Κάμερον. Την άμεση ευθύνη για το Brexit έχει προφανώς ο παραιτηθείς πρωθυπουργός. Για καθαρά εσωκομματικούς λόγους, ο Κάμερον εισηγήθηκε το δημοψήφισμα πιστεύοντας πως την έξοδο από την Ευρώπη δεν την ήθελε η πλειοψηφία των Βρετανών. Δεν υπολόγισε ότι στο πλαίσιο της ύστερης, παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας τα πράγματα είναι εξαιρετικά ρευστά, αλλάζουν ραγδαία.
Ο πληγωμένος εθνικισμός. Οι παλαιότεροι Βρετανοί δεν έχουν ξεχάσει τη δόξα και το γόητρο της βρετανικής αυτοκρατορίας. Δεν ξεχνούν επίσης πως πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η Βρετανία είχε την ηγεμονική θέση που σήμερα κατέχουν οι ΗΠΑ. Επιπλέον, αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν οι νικητές αυτού του πολέμου να δέχονται σήμερα διαταγές από τους ηττημένους. Από μια γερμανοκρατούμενη Ευρώπη που, μέσω της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών, επιβάλλει σε έναν μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να χειρίζονται τα του οίκου τους.
Η παγκοσμιοποίηση. Η λαϊκιστική Δεξιά στην Ευρώπη γενικά και στο Ηνωμένο Βασίλειο ειδικά δεν αντιλαμβάνεται πως η άμβλυνση της αυτονομίας του κράτους-έθνους δεν οφείλεται μόνο στην ένταξη μιας χώρας στην ΕΕ. Οφείλεται κυρίως στη ραγδαία παγκοσμιοποίηση στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Η νεοφιλελεύθερη θεωρία της ανάγκης αυτοδιαχείρισης των αγορών, η τερατώδης διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι εντεινόμενες ανισότητες που το εθνικό κράτος δεν μπορεί πια να ελέγξει, η περιθωριοποίηση των λαϊκών στρωμάτων και η φτωχοποίηση των μικρομεσαίων, όλες αυτές οι διαδικασίες που δεν βλέπουμε μόνο στην ευρωζώνη ευνοούν τη θεαματική άνοδο των ακροδεξιών δυνάμεων. Ο συνδυασμός της νοσταλγίας των συντηρητικών για τις δόξες που χάθηκαν, του φόβου για τα νέα κύματα προσφύγων και οικονομικών μεταναστών και των κραυγαλέων ανισοτήτων της βρετανικής κοινωνίας δημιούργησε ένα πλαίσιο εξαιρετικά ευνοϊκό για την άνοδο των δυνάμεων που συνδυάζουν τον υπερπατριωτισμό με τον εθνολαϊκισμό.
Η γερμανοκρατούμενη Ευρώπη. Η Γερμανία, ως η κύρια ευρωπαϊκή οικονομική δύναμη, διαμόρφωσε σε έναν σημαντικό βαθμό το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Ενα οικοδόμημα που ευνοεί καταφανώς τις γερμανικές ελίτ καθώς και, πιο γενικά, τις πιο ανταγωνιστικές οικονομίες. Δημιουργεί όμως δυσλειτουργίες για τους υπόλοιπους, δυσλειτουργίες που μπορούν να οδηγήσουν στη διάλυση της ΕΕ. Συνοπτικά, πρόκειται για μια κατασκευή με σαθρές βάσεις, όπως:
  • Σε ό,τι αφορά την ευρωζώνη, δημιουργία κοινού νομίσματος χωρίς συγχρόνως και τη δημιουργία ισχυρών οικονομικοπολιτικών θεσμών ικανών να διαχειριστούν τις δυσκολίες που το κοινό νόμισμα επιφέρει.
  • Η συστηματική μεταφορά πόρων από τις λιγότερο στις περισσότερο ανταγωνιστικές οικονομίες, μεταφορά πόρων συντριπτικά μεγαλύτερων από τη βοήθεια που οι δεύτερες δίνουν στις πρώτες.
  • Η παρατεταμένη γερμανική εμμονή, λόγω κυρίως της εμπειρίας του μεσοπολεμικού καταστροφικού πληθωρισμού, στη λιτότητα σε περίοδο κρίσης και ύφεσης. Λιτότητα που οδήγησε τις λιγότερο οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες στην υψηλή ανεργία, στις τεράστιες ανισότητες και βέβαια και στην άνοδο της ευρωφοβικής Ακροδεξιάς.
Συμπεράσματα. Στον γεωπολιτικό και οικονομικό χώρο μια «μικρή Αγγλία», κυρίως αν η Σκωτία και η Ιρλανδία παραμείνουν στην ΕΕ, θα γίνει ένας παίκτης τρίτης κατηγορίας εγκλωβισμένος σε έναν ναρκισσιστικό μικρομεγαλισμό. Σε ό,τι αφορά την ΕΕ, αυτή έχει να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο του σταδιακού ξηλώματος του ευρωπαϊκού μανδύα. Αυτό βέβαια απαιτεί μια ριζική αναδιοργάνωση, ένα πέρασμα από τη δημοσιονομική λιτότητα στην ισόρροπη ανάπτυξη, από τη γραφειοκρατική εμμονή στα νούμερα σε μια πιο ευρεία και ευέλικτη διαχείριση των προβλημάτων των χωρών του Νότου, από τον άγριο ανταγωνισμό στη λογική της αλληλεγγύης.
Ο Ντε Γκολ δεν ήθελε την ένταξη της Μεγάλης Βρετανίας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Εβλεπε εξαρχής την απροθυμία της να συμβάλει επί ίσοις όροις με τη Γαλλία και τη Γερμανία στην υλοποίηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Είχε δίκιο. Στην πραγματικότητα το Ηνωμένο Βασίλειο ήθελε απλά μια μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά. Από αυτή τη σκοπιά, η αποχώρηση ενός ισχυρού μέλους που ήθελε ένταξη a la carte βοηθάει την ενοποίηση.
Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες και κυρίως η Γερμανία θα πρέπει να διαλέξουν ή τη διάλυση της ΕΕ ή το πέρασμα από μια νεοφιλελεύθερη κοινωνία των ολίγων σε μια νεοσοσιαλδημοκρατική φεντεραλιστική κοινότητα βασισμένη στην αλληλεγγύη. Αν συμβεί το δεύτερο, η Ευρώπη θα μπορέσει να αντιμετωπίσει με επιτυχία την άνοδο της Ακροδεξιάς και τις διαλυτικές και φυγόκεντρες τάσεις στην ευρωζώνη.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο LSE.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ