μνήμη Τάσου Χριστίδη
Μιλώντας την περασμένη Κυριακή για τις γλωσσικές μας διαστροφές στο αναιμικό μας Γυμνάσιο, με σημείο αιχμής το δίλημμα πρωτότυπο ή μετάφραση των Αρχαίων, παρέπεμψα στο επτάτομο αρχαιογνωστικό πρόγραμμα Σημίτη, συντελεσμένο μέσα σε έξι μόλις χρόνια, με το υποδειγματικό εκείνο εναρκτήριο εγχειρίδιο «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας» εκπονημένο από τον αλησμόνητο Τάσο, που δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο. Μιλώ για τον καλύτερο φίλο της ζωής μου, που τον φωνάζω στα όνειρά μου, και εκείνος παρήγορος πάντα έρχεται. Για τον Τάσο μιλώ, που σεβόταν όσο κανείς την ιστορία της επιστήμης του και την ιστορία της ανθρώπινης φυλής
Φτάνει να δει κανείς εξ επαφής επίτιτλους και μεσότιτλους του πρώτου μέρους του τόμου για να πειστεί. Παρατίθενται δέκα παραδείγματα, εν είδει ποιήματος. «Ο άνθρωπος μιλάει, ενώ τα ζώα όχι, αυτά έχουν τη δική τους φωνή». «Η γλώσσα αλλάζει αλλά δεν χαλάει». «Η γλώσσα είναι ένα καινούριο εργαλείο, φτιαγμένο από παλιά ανταλλακτικά». «Το φώνημα: ο μαέστρος της γλωσσικής ορχήστρας». «Από τον λόγο στη γραφή, και αντιστρόφως». «Πρόγονος της γραφής η αρίθμηση». «Ποιοι και πότε πρωτοέγραψαν ελληνικά». «Οι επαφές φέρνουν το αλφάβητο στην Ελλάδα». «Πώς γράφονταν και διαβάζονταν τα κείμενα». Και αριθμητικός επίλογος: «Οι εννέα γλώσσες με τους περισσότερους ομιλητές στον κόσμο: «κινέζικα 885.000.000, ινδικά 371.000.000, αγγλικά 358.000.000, ισπανικά 266.000.000, αραβικά 200.000.000, πορτογαλικά 170.000.000, ρωσικά 170.000.000, ιαπωνικά 125.000.000, γερμανικά 98.000.000».
Επιπλέον: Το προκείμενο, πρώτο στη σειρά των επτά, εγχειρίδιο Αρχαιογνωσίας και Αρχαιογλωσσίας, μοιρασμένο σε δώδεκα επίτιτλα μέρη και έναν Επίλογο, έχει δυσεύρετες, επιστημονικές και διδακτικές, αρετές προσδόκιμες και απροσδόκητες, που προφαίνονται και στους τίτλους. Δείγματος χάριν αναφέρω τον πρώτο, τον έβδομο και τον δωδέκατο τίτλο: «Τα μυστικά της γλώσσας», «Η αρχιτεκτονική της γλώσσας», «Προς τα νέα Ελληνικά». Στον Επίλογο επονομάζονται δέκα κρίσιμα Παραρτήματα. Εκτός αυτού: κάθε κεφάλαιο στο τέλος συγκεφαλαιώνεται με μαθησιακή τρυφερότητα. Παραθέτω το συμπέρασμα του τελευταίου κεφαλαίου: «Από τον 18ο αιώνα και μέχρι τη δημιουργία του ελληνικού κράτους το 1830 κυριαρχούν οι συζητήσεις για τη δημιουργία της ελληνικής γλώσσας […] Το 1976 η δημοτική αναγνωρίζεται ως γλωσσικό εργαλείο του κράτους».
Ολοκληρώνω το πρώτο μέρος με προσωπική αποτίμηση: Κατόρθωμα αποτελεί η «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας», συνταγμένη από τον Τάσο Χριστίδη. Στην πραγματικότητα το εγχειρίδιο καλύπτει όλο το φάσμα της ελληνικής γλώσσας, από τα προϊστορικά χρόνια έως τις μέρες μας, αποκαλύπτοντας με συναρπαστική ενάργεια τα μυστικά της γλώσσας από τα προϊστορικά χρόνια, και της γραφής ειδικότερα. Συγχρόνως διαφωτίζει, με νηφάλιο και τεκμηριωμένο τρόπο, παθολογικές εκτροπές στην πορεία της ελληνικής γλώσσας.
Πρόκειται για θεμέλιο λίθο, με τον οποίο επιδιώκεται η σχολική αποφόρτιση του αρχαίου κόσμου από ιδεολογικές παραμορφώσεις και η ανάδειξη της πραγματικής ιστορικής του αξίας, αποτυπωμένης τόσο στην εξελισσόμενη ελληνική γλώσσα όσο και στα διαδοχικά του κείμενα. Ειδικότερα, τα δώδεκα μέρη και τα δέκα παραρτήματα της προκείμενης έκδοσης μορφώνουν τη γλωσσική συνείδηση και τροφοδοτούν την κειμενική όρεξη δασκάλων και μαθητών, ανοίγοντας τον ευρύτερο ανθρωπιστικό τους ορίζοντα.
Προχωρώ στο δεύτερο γεωμετρικό μέρος: τετραγωνικό και συνάμα διαγώνιο, με στιγματισμένο κέντρο. Το οποίο αποτυπώνει τα επτά επώνυμα μέρη της συλλογής, με τέσσερις βασικούς όρους –η ορολογία είναι δική μου: Αρχαιογνωσία – Αρχαιογλωσσία, Νεογνωσία – Νεογλωσσία. Οι τέσσερις όροι διατάσσονται κατά ζεύγη οριζοντίως, καθέτως και διαγωνίως, σχηματίζοντας σύμμετρο τετράγωνο. Το κέντρο του οποίου ορίζεται από τις διαγώνιες τομές. Δυστυχώς λείπει η γραφική αποτύπωση.
Και στα δύο ζεύγη γνώσης και γλώσσας προηγείται η γνώση, στη γενική και στην ειδική σημασία της. Νεογνωσία και νεογλωσσία έχουν προφανώς μείζονα σημασία, όχι μόνον γιατί αφορούν κατεξοχήν το παρόν, αλλά κυρίως επειδή διαθέτουν εξελισσόμενη σημασία, ενώ το ζεύγος αρχαιογνωσία – αρχαιογλωσσία αποτελεί κατά βάση κλειστό μέγεθος, το οποίο όμως σαφώς επηρεάζει (εμμέσως έστω) τις κινούμενες τύχες της νεογνωσίας και της νεογλωσσίας. Επαναλαμβάνω, για να μη διαλάθουν η σχετική σταθερότητα περιεχομένου του ζεύγους «Αρχαιογνωσία – Αρχαιογλωσσία» και η συνεχής ανανέωση του ζεύγους «Νεογνωσία – Νεογλωσσία», και προχωρώ, μάλλον συνθηματικά, στη διαγώνια σύνταξή τους στο εσωτερικό του τετραγώνου, επιμένοντας στο σημείο της τομής τους, όπου και οι τέσσερις συντελεστές συναιρούνται.
Απλούστερα: βρισκόμαστε στο σημείο της διαγώνιας τομής όπου: γνώση και γλώσσα, αρχαία και νέα, αδιόρατα συμπίπτουν. Προτείνω να διαβλέψουμε στο σημείο αυτό τη διαδικασία και το αποτέλεσμα της ολοκληρωτικής μετάφρασης. Το πράγμα ακούγεται σαν αίνιγμα, και θέλει συζήτηση, που εδώ αποκλείεται, αφήνοντας όμως μια γεύση μεταφραστικής ηδονής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ