Το λένε οι πιο έγκυρες πηγές (η Τράπεζα της Αγγλίας, το υπουργείο Οικονομικών, δεξαμενές σκέψης, εργοδοτικές ενώσεις, συνδικάτα): η Βρετανία είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με την υπόλοιπη Ευρώπη ώστε η έξοδος από την ΕΕ είναι μη συμφέρουσα επιλογή. Πώς εξηγείται, τότε, ότι μια χώρα με μακρά παράδοση ορθολογικού διαλόγου να είναι τόσο βαθιά διχασμένη; Σε δημοσκοπήσεις, ακόμη κι όταν αντιμετωπίζουν την πιθανότητα προσωπικής οικονομικής ζημίας, η πλειονότητα όσων προτίθενται να ψηφίσουν «εγκατάλειψη της ΕΕ» δεν αλλάζει γνώμη. Τι απέγινε ο παροιμιώδης βρετανικός πραγματισμός;
Το βρετανικό δημοψήφισμα προσφέρει ερεθίσματα για προβληματισμό. Κατ’ αρχάς, όπως στην ελληνική κρίση, καθίσταται φανερό ότι, στην υπερεθνική εποχή, το κόστος διαζυγίου (δηλαδή το κόστος απεμπλοκής μιας χώρας) από ολοκληρωμένες υπερεθνικές συσσωματώσεις είναι απαγορευτικά υψηλό. Οι κινήσεις στην οικονομική και γεωπολιτική σκακιέρα δεν είναι αντιστρέψιμα συμμετρικές: αν φύγεις, δεν επανέρχεσαι εκεί που ήσουν προτού μπεις, αλλά σε χειρότερη θέση. Πολλοί είναι οι λόγοι, θα σταθώ σε δύο: η αβεβαιότητα και το ισοζύγιο ισχύος.
Ρεαλιστικά, εξερχόμενη από την ΕΕ η Βρετανία θα αναζητήσει νέα εμπορική σχέση μαζί της. Οι όροι της νέας σχέσης, όμως, δεν είναι γνωστοί τη στιγμή που λαμβάνεται η απόφαση (στο δημοψήφισμα), αλλά θα είναι το αποτέλεσμα μακράς (τουλάχιστον διετούς) διαπραγμάτευσης. Στο διάστημα αυτό, το οικονομικό σύστημα θα κλονισθεί. Σε ανοιχτές οικονομίες, σε συνθήκες αβεβαιότητας, τα οικονομικά μεγέθη επιδεινώνονται –κρίσιμες αποφάσεις αναβάλλονται, εναλλακτικές εκτός χώρας αναζητούνται. Επιπλέον, το ισοζύγιο ισχύος είναι σε βάρος της Βρετανίας: όχι μόνο γιατί η υπόλοιπη ΕΕ θα αποφασίσει τους όρους του διαζυγίου, αλλά και γιατί η ΕΕ υπερτερεί σημαντικά της Βρετανίας σε οικονομική και γεωπολιτική ισχύ. Απλή αριθμητική: το 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ είναι πιο ισχυρό από το 3%!
Δείτε, όμως, την ασυμμετρία γνώσης: αν το κόστος της απεμπλοκής από ένα πυκνά διασυνδεδεμένο σύστημα καθίσταται γνωστό στο μέλλον, οι συνέπειες της ελεύθερης μετακίνησης ανθρώπων εντός του συστήματος είναι ήδη αισθητές στους ψηφοφόρους. Η μετανάστευση από άλλες χώρες της ΕΕ (ιδιαίτερα την Ανατολική Ευρώπη) βιώνεται από αρκετούς Βρετανούς ως βάρος. Μπορεί οι ευρωμετανάστες να συνεισφέρουν στα δημόσια οικονομικά (σε 20 δισ. στερλίνες υπολογίζεται η φορολογική συνεισφορά τους τα τελευταία δέκα χρόνια), ο πολίτης όμως δεν ζει σε ένα σύμπαν αφηρημένων στατιστικών μεγεθών αλλά βιωμένης εμπειρίας: κατά περιοχές, τα δημόσια νοσοκομεία και σχολεία επιβαρύνονται, οι μισθοί πέφτουν, οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται.
Το σύνθημα των ευρωφοβικών πολιτικών «θέλουμε τη χώρα μας πίσω» ο πιεσμένος πολίτης ωθείται να το διαβάσει θετικά. Πρώτον, η λήψη αποφάσεων στην ΕΕ δεν έχει την απαιτούμενη δημοκρατική νομιμοποίηση που έχει η αντίστοιχη σε εθνικό επίπεδο. Δεύτερον, η ανεξέλεγκτη είσοδος ευρωμεταναστών (αύριο πιθανόν και από την Τουρκία) υπογραμμίζει την αδυναμία του συντεταγμένου «δήμου» να ορίζει αυτός τα σύνορά του. Οσο ο φόβος της μετανάστευσης κυριαρχεί στην αντίληψη του ψηφοφόρου, τόσο ο πραγματισμός υποχωρεί και η φαντασιωσική αντίληψη δυναμώνει.
Οι ευρωφοβικοί έλκονται από δύο φαντασιώσεις: ότι η χώρα είναι μια αμετάλλακτη έννοια (τροφοδοτώντας έτσι την άλογη νοσταλγία) και ότι η εθνική κυριαρχία είναι απαραίτητη για τη διαχείριση των συλλογικών προβλημάτων (τροφοδοτώντας έτσι τον απομονωτισμό). Υποδεικνύονται ευχάριστα απλουστευτικές λύσεις σε υπαρκτά προβλήματα, αποφεύγοντας την αναμέτρηση με μείζονες προκλήσεις: να διαχειριστούμε (όχι να απορρίψουμε) την αναπόφευκτη αλλαγή· να αλλάξουμε επίπεδο αναφοράς όπου αυτό απαιτείται (από το έθνος-κράτος στη μετα-κρατική δράση) για την καλύτερη διαχείριση σύνθετων συλλογικών προβλημάτων (π.χ. ασφάλεια, περιβάλλον).
Δεν είναι εύκολη μια τέτοια αναμέτρηση. Οι εθνικές φαντασιώσεις τροφοδοτούνται από την προσχώρηση σε υπερεθνικά σύνολα. Η προσπάθεια της κυβερνητικής ελίτ για την υπέρβαση των περιορισμών του έθνους-κράτους (για λόγους οικονομικούς, γεωπολιτικούς, ασφάλειας), θέτει σε κίνηση αμυντικούς μηχανισμούς αυτοπροστασίας στην εθνική εκλογική βάση. Η αντίφαση είναι ανυπέρβλητη, και ενίοτε παίρνει δραματική μορφή, όπως τώρα με το πιθανό Brexit.
Το βρετανικό δημοψήφισμα καταδεικνύει τις τεράστιες προκλήσεις για την ΕΕ. Πρώτον, πολιτισμικά, η οικοδόμηση μιας σύνθετης ταυτότητας (και εθνική και ευρωπαϊκή) είναι δύσκολο εγχείρημα. Δεδομένου ότι η εθνική ταυτότητα είναι βαθιά ριζωμένη ενώ η ευρωπαϊκή βρίσκεται υπό κατασκευή, οι εθνολαϊκιστές διαθέτουν, καταρχήν, το προβάδισμα, αν και όχι απαραίτητα την υπεροχή. Δεύτερον, πολιτικά, το ευρωπαϊκό πρόταγμα έχει μέλλον στο μέτρο που ενισχύει τους ανεπαρκείς σήμερα μηχανισμούς δημοκρατικής λογοδοσίας. Τρίτον, στη μετα-εθνική εποχή της βαθιάς αλληλοσύνδεσης, οι αντιφάσεις και τα παράδοξα καθιστούν την πολιτική εξέλιξη ακόμη λιγότερο γραμμική, ενώ η διαχείρισή τους καθορίζεται από την ωριμότητα πολιτών και πολιτικών. Η φαντασίωση της εθνικής αυτάρκειας οδηγεί στην υπονόμευση του εθνικού συμφέροντος.
Θα καταλάβει η πλειοψηφία των βρετανών ψηφοφόρων αυτή την απλή αλήθεια; Ελπίζω, αλλά δεν είμαι βέβαιος. Η γραμμικότητα που επιθυμούμε στις ανθρώπινες υποθέσεις διαψεύδεται συχνά από τον ανθρώπινο παραλογισμό. Περισσότερο οι «δαίμονες» και λιγότερο η «λογική» κινούν την ιστορία –για το χειρότερο και για το καλύτερο.
Ο κ. Χ. Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick. Συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του βιβλίου «Η Τραγωδία των Κοινών» (Ικαρος).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ