομως, το θέμα μας δεν είναι η εμφάνισή του, αλλά η κατάσταση της υγείας του: ο παππούς της ιστορίας μας πονούσε, πονούσε πολύ, όπως φαινόταν από τις εκφράσεις του προσώπου του και από τα βαριά και αβέβαια βήματά του.

Πλησίασε την κοπέλα στο ταμείο περπατώντας με κόπο. «Καλησπέρα σας, έχω έντονη ενόχληση χαμηλά στην κοιλιά, επιπλέον ζαλίζομαι, στέκομαι με το ζόρι» είπε και ρώτησε: «Θα μπορούσα να δω έναν γιατρό;». «Καθίστε και θα σας φωνάξω» απάντησε ευγενικά αλλά και κάπως αδιάφορα η κοπέλα. Τότε έβγαλε από το τσαντάκι του ένα βιβλιάριο και της το έδειξε. Εκείνη τον πληροφόρησε πως το ταμείο του δεν είναι συμβεβλημένο με την κλινική τους. Τη ρώτησε ψιθυριστά πόσο θα πάρει ο γιατρός που θα τον εξετάσει. «Είναι 80 ευρώ η επίσκεψη, αλλά χρεώνονται επιπλέον και όλα τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν, οπότε δεν μπορώ να σας δώσω το ακριβές ποσό». «Α, μάλιστα… Ευχαριστώ, τελικά δεν θα χρειαστεί» είπε, έβαλε το βιβλιάριο πίσω στο τσαντάκι του και αποχώρησε. Πάντα με κόπο. Αυτή τη φορά μού φάνηκε πως καμπούριαζε κιόλας. Από τον πόνο; Ισως από την απογοήτευση. Από αυτή την ταπεινωτική αίσθηση πως είσαι αδύναμος, πως είσαι μόνος, πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα.

Κοίταξα την κοπέλα του ταμείου ελπίζοντας πως θα του έλεγε «Ελάτε πίσω, κάτι θα κάνουμε». Δεν το έκανε. Φαντάστηκα πως πλησιάζαμε εγώ και οι άλλοι που περίμεναν και του προτείναμε να καλύψουμε τα έξοδα της επίσκεψης. Δεν το κάναμε. Φαντάστηκα και πως μπορεί και να μην είχε οικονομική ανάγκη, απλώς ήταν «σφιχτός», δεν ήθελε να πληρώσει. Αυτή η σκέψη μού άρεσε περισσότερο από όλες, καθώς εξαφάνιζε τις τύψεις. Εννοείται πως το «Grey’s Anatomy» που έζησα εκείνο το βράδυ δεν είχε happy end. Μείναμε όλοι ακίνητοι στις θέσεις μας βλέποντας τον παππού να αποχωρεί. Τίτλοι τέλους. Το βράδυ, πίσω στο σπίτι, σκεφτόμουν πως η εικόνα ενός ηλικιωμένου ανθρώπου που βρίσκεται σε ανάγκη αναστατώνει και συγκινεί. Οπως και η εικόνα ενός παιδιού που υποφέρει. Και στις δύο περιπτώσεις έχεις την αίσθηση του αδύναμου, του απροστάτευτου. Περισσότερο, όμως, στην περίπτωση του ηλικιωμένου. Γιατί το παιδί περιβάλλεται από την ελπίδα, είναι η δύναμη που θα υπερισχύσει, το ξεκίνημα που όσο δύσκολο και αν είναι, δεν παύει να είναι ξεκίνημα. Εκείνος ο παππούς, έτσι όπως αθόρυβα αποχώρησε οδηγώντας το σύντομο μονόπρακτο στο οποίο πρωταγωνιστούσε στο δραματικό φινάλε του, ανήκε, φοβάμαι, στην κατηγορία εκείνων που ζουν χωρίς ελπίδα. Στο πρόσωπό του είδα όλους εμάς στο μεγάλωμά μας, σε έναν κόσμο τόσο σκληρό σαν τον σημερινό ή (πολύ φοβάμαι) ακόμη χειρότερο.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ