Στις 24 Ιουνίου ξημέρωσε για την Ευρώπη ένας σκοτεινός και αβέβαιος κόσμος. Το χειρότερο σενάριο για επικράτηση του Brexit έγινε πραγματικότητα. Για το πώς φθάσαμε στο σημείο αυτό λέγονται πολλά και θα ειπωθούν περισσότερα. Στα επιχειρήματα που ανακυκλώνονται η ΕΕ εμφανίζεται σε πρώτο πλάνο μέσα σε ένα κάδρο απόδοσης ευθυνών, τόσο για εκείνες που της αναλογούν όσο και επωμιζόμενη ευθύνες άλλων. Στην πολιτική υπήρχαν πάντα «ιερές αγελάδες» (οι μονίμως ανεύθυνοι) και «μαύρα πρόβατα» που θεωρείται ότι φταίνε για όλα. Τα τελευταία χρόνια λαϊκιστές κάθε απόχρωσης και πολιτικοί της εθνικής πολιτικής σκηνής μεταθέτουν «στις Βρυξέλλες» τις πολιτικές τους φαντασιώσεις για έναν «άδικο κόσμο» που η ΕΕ εκούσια συντηρεί, όπως και κάθε αδυναμία στη διαχείριση της δικής τους ευθύνης.
Σε αυτό το κλίμα μιας κατάστασης ανευθυνότητας των εθνικών πολιτικών ελίτ η δημοψηφισματική προσφυγή στον λαό θεωρήθηκε εκ μέρους τους βασικό εργαλείο για αύξηση της νομιμοποίησής τους χωρίς βελτίωση των επιδόσεών τους στο πεδίο της πολιτικής διαχείρισης και λήψης αποφάσεων. Για χρόνια η αγιοποίηση των δημοψηφισμάτων και το να ρίχνει κανείς την ευθύνη στις πλάτες άλλων αποτελούσαν τακτική των λαϊκιστών του ακραίου δεξιού χώρου. Ακολουθώντας τα γνωστά μοτίβα της πολιτικής διαμαρτυρίας εναντίον του «συστήματος» και του «κατεστημένου», δυνάμεις της εθνικολαϊκιστικής Ακροδεξιάς είχαν μετατραπεί σε δεξαμενές συγκέντρωσης της πολιτικής διαμαρτυρίας. Την δόξαν τους εζήλωσαν δυνάμεις κάθε ιδεολογικής τοποθέτησης προκειμένου να διεκδικήσουν υποστήριξη από τη δεξαμενή της διαμαρτυρίας που μονοπωλούσαν οι ακροδεξιοί. Αυτό συνέβη και στη Βρετανία: όσο το UKIP ισχυροποιείτο σε βάρος του Συντηρητικού Κόμματος και των Εργατικών που έχαναν λαϊκά στρώματα τόσο ο πειρασμός της αμεσοδημοκρατίας και της αδιαφοροποίητης αναζήτησης ενόχων στην παγκοσμιοποίηση, στους μετανάστες, στην ΕΕ γινόταν εντονότερος. Ιδίως η δαιμονοποίηση της ΕΕ συναιρούσε ιδανικά κάθε εκδοχή του Εχθρού, ενώ ένα τέτοιο «blame game» δεν απαιτούσε σχέδιο για το Αύριο.
Η πολιτική στηρίζεται στην ύπαρξη υπεύθυνων πολιτικών που δεν εξαργυρώνουν την υπευθυνότητά τους ακόμη κι αν αυτό τους κοστίσει το πόστο τους. Ο βεμπεριανός αυτός κανόνας έχει σπάσει, με αποτέλεσμα η διάκριση μεταξύ των πάλαι ποτέ φερέγγυων πολιτικών και των ανεύθυνων λαϊκιστών να γίνεται δυσδιάκριτη. Στην περίπτωση του βρετανικού δημοψηφίσματος η υποχώρηση του πρωθυπουργού Ντ. Κάμερον στα δημοψηφισματικά αιτήματα του λαϊκισμού, όπως και η χαλαρή δέσμευση της ηγεσίας των Εργατικών υπέρ της ΕΕ, συνέβαλαν στην επικράτηση του Brexit. Δεν πρόκειται όμως μόνο για μια βρετανική υπόθεση, με ό,τι συνεπάγεται για την ΕΕ. Ποτέ άλλοτε από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν αμφισβητήθηκε τόσο άμεσα και ποτέ άλλοτε οι αντίπαλοί της δεν είχαν μια τόσο σημαντική ευκαιρία να διεκδικήσουν θέση πρωταγωνιστή στην πολιτική σκηνή.
Από όταν έγινε φανερό ότι το Brexit επικρατεί, ένα οριακό περιθώριο ακροδεξιών, εξτρεμιστών και λαϊκιστών ζητεί ρόλο στη διακυβέρνηση απειλώντας με καταστροφή τη μεταπολεμική συναίνεση. Επιπλέον, η σύμπτωση του Brexit και της υποψηφιότητας του Ντ. Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ δημιουργεί ένα πολιτικό κλίμα που ισχυροποιεί κι άλλο τις ευκαιρίες των λαϊκιστών παγκοσμίως. Μια νέα εποχή αστάθειας κάνει απειλητικά τα πρώτα της βήματα, ενώ η συντονισμένη απαξίωση της ΕΕ αποτελεί μέρος του προβλήματος και όχι κατεύθυνση για τη λύση του.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.