Αν υπάρχει ένας δρόμος για το καλύτερο


απαιτεί μια πλήρη θέαση του χειρότερου.
Τόμας Χάρντι
Το ερώτημα «πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα;» αποτέλεσε μείζον επιχείρημα όσων έσπευδαν να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του 2015. Μολονότι το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» ήταν καταφανώς μια φαντασιοκοπία και όσοι το διακήρυσσαν έδειχναν να μην ξέρουν τι τους γίνεται ή να δημοκοπούν ασύστολα. Ηταν όμως εκείνα τα «όνειρα» που έπρεπε να «πάρουν εκδίκηση» και η πίστη στα θαύματα που επί δεκαετίες καλλιεργούσαν από κοινού ο μαρξισμός και η Ορθοδοξία. Και ας βλέπαμε όλες αυτές τις δεκαετίες πως οι πιο πολλοί από όσους τραγουδούσαν «ο Μπελογιάννης ζει μες στις καρδιές μας» άφηναν τον Μαμωνά να ζει μέσα στις τσέπες τους και τον Ταρτούφο μέσα στα μυαλά τους.
Ωστόσο, πλήθη που καλοπέρασαν σε δημόσιες θέσεις ως το 2009, χωρίς να διαθέτουν ανάλογα προσόντα και χωρίς να καταπονούνται ιδιαίτερα, θεώρησαν πως οι μειώσεις των αποδοχών τους το 2014 είχαν ξεπεράσει κάθε ανεκτό όριο. Αρα το μόνο που μπορούσε να επέλθει ήταν η βελτίωση, είτε σταδιακή είτε και ακαριαία. Δεν είχαν διαβάσει τους στίχους του ξεχασμένου βικτωριανού ποιητή Τόμας Χάρντι. Κυρίως είχαν ξεχάσει τις συνθήκες ζωής των πατέρων τους ή των παππούδων τους. Εστειλαν έτσι στα κοινοβουλευτικά έδρανα δημοσιογράφους με προσόντα τελάλη, γιατρούς με κουλτούρα υποκόσμου, θλιμμένους οικολόγους, ανιστόρητες ηθοποιούς, ατάλαντες καθηγήτριες, οξύφωνες κολυμβήτριες και οικονομολόγους της συμφοράς. Ολους έμπλεους μαρξιστικής αισιοδοξίας για τα μελλούμενα.
Οχι ότι κατά το παρελθόν δεν είχαν σταλεί στα ίδια έδρανα εξίσου ολίγιστοι. Ισως αυτό να είναι το κυρίως πρόβλημα του κοινοβουλευτικού μας βίου. Αντί να ψηφίζονται, σε οποιοδήποτε κόμμα, κάποιοι που οι ψηφοφόροι κρίνουν ως πιο έντιμους, πιο μορφωμένους και πιο συνετούς από τους ίδιους, προτιμώνται κάποιοι του ιδίου επιπέδου, αν όχι πολύ κατώτεροι. Ετσι, αντί ο μέσος όρος των 300 εκπροσώπων να είναι σαφώς ανώτερος του μέσου όρου των εκπροσωπουμένων εκπληρώνοντας το ιδεώδες κάθε κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, συμβαίνει μάλλον το αντίθετο. Και από εκλογές σε εκλογές όλο χειρότερα. Σαν να μην έφτανε ότι μετά το 1974 αποκτήσαμε βουλευτές που εξακολουθούν να επιμένουν πως τις δολοφονίες των χιλιάδων πολωνών αξιωματικών στο δάσος του Κατίν το 1940 τις διέπραξαν οι ναζί και βέβαιους πως η «δικτατορία του προλεταριάτου» είναι το κλειδί προς την οικουμενική ευτυχία, αποκτήσαμε και βουλευτές που πρεσβεύουν ότι ο Χίτλερ ήταν ένας διορατικός σχεδιαστής αυτοκινητοδρόμων, με περίεργη κίνηση χαιρετισμού αλλά με «καθαρά χέρια».
Φυσικά υπάρχει πάντα το πολύ χειρότερο. Να φτάσει, λ.χ., στην κυβέρνηση μία από τις δύο τελευταίες κατηγορίες βουλευτών. Θα νοσταλγούμε τότε, ασφαλώς, τους θλιμμένους οικολόγους και τις οξύφωνες κολυμβήτριες. Απέναντι σε τέτοιο ενδεχόμενο, καλύτεροι αυτοί που στη σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία θεωρούν ότι οι υψηλές τους αξιώσεις αρκούν για να τους προικίζουν με αξιοσύνη. Οσο πιο λιποβαρείς αποδεικνύονται τόσο πιο δύσκολο θα είναι να πέσουν, αλλά στη «θέαση του χειρότερου» αυτό αποτελεί μια κάποια εξασφάλιση. Αν είναι να βρεθούμε στον ολοκληρωτισμό, δεν τίθεται δίλημμα.
Δίλημμα ωστόσο, και μάλιστα σοβαρό, πρέπει να έχουν οι κυβερνητικοί βουλευτές. Ενόσω η «πρώτη φορά Αριστερά» προωθεί μεταρρυθμίσεις σκληρού καπιταλισμού, η ιδεολογία τους καθίσταται απολύτως ανακόλουθη. Αν καταφέρουν μια έστω χλιαρή ανάκαμψη της οικονομίας, θα αποδειχθεί ότι πετυχημένη Αριστερά είναι μόνο μια ανάλγητη Δεξιά. Αν αποτύχουν οικτρά και οδηγηθούμε σε κατάσταση Βενεζουέλας, θα επιβεβαιωθεί ότι μόνο ως αντιπολίτευση η Αριστερά γράφει σελίδες δόξης. Ως εξουσία γράφει τις πιο μελανές της.
Κατά τούτο ο ΣΥΡΙΖΑ ίσως να παραμείνει Αριστερά –στην προοπτική να γράψει μία ακόμη μελανή σελίδα. Και ίσως το κατορθώσει με πρωθυπουργό που δηλώνει στη Βουλή πως «σε ζητήματα ηθικής δεν δεχόμαστε μύγα στο σπαθί μας», εννοώντας ως «ζητήματα ηθικής» την κατάχρηση δημόσιου χρήματος αποκλειστικά. Χωρίς να διανοείται να συμπεριλάβει στα «ζητήματα ηθικής» ότι το να υπόσχεσαι «πρόγραμμα Θεσσαλονίκης» τον έναν Σεπτέμβριο, «παράλληλο πρόγραμμα» τον επόμενο Σεπτέμβριο και ως τον τρίτο Σεπτέμβριο να εφαρμόζεις τα τελείως αντίθετα των δύο προηγούμενων υποσχέσεων δείχνει βαθύτατη ανηθικότητα. Πολλώ μάλλον αν έχεις εκβιάσει την πτώση των προηγούμενων κυβερνώντων με την κατηγορία των υποτελών ξένων αφεντάδων ώστε να πάρεις τη θέση τους ως ακόμη πιο πειθήνιος υποτελής των ίδιων αφεντάδων. Αν αυτό δεν λέγεται «ανηθικότητα», πώς αλλιώς λέγεται;
Είναι γνωστό ότι ούτε ο Λένιν ούτε ο Ιωσήφ Στάλιν καταχράστηκαν δημόσιο χρήμα (εξαιρώντας τη ληστεία τράπεζας στην Τιφλίδα από τον Στάλιν, το 1907, με στόχο την ενίσχυση του κόμματος των μπολσεβίκων). Αδιαφορούσαν ακόμη και για την καταβολή των μισθών τους, ως γραμματέων του κόμματος, επιβεβαιώνοντας τον ισχυρισμό πως «η Αριστερά έχει την ανιδιοτέλεια στο DNA της». Καταχράστηκαν όμως όσο λίγοι άλλοι δικτάτορες την εξουσία τους επί των μαζών. Μπροστά σ’ αυτό το χειρότερο θα πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι με τους δικούς μας αριστερούς. Αφού εγγυήθηκαν την έλευση της ελπίδας, τώρα «γυρίζουν σελίδα» και εγγυώνται εκ νέου την έλευσή της. Εκείνο που σίγουρα έχουν καταφέρει είναι να μας συμβιβάσουν με την απόγνωση.

Ο κ. Πέτρος Μαρτινίδης είναι καθηγητής στο ΑΠΘ και συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ