Η διδασκαλία της Ιστορίας στις νέες γενιές έχει στόχο, μεταξύ άλλων, να συνειδητοποιήσουν οι νέοι μας αλλά και να ενστερνιστούν συνάμα ότι τόσο ο ελληνικός όσο και ο παγκόσμιος πολιτισμός είναι αποτέλεσμα συλλογικής ανθρώπινης προσπάθειας –έργο μόχθων, αγώνων και θυσιών· ότι ο άνθρωπος χρωστάει επίσης πολλά στο χτες και στο προχτές, αλλά ταυτόχρονα έχει υπέρτατη ευθύνη για την οικοδόμηση του σήμερα, και τον σχεδιασμό και την προοπτική του αύριο. Αναμφίλεκτα, η αδιάλειπτη και επίμονη αναζήτηση και αξιολόγηση των κινήτρων για τις αποφάσεις και τις δράσεις των ιστορικών προσώπων και των λαών του παρελθόντος μάς διαφωτίζουν για πολλά φλέγοντα ζητήματα του παρόντος και, ιδίως, μας καθοδηγούν σε ευστοχότερες και λυσιτελέστερες πρωτοβουλίες και ενέργειες σχετικά με την αντιμετώπιση των εκάστοτε αναφυόμενων προβλημάτων στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Το μάθημα της Ιστορίας στην εκπαίδευση σφυρηλατεί, εξευγενίζει και εξυψώνει την εθνική συνείδηση παράλληλα με την ανεκτίμητη συμβολή του στο να κατανοήσουν και να βιώσουν οι νέοι μας ότι όλοι είμαστε όχι μόνο πολίτες της χώρας μας αλλά και πολίτες του κόσμου, ισότιμοι με τους άλλους συνανθρώπους μας και κυρίως συνυπεύθυνοι για το μέλλον και την τύχη του ανθρώπινου γένους. Η τόνωση του πατριωτικού φρονήματος επιβάλλεται να εναρμονίζεται με την καλλιέργεια πανανθρώπινης αλληλεγγύης και με την ενδυνάμωση της πίστης στην κοινή μοίρα όλων των λαών της οικουμένης. Εξυπακούεται ότι υπ’ αυτήν την έποψη δεν χωράει ούτε ίχνος φανατισμού, σοβινισμού και μισαλλοδοξίας.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι δεν έχει τόσο ουσιώδη παιδευτική αξία η αφήγηση στρατιωτικών, πολιτικών και διπλωματικών συμβάντων, η εξιστόρηση δηλαδή κατά βάση συγκρούσεων και πολέμων, όσο η ιστορία του πολιτισμού· γιατί αυτή παρουσιάζει την υλική και πνευματική ανέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών –την πολιτισμική πρόοδο της ανθρωπότητας. Για να έχει με άλλα λόγια βαρύνουσα παιδευτική αξία η Ιστορία, δεν πρέπει να εξαντλείται στη λεπτομερή έκθεση επιτευγμάτων, πολιτικών ή στρατιωτικών, αλλά να επικεντρώνεται κυρίως στο να αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα έργα ως απότοκα της βούλησης και της προσπάθειας ενός κατά περίπτωση λαού, που εμπνέεται βέβαια και καθοδηγείται από ορισμένα προβεβλημένα άτομα –τους ηγέτες του. Θα ήταν τωόντι ευτυχής συγκυρία για τον κάθε λαό να διαθέτει, σε κρίσιμες ιδίως ώρες, στιβαρούς, δυναμικούς και φωτισμένους ταγούς, ανιδιοτελείς προπάντων και αντάξιους των περιστάσεων. Θα άξιζε στο σημείο αυτό να παραθέσουμε ποια χαρακτηριστικά αποδίδει ο Θουκυδίδης στον ευκλεέστερο ηγέτη όλων των εποχών –στον Περικλή (Β 65): «Ο Περικλής είχε αποκτήσει μεγάλη πολιτική δύναμη με το προσωπικό του κύρος και τη διανοητική του δεινότητα, και γιατί είχε αναδειχθεί πασίδηλα υπεράνω του ατομικού συμφέροντος […] Δεν τον ρυμουλκούσε ο λαός, αλλ’ αντίθετα αυτός ποδηγετούσε τον λαό· γιατί δεν επιδίωκε να κερδίσει δύναμη με αθέμιτα μέσα, ώστε να είναι αναγκασμένος να κολακεύει το πλήθος, αλλά στηριγμένος στην κοινή εκτίμηση είχε το σθένος να αντιλέγει στο πλήθος, ακόμη κι αν προκαλούσε την οργή του».
Εκείνο επίσης που επιβάλλεται να υπογραμμιστεί εδώ είναι ότι η Ιστορία δεν πρέπει να περιορίζεται στην απλή αφήγηση και περιγραφή αλλά να προχωρεί στην εξήγηση ή, καλύτερα, στην ερμηνεία του ιστορικού γίγνεσθαι –δηλαδή στην αναζήτηση και αξιολόγηση των κινήτρων δράσης, στη διείσδυση στο εσωτερικό των γεγονότων. Στο ζήτημα αυτό άλλωστε εστιάζεται και ο κύριος σκοπός του μαθήματος της Ιστορίας και προς αυτόν κατατείνει και η γόνιμη διδασκαλία του –ανάλογα βέβαια με την ωριμότητα του μαθητικού ακροατηρίου. Και επειδή κανένα ιστορικό γεγονός δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί αυθυπόστατο στον χώρο και στον χρόνο αλλά σε αλληλουχία και συνάρτηση με άλλα προηγούμενα ή επόμενα –στα οποία άλλωστε ανάγεται και η αιτία του -, η προσφορότερη και αποδοτικότερη μέθοδος διδασκαλίας της Ιστορίας είναι η λεγόμενη «ιστορικογενετική», η μέθοδος δηλαδή εκείνη που παρουσιάζει τα γεγονότα σε συνάφεια και αλληλουχία αιτίων και αποτελεσμάτων. Γιατί μόνο στην περίπτωση αυτή οι μαθητές θα μπορέσουν να προβαίνουν σε σωστές ιστορικές κρίσεις και εκτιμήσεις και να συνάγουν ορθά και έμπεδα συμπεράσματα. Σκόπιμο κρίνεται τέλος να επισημανθεί άλλη μια φορά εδώ ότι στη διδασκαλία της Ιστορίας ενδείκνυται προπάντων να αποφεύγεται το στοίβαγμα στη μνήμη χρονολογιών, βιογραφικών στοιχείων και γεγονότων, αλλά να επιδιώκεται κυρίως η καλλιέργεια κριτικής ιστορικής σκέψης και, πάνω απ’ όλα, απροκατάληπτης αξιολογικής ικανότητας. Ετσι το μάθημα αυτό θα αποκτήσει αληθινή και ουσιαστική παιδευτική αξία.
Ο κ. Γεράσιμος Α. Μαρκαντωνάτος είναι διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ