Βλέπω στο Internet φωτογραφίες από τις νέες γειτονιές του Λονδίνου. Στις όχθες του Τάμεση, εκεί που κάποτε ήταν βαλτώδεις εκτάσεις, «φυτρώνουν» σύγχρονα κτίρια, ποδηλατόδρομοι, εντυπωσιακές πεζογέφυρες, κήποι, πλατείες με γλυπτά, καλόγουστα café και εστιατόρια, βιβλιοπωλεία, μαγαζιά. Το τίποτα το έκαναν κάτι. Το άσχημο το έκαναν όμορφο. Γνωρίζω Ελληνες που αγόρασαν διαμερίσματα εκεί. Σπίτια με φαρδιές μπαλκονόπορτες που βλέπουν στο ποτάμι. Παίρνουν τα ποδήλατά τους και βολτάρουν. Πηγαίνουν τα παιδιά τους στις παιδικές χαρές που στήθηκαν ανάμεσα στα οικοδομικά τετράγωνα. Βγάζουν βόλτα τους σκύλους τους σε ειδικά διαμορφωμένα πάρκα. Γειτονιές όμορφες, ήσυχες, καλοφτιαγμένες. Θα ήθελα να ζω σε μία τέτοια. Το made in Greece επιχείρημα του κακού λονδρέζικου καιρού με αφήνει αδιάφορο. Προτιμώ σε τελική ανάλυση τον κακό τους τον καιρό από… τον κακό μας τον καιρό. Εκεί απλώς βρέχει, εδώ βρέχει απόγνωση.
Παρατηρώ και τις φωτογραφίες που μου στέλνει η αδελφή μου από το Περθ της Αυστραλίας όπου ζει. Χαμηλά σπίτια, φροντισμένοι κήποι, πλατιά πεζοδρόμια, δεντροφυτεύσεις μέσα στην έρημο που έχει πρασινίσει, έχει ομορφύνει, έχει γίνει φιλόξενη. Σεβασμός στον πολίτη. Μια πόλη φτιαγμένη ώστε να τον εξυπηρετεί και όχι να τον αγανακτεί. Εχω φίλους που μετακόμισαν στις Βρυξέλλες και στη Βιέννη. Τους λείπει το ανοιχτόκαρδο κλίμα της Ελλάδας και οι δικοί τους. Ομως ζουν σε δρόμους που μοιάζουν με τη Γουιστέρια Λέιν των «Desperate Ηousewives», σε μικρές εξοχές μέσα στην πόλη.
Μερικές εβδομάδες πριν είχα δημοσιεύσει ένα ακόμη άρθρο για την κατάντια του άλσους στο Πεδίον του Αρεως, στη γειτονιά μου. Οπως και τις προηγούμενες φορές, δεν είχα καμία αντίδραση από τους αρμόδιους, από εκείνους που κανονικά θα έπρεπε να είχαν θιγεί με τις κατηγορίες περί αδιαφορίας και ανικανότητας. Μόνο κάτι γείτονες μου έγραψαν, για να επιβεβαιώσουν και εκείνοι αυτό που έχω καταλάβει: δεν υπάρχουμε για τους κυβερνώντες. Δεν τους είμαστε απλώς αδιάφοροι, είμαστε ανύπαρκτοι. Γι’ αυτό και όσο και αν διαμαρτυρόμαστε, όσο και αν φωνάζουμε, απάντηση δεν παίρνουμε. Απαντες (αναφέρομαι σε όλους όσοι ασχολήθηκαν με τα κοινά τα τελευταία τριάντα χρόνια) μας έχουν (ξε)γραμμένους! Χρησιμοποίησαν την αφελή ψήφο μας ως όχημα που τους οδήγησε στην καρέκλα των ονείρων τους και, αυτό ήταν, μας διέγραψαν. Καθόμαστε τώρα ανακούρκουδα πάνω στα σκουπίδια που έχουν αρχίσει να μας θάβουν και ως μεταμοντέρνοι ήρωες του Μπέκετ ζούμε τις δικές μας «Ευτυχισμένες μέρες»: «Ω ναι, πράγματι αυτή είναι μια ευτυχισμένη μέρα! Happy days are here again! Αλλη μια ευτυχισμένη μέρα στη μνήμη, ω τι ωραία μέρα θα μείνει!».
Προσποιούμαστε πως δεν βλέπουμε την υποβάθμιση της ζωής μας, για να την αντέξουμε. Λέμε και κανένα «Εγώ δεν αλλάζω με τίποτα τον ουρανό της Ελλάδας»… Τον ουρανό. Τα υπόλοιπα; Διαδικτυακή φίλη που ζει στην Αγγλία μού έγραψε πως για να κόψουν ένα άρρωστο δέντρο στον κήπο τους, μερικά κλαδιά του οποίου έβγαιναν στον δρόμο, έπρεπε να πάρουν άδειες επί αδειών. Ζει σε ένα μέρος σαν αυτά που βλέπουμε στις ταινίες. Είναι υπερβολικά ήσυχα, λέει, αλλά πανέμορφα. Ζηλεύω ακόμη και την πλήξη που έχουν τέτοιες γειτονιές. Κάθεσαι στο παράθυρο και βλέπεις μόνο δέντρα (εγώ βλέπω μόνο άσχημα μπαλκόνια, που εισβάλλουν, θαρρείς, στο σπίτι μου). Βλέπεις και κανένα σκιουράκι πότε πότε (εδώ θα τα είχαμε κάνει χαλκομανία με τα αυτοκίνητά μας). Παρατηρείς και τους γείτονές σου να κάνουν χαλαροί και άνετοι βόλτα και όχι να βρίζονται για μία θέση πάρκινγκ. Η ιδανική γειτονιά, η ιδανική πόλη: Εκεί όπου υπάρχεις. Οπου δεν έχεις μόνο υποχρεώσεις, αλλά και δικαιώματα. Οπου σε υπολογίζουν και σε σέβονται. Μακριά, πολύ μακριά από εδώ. «Και αν για ανεξήγητο κάποιον λόγο περαιτέρω προσπάθεια δεν είναι δυνατή, ε λοιπόν απλώς κλείσε τα μάτια, κλείσε τα μάτια και περίμενε να ‘ρθει η μέρα, the happy day…, η ευτυχισμένη μέρα να ‘ρθει, le beau jour où…, η ωραία μέρα που…».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ