Αφού δεν μπορούμε να επαναστατήσουμε, ας «παίξουμε» την Επανάσταση. Υπάρχει πιο ωραίο έργο; Εχει αίμα, σασπένς, πλούσιους και φτωχούς, διάσημα συνθήματα, ένδοξο ηρωικό παρελθόν… Και το σημαντικότερο; Ολοι θέλουν να ζήσουν μια «επαναστατική» εμπειρία, αρκεί να την παρακολουθούν ως θεατές.
Ας μοιράσουμε ρόλους, λοιπόν. Σε αυτό το θεατρικό, τρεις γάλλοι επαναστάτες καταφθάνουν στην Τζαμάικα, μετά τη νίκη του Ναπολέοντα, με μια αποστολή: να οργανώσουν τον ξεσηκωμό των ιθαγενών, που ζούσαν σε καθεστώς δουλείας υπό την αγγλική κυριαρχία. Ο Ντεμπισόν, γάλλος ευγενής με μεγάλη περιουσία και τετρακόσιους υποτελείς στη δούλεψη της οικογένειάς του, ο Γκαλουντέκ, αγρότης από τη Βρετάνη και ο Σασπόρτας, μαύρος σκλάβος από την Αϊτή. «Δεν θα σου είναι δύσκολο να υποδυθείς τον σκλάβο, Σασπόρτας, με το μαύρο δέρμα σου» λέει ο επικεφαλής Ντεμπισόν στον έναν «ηθοποιό» του. «Βγήκες δύο φορές εκτός ρόλου, Γκαλουντέκ. Ποιος είσαι;» επιπλήττει τον άλλον.
Από νωρίς αρχίζουν οι τριγμοί. Το σενάριο ανατρέπεται. Οι ρόλοι δεν καθορίζονται μόνο από τον συγγραφέα αλλά και από τα γονίδια, από την ταξική κληρονομιά των συμμετεχόντων. «Δεν είμαστε ίσοι, αν δεν βγάλουμε ο ένας το δέρμα του άλλου» υποστηρίζει ένας από αυτούς και έχει δίκιο. Τα ιδεώδη της γαλλικής επανάστασης σκοντάφτουν πάνω στην ανθρώπινη αδυναμία. Η προδοσία έχει απολαυστική γεύση· είναι πολύ δύσκολο να της αντισταθείς, να προτάσσεις συνεχώς «την πόρνη Ελευθερία, την πόρνη Ισότητα, την πόρνη Αδελφότητα», που δεν ζεσταίνουν το κρεβάτι σου όταν πέφτεις κάθιδρος να κοιμηθείς τα βράδια.
«Η Επανάσταση κουράζει»


Ο διανοούμενος Ντεμπισόν επιλέγει την επιστροφή στον ασφαλή κόλπο των δουλεμπόρων προγόνων του. Την αφορμή χαρίζει η απόλυτη επικράτηση του Ναπολέοντα. «Το θεατρικό μας τελείωσε, Σασπόρτας» ανακοινώνει ο επικεφαλής της αποστολής. Οι άλλοι δύο αρνούνται την ακύρωση. Θέλουν να μάθουν το γιατί. «Η Επανάσταση κουράζει, Γκαλουντέκ» τους εξηγεί ο Ντεμπισόν. Ο ίδιος προτιμά να ζήσει «το όνειδος τού να είσαι ευτυχισμένος». Να χαθεί μέσα στη σάρκα της Πρώτης Αγάπης. Να φάει το μερίδιό του από την τούρτα του κόσμου. Και, φυσικά, να διαλαλήσει δίχως ενδοιασμούς τη ματαιότητα κάθε επαναστατικής πράξης. Είναι, πράγματι, πολύ πιο βολικό αυτό. «Η σκλαβιά είναι νόμος της φύσης» του ψιθυρίζει η Πρώτη Αγάπη, «…τόσο παλιά όσο η ανθρωπότητα. Γιατί να τελειώσει νωρίτερα απ’ αυτήν;».
Ο μαύρος Σασπόρτας, σκλάβος από τότε που υπήρξαν αφέντες, θα συνεχίσει. «Πάω στον αγώνα οπλισμένος με τις ταπεινώσεις της ζωής μου… Οταν οι ζωντανοί δεν θα μπορούν άλλο να αγωνιστούν, θα αγωνιστούν οι νεκροί. Με κάθε χτύπο στην καρδιά της επανάστασης φυτρώνει ξανά κρέας γύρω απ’ τα κόκαλά τους, έρχεται αίμα στις φλέβες τους, ζωή στον θάνατό τους. Η εξέγερση των νεκρών θα είναι ο πόλεμος των τοπίων, όπλα μας τα δάση, τα βουνά, οι θάλασσες, οι έρημοι του κόσμου. Εγώ θα γίνω δάσος, βουνό, θάλασσα, έρημος» επιμένει σε έναν από τους πιο λυρικούς και συναρπαστικούς λόγους του έργου. Νοσταλγία για κάτι που χάθηκε ή όραμα μιας επερχόμενης λύτρωσης; Μια ανάμνηση –όπως τονίζει ο υπότιτλος του έργου –ή μια προοπτική; Ο Μίλερ, παρά την απαισιοδοξία του, αφήνει και τα δύο ενδεχόμενα ανοιχτά. «Προκειμένου να απαλλαγείς από τον εφιάλτη της Ιστορίας πρέπει να αναγνωρίσεις κατ’ αρχήν την ύπαρξη της Ιστορίας. Πρέπει να γνωρίζεις Ιστορία. Διαφορετικά θα αναδυθεί ξανά στην παλιά μορφή της, ένα φριχτό όνειρο, το φάντασμα του Αμλετ. Πρέπει πρώτα να την αναλύσεις, και μετά μπορείς να την αποκηρύξεις, να την ξεφορτωθείς» σημειώνει ο συγγραφέας σε θεωρητικό κείμενό του.
Θανάσιμες κλοουνερί


«Η αποστολή» γίνεται έτσι ένα εργαστήριο αποδόμησης της ιστορίας, το σημείο όπου συναντιούνται οι τσακισμένες φιλοδοξίες μας με τις λογοτεχνικές αναβιώσεις τους –πότε ως ποίηση και πότε ως φάρσα. Σε αυτό το τολμηρό κολλάζ, ο Μίλερ ανατρέχει στον Μπρεχτ, στον Μπίχνερ, στον Κάφκα, στον Μπέκετ, στον Αρτό και στον Ζενέ, μεταξύ άλλων. Δανείζεται υλικό από τους «νεκρούς» για να μιλήσει στους «ζωντανούς» (αν υποθέσουμε ότι είμαστε τέτοιοι). Επιχειρεί άλματα στον χρόνο και στον λογοτεχνικό, θεατρικό χώρο. Στη μέση του έργου παρεμβάλλει έναν φαινομενικά ασύνδετο μονόλογο, τις παραληρηματικές σκέψεις ενός σημερινού υπαλλήλου που πασχίζει να υλοποιήσει τις άγνωστες επιθυμίες του αφεντικού του. Παρουσιάζει τον Δαντόν και τον Ροβεσπιέρο να παίζουν ποδόσφαιρο με κομμένα κεφάλια: «αυτή είναι ισότητα!» αναφωνούν σαρκαστικά. Οι επαναστατικές δράσεις επιστρέφουν ως θανάσιμες κλοουνερί. «Πρόσεχε όταν αφαιρείς το μακιγιάζ σου, Γκαλουντέκ. Μπορεί να φύγει και το δέρμα σου μαζί» λέει ειρωνικά ο Ντεμπισόν στους αμετανόητους ηθοποιούς του. Η επανάσταση δεν θα γίνει ποτέ τίποτε περισσότερο από ένα ευγενές χόμπι για όσους δεν έχουν τίποτε να κερδίσουν στον αγώνα. Το θέατρο ως υποκατάστατο της επανάστασης ίσως είναι η μεγαλύτερη ατραξιόν της εποχής μας. Ταυτόχρονα, όμως, ίσως εκεί, επί σκηνής, μπορεί να γεννηθεί κάποια υποψία ελπίδας: «Ο Ζενέ το διατύπωσε ξεκάθαρα: το μόνο πράγμα που ένα έργο τέχνης μπορεί να καταφέρει είναι να αφυπνίσει τη λαχτάρα για μια άλλη κατάσταση του κόσμου. Και αυτή η λαχτάρα είναι επαναστατική» έγραφε ο Μίλερ το 1983.
Ο μόνος τρόπος για να βρεις το αληθινό μονοπάτι προς την εκφορά μιας λέξης είναι μέσω μιας διαδικασίας που αντικατοπτρίζει εκείνη της πρωτότυπης δημιουργίας της, λέει ο Πίτερ Μπρουκ στον «Αδειο χώρο». «Αυτό δεν μπορεί ούτε να παραβλεφθεί ούτε να απλοποιηθεί» συνεχίζει. Είναι πράγματι πολύ δυσάρεστη η στιγμή που ο θεατής αντιλαμβάνεται, είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα, την έλλειψη επεξεργασίας του λόγου εκ μέρους των ηθοποιών μιας παράστασης.
Στην «Αποστολή» του θεάτρου Αττις, αυτή η στιγμή έρχεται από την πρώτη φράση και η αίσθηση δυσφορίας δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Γιατί μιλάνε έτσι; αναρωτιόμαστε. Χειρονομίες, πόζες, και ευρήματα (ένας «λόξυγγας», ένα κακάρισμα, λίγη όπερα κ.ο.κ.) που γίνονται για να γίνουν –αμάσητα, κακοφορεμένα, επιπόλαια, χωρίς να έχει καταστεί κατανοητή η χρησιμότητά τους. Κακή άρθρωση, λόγος ψευτο-δραματικός, ένας κουβάρι από φράσεις χωρίς αποστολέα και χωρίς παραλήπτη.
Η φωτεινή εξαίρεση


Ολα αυτά σε συνδυασμό με μία μάλλον ανέμπνευστη σκηνοθεσία, που δεν καταφέρνει να «τοποθετήσει» τα σώματα στον χώρο, να δημιουργήσει ένα σύμπαν με γοητεία και σημασία, να δώσει σάρκα και οστά στα νοήματα, να παίξει με τα είδη και με τα κομμάτια του κολλάζ, να φωτίσει τις εναλλαγές των επεισοδίων, να γεννήσει εικόνες, συγκρούσεις και συναισθήματα. Μοναδική φωτεινή εξαίρεση –κάθε φορά που μιλάει παίρνουμε λίγο κουράγιο –η Ελεάνα Γεωργούλη ως Ντεμπισόν: απόλυτη κυρίαρχος του σώματός της, η ηθοποιός προκαλεί το ενδιαφέρον του βλέμματός μας σε κάθε της κίνηση, ενώ ταυτόχρονα το κείμενο στα χείλη της αποκτά λόγο ύπαρξης, ακόμη και όταν αισθανόμαστε ότι –με λίγη περισσότερη και ουσιαστικότερη βοήθεια –θα μπορούσε να εκτοξευθεί σε σπουδαία ύψη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ