Πριν από έξι μήνες πήρα ένα γράμμα. Ο Πρόεδρος της Αλβανικής Δημοκρατίας Μπουγιάρ Νισάνι με καλούσε να μετάσχω ως «πρωτεργάτης εκείνων των γεγονότων» στον εορτασμό 25 ετών Αλβανικής Δημοκρατίας. Το γεγονός ότι δεν με είχαν ξεχάσει το αποδέχθηκα ως μια αναγνώριση των προσπαθειών που είχε κάνει τότε η Ελλάδα για να στηθεί στα πόδια της όχι μόνο η νέα Αλβανική Δημοκρατία αλλά και μια νέα απελευθερωμένη αλβανική κοινωνία. Την ελληνική αυτή συνεισφορά είχαν υλοποιήσει με εκατοντάδες χιλιάδες πράξεις έμπρακτης αλληλεγγύης οι έλληνες πολίτες.
Διακεκριμένο ρόλο είχαν βέβαια παίξει ορισμένοι δημόσιοι λειτουργοί, ιδιαίτερα η ομάδα που ασχολήθηκε προσωπικά με τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, ο αείμνηστος Γιάννος Κρανιδιώτης και οι διπλωματικοί υπάλληλοι Δ. Κυπραίος και άλλοι της ομάδας διαπραγμάτευσης της συνθήκης ειρήνης, καθώς και τα διπλωματικά γραφεία του Κάρολου Παπούλια και το δικό μου.
Είχα 12 χρόνια να πάω στην Αλβανία. Η περιέργειά μου ήταν μεγάλη. Αποφάσισα να πάω στα Τίρανα. Κατ’ αρχάς με ευχαρίστησε –γιατί να το κρύψουμε άλλωστε, για έναν έπαινο πολιτεύεται κανείς –η σύμφυτη με τον χαρακτήρα των Αλβανών φιλοτιμία, κάπως όπως στην παλιά Ελλάδα, που δεν την είχαν ακόμη ξεφτιλίσει οι νεομαρξιστές. Ηταν έκδηλη και στη συμπεριφορά του επίσημου κράτους και των απλών ανθρώπων στον δρόμο η αναγνώριση και η ευγνωμοσύνη. Οι Αλβανοί είναι πασίγνωστοι για την «μπέσα» τους. Δεν ξεχνούν ποτέ και πάντα επιδιώκουν την ανταπόδοση. Δεν ξεχνούν το κακό που τους κάνεις αλλά ούτε τη συνδρομή και την αλληλεγγύη. Οχι σαν κι εμάς που τρώμε και πίνουμε εκεί που μόλις πριν από λίγο φτύναμε ή δαγκώνουμε απροειδοποίητα τα χέρι που μόλις απλώθηκε να μας χαιρετήσει.
Στο πλαίσιο της επίσκεψης και στο περιθώριο των επίσημων εκδηλώσεων είχα την τύχη, ως Ελληνας και ως άνθρωπος, να συναντήσω τον Αρχιεπίσκοπο Τιράνων Αναστάσιο Γιαννουλάτο. Στο κέντρο των Τιράνων –πιο κέντρο δεν γίνεται –έχει χτίσει το μνημειακό συγκρότημα Εκκλησία και Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο. Στα υπόγεια της εκκλησίας φωλιάζει μια αίθουσα εκδηλώσεων, που είναι η πιο σύγχρονη στην πρωτεύουσα της Αλβανίας. Μπροστά σε αυτή την αίθουσα μου ήρθε η ιδέα μιας συναυλίας που θα στόχευε στην αναβίωση των φιλελληνικών αισθημάτων και θα έδινε αυτοπεποίθηση στη μειονότητα και στους Ελληνες εξ Ελλάδος που ζουν και προκόβουν στα Τίρανα. Με τη βοήθεια της κυρίας Ελένης Τσαλδάρη, προέδρου του Λυκείου των Ελληνίδων, η εκδήλωση αυτή πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου και ως από τα παρασκήνια ιμπρεσάριος πήγα, με ένα θαυμάσιο λεωφορείο γεμάτο νεαρούς χορευτές και διάσημους ερμηνευτές και μουσικούς παραδοσιακών τραγουδιών και στα αλβανικά και στα ελληνικά, καθώς και στην αρβανίτικη διάλεκτο, στα Τίρανα, μέσω Αγίων Σαράντα και Αργυροκάστρου, με επιστροφή από την Κορυτσά, και έζησα τη συναυλία.
Εύχομαι σε όλους, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή σας, να ζήσετε μια τέτοια εμπειρία. Χωρίς τεχνολογικά εφέ, δημαγωγικές πατριωτικές εξάρσεις, ρητορικές αρλούμπες και άλλα παρόμοια, χίλιοι άνθρωποι έκλαιγαν από κοινού όταν χειροκροτούσαν όρθιοι τον Νίκο Φιλιππίδη, ένα από τα καλύτερα κλαρίνα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Αξιζε τον κόπο και την προσπάθεια.
Δεν μπορώ όμως να μη θυμηθώ, με ευκαιρία αυτό το γεγονός, πως πριν από πολλά χρόνια ήμουν στο γήπεδο ενώ η Εθνική μας έπαιζε με την Εθνική Αλβανίας. Εμείς είχαμε μόλις πάρει το Πανευρωπαϊκό θριαμβεύοντας επί της παντοδύναμης Πορτογαλίας. Οι Αλβανοί ήταν άγνωστοι. Και αν δεν ήταν άφθονοι εκείνη την ημέρα οι συμπατριώτες τους μετανάστες που είχαν πάει να τους συμπαρασταθούν, θα ήταν μόνοι και έρημοι μέσα στο γήπεδο. Ελα όμως που το ματς δεν πήγε καλά. Οι νεαροί και άγνωστοι αλβανοί διεθνείς διέσυραν και συνέτριψαν την πρωταθλήτρια Ευρώπης εθνική ομάδα της Ελλάδας. Δεν ξέρω πόσοι από εσάς ήταν στο γήπεδο εκείνη την ημέρα. Εγώ ποτέ δεν θα ξεχάσω την ντροπή που αισθάνθηκα. Οι ελληναράδες «φίλαθλοι», μη μπορώντας να κερδίσουν εν τιμή, έχασαν την ευκαιρία να ηττηθούν εν τιμή. Αγρια ακούστηκε, μικρόνοη και εξευτελιστική, για όποιον την εκστομίζει, ιαχή: «Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ».
Σήμερα, που εκατοντάδες επιχειρήσεις εγκαταλείπουν την Ελλάδα των νεομαρξιστών για να απολαύσουν στην ασταθή πολιτικά Αλβανία χαμηλότερους φόρους και πολλά άλλα επιχειρηματικά πλεονεκτήματα, πώς θα μας φαινόταν άραγε αν μας τραγουδούσε ένα αλβανικό γήπεδο: «Δεν θα γίνεις Αλβανός ποτέ, Ρωμιέ, Ρωμιέ!»; Πότε θα μάθουμε επιτέλους ως άτομα και ως λαός να ανταγωνιζόμαστε προς τα πάνω και όχι για να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα; Οσο για το ποδόσφαιρο, θα σας θυμίσω πως προ ολίγων μηνών χάσαμε από τις Νήσους Φερόε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ