Στο δημοψήφισμα της 29ης Μαΐου 2005 ο γαλλικός λαός είπε «ΟΧΙ» σε μια διακρατική συνθήκη που με περισσή απερισκεψία η ΕΕ είχε ονομάσει «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα». Τρεις ημέρες αργότερα, την 1η Ιουνίου 2005, ήταν η σειρά των ολλανδών πολιτών να το απορρίψουν, με ακόμη υψηλότερα ποσοστά.
Ετσι, το λεγόμενο «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα» μας άφησε χρόνους, και μάλιστα πριν από την κρίση. Στην αρχή της κρίσης, η Ισλανδία ήταν η πρώτη χώρα που απάντησε με τα δικά της δημοψηφίσματα σχετικά με το αν το κράτος πρέπει να εγγυηθεί την αναχρηματοδότηση του ιδιωτικού χρέους των τραπεζών. Στο πρώτο, το 2010, ο ισλανδικός λαός απέρριψε με το σοβιετικό ποσοστό 98% την πρόταση της κυβέρνησής του, ενώ το 2011, αφού ουσιαστικά οι ισλανδικές τράπεζες είχαν ήδη τεθεί εκτός διεθνούς πιστωτικού συστήματος, το ποσοστό αυτό έπεσε στο 60%.
Μεσούσης της κατάστασης που η ΕΕ ονόμασε «προσφυγική κρίση», τον Δεκέμβριο του 2015, ο λαός της Δανίας, αυτή τη φορά, απέρριψε σε δικό του δημοψήφισμα την πρόταση της κυβέρνησής του και της ΕΕ να καταργηθεί το opt out, δηλαδή η εξαίρεση από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο στα πεδία της δικαιοσύνης και της αστυνόμευσης.
Σε αυτή τη διαδρομή, τέλος, παρέλκει να αναφερθούμε εκτενώς στο τι έγινε με το ελληνικό δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015, όπου ο λαός πάλι, όταν του δόθηκε η δυνατότητα, απέρριψε πανηγυρικά την πρόταση της ΕΕ. Στην ελληνική περίπτωση, έχουμε τη διαφορά ότι η κυβέρνηση διάλεξε και αυτή τη λύση του «ΟΧΙ», σε αντίθεση με τις υπόλοιπες εθνικές κυβερνήσεις στα προηγούμενα δημοψηφίσματα, κάτι που επηρέασε, φυσικά, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Ωστόσο, και εδώ, το επίδικο είναι ότι ένας ευρωπαϊκός λαός απέρριψε την «ευρωπαϊκή λύση» που προωθούσαν μανιωδώς οι εθνικές οικονομικές και πολιτικές ελίτ της χώρας του.
Οι παραπάνω αναφορές στα εν λόγω δημοψηφίσματα δεν περιέχουν ή υπαινίσσονται κάποια επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία στο περιεχόμενο της λαϊκής έκφρασης· διατυπώνονται ανεξαρτήτως αυτής. Ο λόγος που γίνεται η αναφορά αυτή είναι για να τεκμηριωθεί ότι στην ΕΕ τα τελευταία δέκα χρόνια –και ασχέτως, σε μεγάλο βαθμό, της κρίσης –υπάρχει ένα ζήτημα συστηματικής ασυμβατότητας των εθνικών λαϊκών βουλήσεων με τις κυβερνητικές στρατηγικές επιλογές. Οι σύγχρονες νεοκλασικές οικονομικές θεωρίες αποδίδουν μεγάλη σημασία στο λεγόμενο ownership μιας πολιτικής. Υπαγορεύουν δηλαδή ότι μόνο αν αισθάνεσαι ότι μια επιλογή σού ανήκει, είναι «δικιά σου», θα την υλοποιήσεις. Για τον λόγο αυτόν, η ελληνική κυβέρνηση π.χ. σταμάτησε πολύ γρήγορα να μιλάει μετά τη Συμφωνία του περασμένου καλοκαιριού για «πραξικόπημα» και «εκβιασμό» και επιχειρεί, άβολα και άτσαλα, να ιδιοποιηθεί τα αποτελέσματά της.
Αν λοιπόν ισχύει ότι για να κάνεις κάτι πρέπει να το νιώθεις δικό σου, τότε με περισσή βεβαιότητα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί δεν θεωρούν καθόλου «δικό τους» αυτό που συμβαίνει στο θεσμικό εποικοδόμημα της ΕΕ. Ο κόσμος, κάθε φορά που του δίνεται η δυνατότητα, αποδοκιμάζει οτιδήποτε του προτείνεται από την ΕΕ, ανεξαρτήτως αν έχει δίκιο ή όχι. Αυτό πρέπει, αν μη τι άλλο, να προβληματίσει.
Τα προηγούμενα νομίζω ότι αποκτούν κρίσιμη σημασία ενώπιον του βρετανικού δημοψηφίσματος για το διαβόητο Brexit. Αν οι Βρετανοί ακολουθήσουν την πεπατημένη των υπολοίπων λαών της ΕΕ, μάλλον το Ηνωμένο Βασίλειο θα εγκαταλείψει την ΕΕ. Εννοώ δηλαδή πως, δοθέντων των προηγούμενων, μεγαλύτερη έκπληξη στο επικείμενο βρετανικό δημοψήφισμα δεν θα είναι το Brexit, αλλά η παραμονή της χώρας στην Ενωση. Η εδραίωση της τάσης απόρριψης των φιλοευρωπαϊκών λύσεων είναι πολύ πιθανό να υπερισχύσει του παραδοσιακού βρετανικού συντηρητισμού που προτιμά λύσεις χωρίς κραδασμούς. Να επισημάνουμε, τέλος, ότι το ενδεχόμενο ενός Brexit αλλάζει εντελώς τη δυναμική ενός επερχόμενου σκωτσέζικου δημοψηφίσματος σχετικά με την ανεξαρτησία της Σκωτίας από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Αν παρακολουθήσει κανείς στον διεθνή Τύπο τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται η καμπάνια εναντίον του Brexit από τα μέσα του ευρωπαϊκού κατεστημένου θα αντιληφθεί ότι τα επιχειρήματα που δομούνται είναι σαν να στοχεύουν να πείσουν τους τραπεζίτες και τους εμπόρους. Αυτή η εκπληκτική αστοχία θυμίζει, με τον δικό της τρόπο, την έξοχη υπηρεσία που προσέφεραν στο «ΟΧΙ» του ελληνικού δημοψηφίσματος ο τρόπος με τον οποίον τα ελληνικά μέσα και οι εγχώριες πολιτικές και οικονομικές ελίτ υποστήριζαν το «ΝΑΙ».
Κατόπιν αυτού, δικαιούμαστε να σκεφτούμε ό,τι και να γίνει με τους Βρετανούς: τι είναι εκείνο που έχει οδηγήσει σε τέτοια πανηγυρική ματαίωση αυτούς που αποφασίζουν για το ευρωπαϊκό μέλλον;
Η αλήθεια είναι ότι η ΕΕ διάγει μια κρίση στρατηγικού προσανατολισμού μακράς διάρκειας. Μια βαθιά κρίση νομιμοποίησης και αντιπροσώπευσης διότι η μεταεθνική της υπόσχεση δεν αγγίζει τους ανθρώπους που, για τον λόγο αυτόν, επιστρέφουν στην ασφάλεια της δικής τους εθνικής δημοκρατίας. Αυτή η τάση καταγράφεται πριν από την κρίση, εδραιώνεται επί αυτής και καθιστά πλέον την ΕΕ και πολύ τρωτή και άστοχη. Ερχονται ένα εκατομμύριο πρόσφυγες και στήνονται τείχη στο εσωτερικό της, απειλώντας το υπαρξιακό κεκτημένο της ελεύθερης κυκλοφορίας. Κάνει ένα επαίσχυντο deal με την Τουρκία για τους πρόσφυγες νομίζοντας ότι θα σταματήσει την άνοδο της Ακρας Δεξιάς, την οποία όμως διαρκώς πριμοδοτεί. Ο κατάλογος έχει κι άλλα λήμματα, αλλά στο καθένα η ΕΕ έχει βρει τη γνωστή κατακλείδα: δεν υπάρχει εναλλακτική.
Η ευρωπαϊκή ιστορία όμως δυστροπεί στους μονόδρομους και οι λαοί, όταν δεν ακούγονται, είναι ικανοί να δείξουν το καλύτερο ή το χειρότερό τους πρόσωπο. Σήμερα στην ΕΕ βιώνουμε μια μετάβαση με αδιάγνωστο προορισμό. Η ανθρώπινη ιστορία δεν μπορεί να αποφύγει τις μεταβάσεις, όσο τραυματικές κι αν είναι, όσο φόβο μπορεί να προκαλούν. Οι μεταβάσεις είναι η ίδια η ύπαρξή της.
Από το να παλεύουμε να κρατήσουμε ζωντανές θνησιγενείς δημιουργίες, οι ευρωπαίοι πολίτες έχουν λόγους να σκεφτούν την ιδέα ενός νέου «μαζί», όχι από κάποιον ιδιαίτερο φετιχισμό στην ανωτερότητα μιας ιδέας πιστής στις στρατηγικές των ευρωπαϊκών ελίτ. Η προοπτική ενός ευρωπαϊκού «μαζί» αξίζει διότι η Ιστορία μάς φωνάζει πως όταν οι Ευρωπαίοι δεν ήταν μαζί, σκοτώνονταν. Και επειδή οι σώφρονες άνθρωποι ξέρουν πόσο σημασία έχει για τους ίδιους και τα παιδιά τους –αν μη τι άλλο –να μην έχουμε πόλεμο, έχουμε πολλούς λόγους να δουλέψουμε ώστε η απάντηση στις διόλου πειστικές επιλογές της φιλελεύθερης ευρωπαϊκής ολιγαρχίας να μην είναι οι αυταρχικές κυριαρχίες του εθνικισμού και της Ακρας Δεξιάς.
Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ