1. Ως Σοσιαλιστής είμαι πολύ οικείος με την κλασική μαρξιστική άποψη ότι ο καπιταλισμός αναπτύσσει κοινωνικές δομές, όπως η ατομική ιδιοκτησία της παραγωγής, οι οποίες εμποδίζουν την πρόοδο της τεχνολογίας και της παραγωγικότητας και καθιστούν αναγκαία την κοινωνική επανάσταση. Για τον Μαρξ αυτή ήταν η αντίφαση-κλειδί του καπιταλισμού και η βάση για το επιχείρημα ότι ο σοσιαλισμός ήταν ιστορικά αναπόφευκτος. Αλλά ακριβώς το αντίθετο φαίνεται να είναι αλήθεια. Το καπιταλιστικό σύστημα δείχνει εντυπωσιακό δυναμισμό και αλλάζει τις αντιλήψεις που για καιρό είχαν υιοθετήσει οι μαρξιστές για τη μελλοντική παρακμή του καπιταλισμού.
Ο καπιταλισμός, πολύ περισσότερο από τον σοσιαλισμό, παρήγαγε νέες ανακαλύψεις, από τα μικροηλεκτρονικά ως τους υπεραγωγούς, που βελτιώνουν αλματωδώς την παραγωγικότητα. Κατά παράδοξο τρόπο, η πρόβλεψη του Μαρξ έχει μεγαλύτερη σχέση με τη Σοβιετική Ενωση και τον Ανατολικό Συνασπισμό παρά με την καπιταλιστική Δύση. Ο συγκεντρωτικός προγραμματισμός, ο αυστηρός έλεγχος και η γραφειοκρατία υπήρξαν στην πραγματικότητα τα εμπόδια στην τεχνολογική αλλαγή.
Τώρα γίνονται αλλαγές στον Ανατολικό Συνασπισμό που πλησιάζουν τις διαστάσεις μιας επανάστασης. Ο Γκορμπατσόφ είναι αναμφισβήτητα ένας από μακρού αναμενόμενος μεταρρυθμιστής. Είναι μια πολύ εντυπωσιακή προσωπικότητα, με την τεράστια αποστολή να αποκεντρώσει τη σοβιετική οικονομία και να εισαγάγει την οικονομία της αγοράς όσο είναι δυνατόν περισσότερο. Οι μεταρρυθμίσεις του αποτελούν την αναγνώριση ότι υπάρχουν όψεις της καπιταλιστικής δομής που μπορούν να αγνοηθούν μόνο με κόστος.
Μία από αυτές τις όψεις που είμαι έτοιμος να αποδεχθώ ο ίδιος είναι ότι η καταναλωτική πλευρά της οικονομίας είναι καλύτερα οργανωμένη από ορισμένου είδους μηχανισμούς της αγοράς. Το σύστημα των τιμών μπορεί να παράσχει σαφώς πιο αποτελεσματικά τα αγαθά στον καταναλωτή από οποιονδήποτε προγραμματισμό. Αλλά πιστεύω ακόμη ότι οι κακές πλευρές του καπιταλισμού, όπως η ανεργία, αντιμετωπίζονται καλύτερα με τον προγραμματισμό της συσσώρευσης του κεφαλαίου και της επενδυτικής πλευράς της οικονομίας.

2.
Μετά από αυτές τις αναφορές θα πρέπει να δώσω μια νέα ερμηνεία –διαφορετική από εκείνη του Μαρξ –για τα προβλήματα του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός βρίσκεται σε βαθιά κρίση, όχι επειδή έχει εμποδισθεί από την ανάπτυξη, αλλά λόγω αυτοκαταστροφής που έχει προκληθεί από τον δυναμισμό του. Σε παγκόσμια κλίμακα, ο καπιταλισμός θα πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνος για τα χειρότερα δεινά που υπέστη η ανθρώπινη ύπαρξη. Η ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος αυξάνεται. Το χάσμα ανάμεσα στη συσσώρευση, στον πλούτο και στην ισχύ σε μια μικρή μειοψηφία και στη φτώχεια μιας συντριπτικής πλειοψηφίας θα γίνεται ολοένα και πιο εκρηκτικό. Οι τεχνολογικές αλλαγές δημιουργούν το χειρότερο είδος ανισότητας: τη μόνιμη ανεργία εκατομμυρίων εργατών. Ακόμη και στις πλούσιες χώρες ένα μεγάλο ποσοστό πολιτών ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας. Η ανισότητα αυξήθηκε επίσης μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών και των χωρών του Τρίτου Κόσμου.
Η επικίνδυνη και απρογραμμάτιστη εκμετάλλευση από την ελεύθερη επιχειρηματική δραστηριότητα αυτού του αυτοδύναμου οικοσυστήματος που αποκαλούμε πλανήτη Γη έχει παραγάγει ρύπανση και επωάζει οικολογικές καταστροφές με τεράστιο ίσως και ανεπανόρθωτο κόστος όχι μόνο για την ανθρώπινη ζωή αλλά και για όλες τις μορφές ζωής. Εξαντλεί τις δυνατότητες και τις ισορροπίες των οικοσυστημάτων. Εξαντλεί όλα όσα αυτός ο πλανήτης έχει να προσφέρει για τη μακροχρόνια επιβίωση της ανθρωπότητας.
Η συσσώρευση όπλων, ιδιαίτερα πυρηνικών όπλων, μεταξύ των υπερδυνάμεων δεν είναι το αποτέλεσμα ενός κακού προέδρου ή γενικού γραμματέα αλλά αναπόσπαστο μέρος του συστήματος. Προχωρώντας στο θέμα αυτό νομίζω ότι ο Γκορμπατσόφ κατανοεί το πρόβλημα από την πλευρά του.
Η πρωτοβουλία του για την ειρήνη είναι αναπόσπαστο μέρος των διεθνών μεταρρυθμίσεων. Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να βελτιώσει το σοβιετικό επίπεδο διαβίωσης χωρίς τη μείωση των δαπανών για τα πυρηνικά όπλα και γενικότερα για τις ένοπλες δυνάμεις. Δεν είναι το θέμα αν ο Γκορμπατσόφ είναι ένας άνθρωπος της ειρήνης. Πιστέψτε με, είναι ένας άνθρωπος της ειρήνης. Αλλά γι’ αυτόν η μείωση των εξοπλισμών είναι επίσης θέμα αδήριτης ανάγκης για το σοσιαλιστικό σύστημα.

3.
Οι τεχνολογικές επαναστάσεις συμβαδίζουν με τις περιόδους κρίσης. Ενώ δεν πιστεύω ότι τα προβλήματα που σημείωσα θα επιλυθούν στο εγγύς μέλλον, οι αέναες κρίσεις του καπιταλισμού τείνουν να επιλύονται από μόνες τους και να προχωρούν. Η έμφαση που δίνω στην πορεία των προβλημάτων είναι κυρίως στους κινδύνους για την επιβίωση. Η οικολογία, η περιβαλλοντολογία, η ειρήνη και η συμμετοχή του πολίτη στη διαχείριση των κρίσεων αποτελούν τις αξίες που συμμερίζονται οι Σοσιαλιστές. Αυτός είναι ο ρόλος μας. Στην Ελλάδα δίνουμε την κύρια έμφαση στην ανάπτυξη, στην απασχόληση, στο κοινωνικό κράτος και στην ενδυνάμωση των πολιτών μέσω ενός αποκεντρωμένου προγραμματισμού.
Οταν ο Τζον Μέιναρντ Κέινς ανέπτυξε τη θεωρία της «αποτελεσματικής ζήτησης» το 1936, πάρεσχε τη λύση για τα προβλήματα της ανεργίας και της υποκατανάλωσης μέσα στα εθνικά σύνορα. Αν η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών τονωνόταν είτε από φορολογικές περικοπές είτε από κυβερνητικές ενισχύσεις, τότε θα λειτουργούσε και πάλι η βιομηχανία για να καλύψει την ογκούμενη καταναλωτική ζήτηση και να αυξηθεί έτσι η απασχόληση.
Αλλά ο νέος διεθνής καταμερισμός της εργασίας τα άλλαξε όλα αυτά. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Αν τονώσουμε την καταναλωτική αγοραστική δύναμη εδώ στην Ελλάδα, δημιουργούμε θέσεις εργασίας στην Ιταλία και στη Γερμανία. Εφόσον είμαστε μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και δεν μπορούμε να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας, οι καταναλωτές μας αγοράζουν ιταλικά παπούτσια ή τα καλύτερα γερμανικά αυτοκίνητα και δημιουργούν πρόβλημα στο ελληνικό ισοζύγιο πληρωμών.
Σήμερα ένας οπαδός του Κέινς θα είχε οδηγήσει την Ελλάδα στην πτώχευση μέσα σε δύο χρόνια!
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν το ίδιο πρόβλημα. Για οποιαδήποτε αιτία τα αμερικανικά προϊόντα δεν είναι τόσο ελκυστικά στον αμερικανό καταναλωτή όσο τα ιαπωνικά. Παρά την κάθετη υποτίμηση του δολαρίου, το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ δεν βελτιώθηκε. Η αίσθηση είναι πολύ σημαντική. Στην Ελλάδα ούτε καν σκεφτόμαστε να αγοράσουμε ένα αμερικανικό ραδιόφωνο ή μαγνητόφωνο. Ψάχνουμε αλλού, συνήθως στην Ιαπωνία.
Για να διατηρηθεί σήμερα μια χώρα θα πρέπει να παράγει προϊόντα που δεν περιορίζονται μόνο για την εσωτερική αγορά αλλά για τη διεθνή αγορά. Σε οικονομίες ανοιχτές δίχως σύνορα, χωρίς έναν ελάχιστο παγκόσμιο οικονομικό συντονισμό, η τόνωση του Κέινς είναι σαν να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο.

4.
Η Ευρώπη στο σύνολό της αναγνωρίζει το πρόβλημα αυτό και αντιλαμβάνεται ότι μόνο με τη συνεργασία μπορεί να καταστεί μια αποτελεσματική ανταγωνιστική μονάδα, κυρίως στις νέες τεχνολογίες προστιθέμενης υψηλής αξίας. Αλλά ο καθένας εκφωνεί καλά προετοιμασμένους λόγους. Οι αποφάσεις όμως δεν μπορούν να ληφθούν ούτε οι στρατηγικές να πραγματοποιηθούν επειδή η ΕΟΚ (και η κυρία Θάτσερ ειδικότερα) δεν είναι έτοιμη να κάνει τις απαραίτητες επενδύσεις.
Παρά τη γενική συμφωνία να υπάρξει μια ενωμένη ευρωπαϊκή αγορά το 1992, η ΕΟΚ θα αντιμετωπίσει μεγάλα προβλήματα. Η Ευρώπη δεν μπορεί να είναι ένας παγκόσμιος οικονομικός διεκδικητής, εκτός αν αποφασίσει να επενδύσει αυτό που χρειάζεται. Οι πόροι που βρίσκονται στη διάθεσή της –κυρίως τα επίπεδα του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας –δεν είναι πουθενά επαρκείς για να ανταποκριθούν στον στόχο ενός ενωμένου ανταγωνιστή διεθνούς επιπέδου. Αν δεν έχουμε μια σημαντική μεταφορά πόρων και τεχνολογίας από τον Βορρά στον πτωχότερο Νότο της Ευρώπης, τότε δεν θα έχουμε σύγκλιση αλλά απόκλιση του ευρωπαϊκού επιπέδου διαβιώσεως. Τούτο εμπεριέχει εκρηκτικούς κινδύνους για το μέλλον. Μπορεί να καταλήξουμε απλώς στο να δημιουργήσουμε μια μεγάλη ενωμένη αγορά για τα ιαπωνικά προϊόντα.
Μεταξύ των Σοσιαλιστών η έννοια του κράτους προνοίας υπέστη ορισμένες αλλαγές καθώς αντιμετωπίζουμε τις πραγματικότητες της εφαρμογής κοινοτικών επιλογών.

5.
Εμείς οι Ελληνες Σοσιαλιστές κερδίσαμε τις πρώτες μας εκλογές το 1981. Ενας φίλος μου επιχειρηματίας ήλθε έξι μήνες αργότερα και μου είπε: «Αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα. Τώρα που κερδίσατε οι εργαζόμενοι δεν ενδιαφέρονται να διατηρήσουν μια εσωτερική πειθαρχία στην παραγωγή».
Αν η Ελλάδα θέλει ένα κράτος προνοίας, ένα κοινωνικό κράτος με υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση, πολιτισμό και ασφαλείς συντάξεις, πρέπει ταυτόχρονα να έχουμε υπόψη μας τη μάχη για την αύξηση της παραγωγικότητας. Αν πρέπει να επιζήσουμε σ’ αυτόν τον νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας και της παραγωγής, όπου η εθνική ανταγωνιστικότητα έχει γίνει τόσο σκληρή, δεν έχουμε άλλη επιλογή. Αν αυτή η στάση δεν υιοθετηθεί από την εργατική και τη μεσαία τάξη, οι επιπτώσεις μπορεί να είναι πολύ σοβαρές, συνολικά για τη χώρα αλλά και για αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις.
Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε μια αντεργατική στάση. Αλλά σημαίνει ότι χωρίς μια πολύ θετική δέσμευση των εργαζομένων για βελτίωση της παραγωγικότητας χάνουμε τη μάχη.
Ως μεικτή οικονομία με συνδυασμό και σύνθεση ανάμεσα στον δημόσιο, στον ιδιωτικό και στον κοινωνικό τομέα, η Ελλάδα έχει επίσης ανάγκη από περισσότερα κεφάλαια για επενδύσεις. Παρά τις θετικές ενδείξεις των τελευταίων καιρών, έχουμε υποστεί «απεργία κεφαλαίων» από τους επενδυτές εδώ και 13 χρόνια. Αυτό αληθεύει και για την περίοδο των συνταγματαρχών, οι οποίοι έδωσαν στους επενδυτές καθετί που επιθυμούσαν. Οι λόγοι είναι διάφοροι. Για παράδειγμα, οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι παραδοσιακά εξαρτημένες από δανειακά κεφάλαια με σχέση ίδιων κεφαλαίων προς δανειακά κεφάλαια 1 προς 5. Αυτό χρειάζεται να το αλλάξουμε. Και εμείς, μια σοσιαλιστική κυβέρνηση, προτείνουμε για να ξεπεραστεί αυτό το πρόβλημα τη δημιουργία χρηματαγοράς.
Η Ελλάδα έχει επίσης έναν υπερτροφικό δημόσιο τομέα. Αυτοί που εργάζονται στον δημόσιο τομέα είναι οι προνομιούχοι εργαζόμενοι στην Ελλάδα. Το όνειρο που καλλιεργήθηκε στον μέσο Ελληνα είναι να γίνει μισθωτός υπάλληλος του κράτους. Και αυτό διότι έχουν τους υψηλότερους μισθούς, συντάξεις, υγειονομική περίθαλψη και καλές διακοπές.
Τη διόγκωση του δημόσιου τομέα δεν τη δημιουργήσαμε εμείς οι Σοσιαλιστές, τη δημιούργησαν οι συνταγματάρχες και μετά. Οταν ήλθαμε στην εξουσία, το 90% όλων των υπηρεσιών, από τις αεροπορικές γραμμές ως τις τράπεζες, τις τηλεπικοινωνίες και την ενέργεια, ήταν κρατικές. Τώρα έχουμε περίπου το διπλάσιο προσωπικό που απαιτείται για να παράγουμε τις απαιτούμενες κρατικές υπηρεσίες.
Η θέση μας είναι παρόμοια με τη θέση της Αμερικής. Καταπνίγεις την ιδιωτική επιχείρηση επειδή ο δημόσιος τομέας είναι υπερτροφικός. Στην Ελλάδα οι οικονομικοί πόροι για επενδύσεις συνθλίβονται από τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα. Μπορεί να μας πάρει 10 ή 15 χρόνια, αλλά η δύσκολη αποστολή μας ως Σοσιαλιστών είναι να θέσουμε τον τομέα αυτόν υπό έλεγχο και να αυξήσουμε την παραγωγικότητά του.
Επιδεικνύουμε επίσης μεγαλύτερη προσοχή στις ανάγκες των ξένων επιχειρηματιών καθώς προσπαθούμε να προσελκύσουμε ξένες επενδύσεις. Οι επιχειρηματίες μπορεί να έχουν παράπονα. Σύμφωνα με την εμπειρία μας από το 1981, υπάρχουν δύο ζητήματα τα οποία νομίζω ότι πρέπει να εξετάσουμε σοβαρά.
Πρώτον, οι επιχειρηματίες λένε πως είναι σημαντικό για τις επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν και να απολύουν εργάτες. Ισχυρίζονται ότι, αν δεν έχουν αυτό το δικαίωμα, οι εργάτες δεν ενδιαφέρονται για την απόδοσή τους και ως αποτέλεσμα πέφτει η παραγωγικότητα. Αυτό το ζήτημα προφανώς έρχεται σε αντίθεση με τη σοσιαλιστική έννοια της ασφαλούς απασχολήσεως και είναι ένα ευαίσθητο θέμα πολιτικής. Αλλά όμως πρέπει να παραδεχθώ ότι η ανησυχία των επιχειρηματιών έχει κάποια βάση.
Οι επιχειρηματίες επίσης παραπονούνται επειδή δεν είναι αφορολόγητα τα επανεπενδυόμενα κέρδη. Πρέπει να αποδεχθώ το επιχείρημα αυτό επειδή οι άλλες πολιτικές απέτυχαν να προσελκύσουν νέους επενδυτές. Εχουμε προσφέρει επιδοτήσεις 50% για τους ξένους επιχειρηματίες προκειμένου να εγκαταστήσουν τις επιχειρήσεις τους στην Ελλάδα. Ενας γνωστός γερμανός κεφαλαιούχος μου είπε ευθέως: «Δεν μας ενδιαφέρουν οι επιδοτήσεις. Μας ενδιαφέρουν τα κέρδη».
Το θέμα είναι το κέρδος και είναι ένα θέμα επιβιώσεως για την ελληνική οικονομία. Οι εργάτες το αντιλαμβάνονται αυτό. Αν η Ελλάδα δεν μπορεί να προσελκύσει τις ξένες επενδύσεις για να χρηματοδοτήσει τη συμμετοχή στην τεχνολογική επανάσταση, αν δεν προχωρήσουμε στην παραγωγική ανασυγκρότηση όλων των τομέων και δεν αξιοποιήσουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματά μας, τότε είμαστε καταδικασμένοι να παραμείνουμε μια τουριστική χώρα. Οι νέοι μας θα μεταναστεύσουν και θα έχουμε έναν πληθυσμό γερόντων που θα φροντίζει τα ξενοδοχεία.
Για όλα αυτά τα κρίσιμα ζητήματα πιστεύω ότι είναι η σοσιαλιστική κυβέρνηση που μπορεί να δώσει διέξοδο στο έθνος μέσα από τη σωστή λειτουργία του εθνικού προγραμματισμού και της υγιούς μεικτής οικονομίας. Μόνο με τον τρόπο αυτόν θα οδηγήσουμε την απελευθέρωση, τον εκσυγχρονισμό, την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την κοινωνική δικαιοσύνη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ