Ξαναγυρίζω στη φιλόξενη γωνιά του «Βήματος», συνεχίζοντας την ανυποχώρητη συνεργασία που ξεκίνησε το δίσεκτο 1971 και αποτυπώθηκε σε αλλεπάλληλα τεύχη. Η αρχή έγινε με την Ανεμόσκαλα, που ζευγάρωσε με και χωρίς Σημαδούρες. Το κενό που άφησαν μετά πίσω τους αναπληρώθηκε εφεξής με 159 Πολιτιστικά Μονότονα, που εξελίχθηκαν στα Απολίτιστα Μονοτονικά, επιμένοντας και στις βάναυσες μέρες μας, οι οποίες έκοψαν σύριζα τις πολιτικές και πολιτιστικές μας ελπίδες.
Ενδιαμέσως με καθήλωσε η κορυφαία θηβαϊκή τραγωδία του Σοφοκλή, που όταν διδάχθηκε για πρώτη φορά γύρω στο 425, πήρε περιέργως δεύτερο βραβείο. Πρώτο δείγμα της από τον Πρόλογο προηγήθηκε πριν από λίγες βδομάδες στην προκείμενη στήλη. Στο μεταξύ, η έμμονη μετάφραση έφτασε τους 511 στίχους, καταλήγοντας στο πρώτο Στάσιμο, που καλύπτει μεταφρασμένους τους επόμενους στίχους:
«Ποιον εννοεί προφητική / η Πέτρα των Δελφών, / εκείνον που με τα χέρια φονικά, / άρρητα των αρρήτων τέλεσε; / Ωρα πιο γρήγορα κι από ωκύποδα άλογα / να φύγει στον αγύριστο. / Τώρα που με φωτιά κι αστροπελέκια / του Δία ο γιος, ένοπλος εφορμά / έχοντας σύμμαχο / αλάθευτες / και ζοφερές τις Ερινύες. // Φάνηκε λάμποντας στον χιονισμένο / Παρνασσό η φήμη, προστάζοντας / να βρούμε, ανιχνεύοντας, τον άγνωστο φονιά. / Κι αυτός σαν ταύρος, σ’ άγρια δάση, / και στις σπηλιές των βράχων, περιφέρεται / ελεεινός, τα θλιβερά του πόδια σέρνοντας, / για ν’ αποφύγει τους χρησμούς από τα έγκατα της γης, / που ακοίμητοι τον κυνηγούν / μέρα και νύχτα. //
Σκέψεις δεινές / φέρνει στον νου σοφός ο οιωνοθέτης, / σκέψεις αμφίβολες, στο όχι / και στο ναι, κι εγώ απορώ, δεν ξέρω / τι να πω. Σκέψεις που ταλαντεύονται / ελπίζοντας, τη μια στο τώρα / την άλλη στο μετά. Δεν άκουσα ποτέ, δεν έμαθα / έχθρα ανάμεσα / στους Λαβδακίδες και στου Πόλυβου το γένος. / Ούτε και τώρα ακούστηκε λόγος / να δίνει πάτημα στην ενοχή του Οιδίποδα, / να γίνω των Λαμβακιδών εκδικητής, / βοηθώντας στη φανέρωση / θανάτων αφανέρωτων. //
Ομως ο Δίας κι ο Απόλλων, / της σύνεσης εγγυητές, γνωρίζουν / άριστα τ’ ανθρώπινα. / Κι αν κάποιος πει πως ένας μάντης / στέκει ψηλότερα, / η κρίση του είναι σφαλερή. Μόνο στη φρόνηση / κρίνεται ο σοφός. / Αλλά κι εγώ, προτού / να δω την έκβαση, δεν διακρίνω το σωστό από το λάθος. / Αφού, όταν κι η φτερωμένη Σφίγγα, / έριξε πάνω του τον φόβο της, / εκείνος φάνηκε σοφός, / και αναδείχτηκε της πόλης ο σωτήρας. / Αυτό κι εμείς αναίτια / δεν το γυρίζουμε τώρα προς το κακό».
Και προχωρώ στο αντίπαλο ζεύγος του Οιδίποδα και του Τειρεσία. Για τον καθένα χώρια και μαζί έχουν γραφεί πολλά και έγκυρα. Ζητούμενο όμως στην προκειμένη περίπτωση είναι το είδος και προπαντός η ένταση της διαφοράς, μέσα στην αναλογική τους ομοιότητα, που συνήθως όσο βλέπω διαφεύγει. Και δεν εννοώ την τυπική σύγκρουση ανάμεσα στον μάντη και στον πολιτικό, ακόμη και όταν πρόκειται για επώνυμα και αναγνωρισμένα μεγέθη, όπως σίγουρα συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Εχω στον νου μου την περίπτωση μιας αναίτιας ομοιότητας, πίσω και κάτω από την υπαίτια διαφορά. Περίπτωση που ενέχει ένα ποσοστό τραγικής ειρωνείας.
Για να μη μιλώ στον αέρα, ανοίγω το σκεπασμένο χαρτί: τελικώς πρόκειται εδώ για δύο τυφλούς, θεόβουλο στην περίπτωση του Τειρεσία, αυτόβουλο στην περίπτωση του Οιδίποδα. Η τύφλωση του Τειρεσία, που έχει στο μεταξύ γεράσει, οφείλεται στην απερισκεψία του να δει την Αθηνά γυμνή, η οποία τον αποτυφλώνει, με αντάλλαγμα τη διάσημη μαντική του επίδοση. Ισχυρότερη είναι μια πρωιμότερη εκδοχή, που ανάγει την τύφλωση στον θυμό της Ηρας, επειδή αποκάλυψε τα μυστικά του γυναικείου φύλου. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει θετικό αντίτιμο. Αγηρασία επτά γενεών την πρώτη φορά, το δώρο της μαντικής τέχνης την άλλη, με την οποία κατοχυρώνονται οι τύχες των Λαβδακιδών και του Κάδμου.
Στη Νέκυια της Οδύσσειας τα προσόντα του Τειρεσία ωριμάζουν, δίνοντας την αίσθηση κίνησης στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, παρόντος και μέλλοντος, με μια δόση φιλάνθρωπης μέριμνας για την τύχη του Οδυσσέα. Τελικώς στην πολύπλοκη παράδοση του Τειρεσία ο λόγος και το παράλογο συμβάλλονται, και σ’ αυτή την υπόκωφη αντίφαση αντιδρά ο ορθολογικός κατά βάση Οιδίπους. Θυμίζω ότι σε άλλες ομόλογες τραγωδίες του Σοφοκλή οι ήρωες καταλήγουν στην αυτοκτονία. Παράδειγμα η περίπτωση του σοφόκλειου Αίαντα, η οποία όμως προκύπτει από τη θεήλατη σύγχυση φρενών, που τη διαχειρίζεται στο πρώτο μέρος του δράματος η Αθηνά.
Κάτι τέτοιο θα περίμενε ίσως ο θεατής και στην προκειμένη περίπτωση: την εξιλαστήρια αυτοκτονία του Οιδίποδα. Αντ’ αυτού έχουμε την αυτόβουλη τύφλωση (μοναδική όσο ξέρω στα σωζόμενα δράματα του Σοφοκλή), την οποία ο ήρωας την υπερασπίζεται ως το τέλος της ζωής του, όπως φαίνεται και στην τελεσίδικη τραγωδία του, που δεν πρόλαβε να τη διδάξει ο ίδιος, αφήνοντας τον Τειρεσία στην παραδοσιακή του βεβαιότητα.
Υπολείπονται πολλά, επιμένω όμως ότι η αυτόβουλη τύφλωση του Οιδίποδα συνιστά μια γενναία διαμαρτυρική πράξη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ