Μόνο ως σημαντική εξέλιξη μπορεί να χαρακτηριστεί η συμφωνία των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από τη δυσανάλογη χρήση της πλαστικής σακούλας. Επιπτώσεις οι οποίες προ πολλού έχουν καταστεί ορατές καθώς πλέον μεγάλη συσσώρευση απορριμμάτων διαπιστώνεται και στις θάλασσες της Ευρώπης.

Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως το 2010, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, 98,6 δισεκατομμύρια πλαστικές σακούλες (πλειονότητα των οποίων είναι λεπτές σακούλες) διατέθηκαν στην ευρωπαϊκή αγορά, ενώ η μάζα τους σε ετήσια βάση υπολογίστηκε σε 800.000 τόνους. Ωστόσο, παραπάνω από οκτώ δισεκατομμύρια πλαστικές σακούλες μετατράπηκαν σε σκουπίδια εντός της ευρωπαϊκής επικράτειας. Την ίδια στιγμή κάθε ευρωπαίος πολίτης, βάσει μέσου όρου, χρησιμοποιεί 198 πλαστικές σακούλες τον χρόνο με τα στατιστικά δεδομένα να καταδεικνύουν σημαντικές διαφορές σε επίπεδο κρατών-μελών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Δανίας και της Φιλανδίας όπου η ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση ανέρχεται σε 4 λεπτές σακούλες μεταφοράς, όταν ο αντίστοιχος αριθμός στην Πολωνία, την Πορτογαλία και τη Σλοβακία κυμαίνεται σε 466 τεμάχια. Το γεγονός αυτό, άλλωστε, κατέδειξε όχι μόνο το τεράστιο περιθώριο για άμεσα αποτελέσματα στον εξορθολογισμό της χρήσης της πλαστικής σακούλας αλλά και την ανάγκη ευθυγράμμισης των εθνικών πολιτικών.

Σύμφωνα με τη νέα Ευρωπαϊκή Οδηγία τα κράτη-μέλη θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν δεσμευτικά μέτρα για την επίτευξη εναλλακτικών στόχων. Πιο συγκεκριμένα, οι στόχοι αφορούν είτε στη μείωση της μέσης ετήσιας κατά κεφαλής κατανάλωσης στο επίπεδο των 90 λεπτών (πάχους μικρότερου από 50 μικρά/0,05 χιλιοστά- 50 microns/0.05 millimetres) πλαστικών σακουλών μεταφοράς (lightweight plastic carrier bags) έως το τέλος του 2019 και ως τα 40 τεμάχια έως το τέλος του 2025 αλλιώς ισοδύναμους στόχους εκφρασμένους σε βάρος ή στην πρόβλεψη ότι καμία λεπτή σακούλα μεταφοράς δεν θα παρέχεται δωρεάν στους καταναλωτές μετά το τέλος του 2018. Αλλά και σε επίπεδο μέτρων δίνεται η δυνατότητα στις εθνικές αρχές να επιλέξουν τη χρήση οικονομικών μέσων, όπως τιμολόγηση (pricing) ή επιβολή φόρων και τελών (taxes and levies), ή ακόμα και περιορισμούς εμπορίας (marketing restrictions) όπως απαγορεύσεις (bans). Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλείται να αξιολογήσει τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο των οξο-βιοαποικοδομήσιμων (oxo-degradable) σακουλών, οι οποίες είναι ευρέως γνωστές ως βιοδιασπώμενες (biodegradable), με σκοπό την υποβολή προτάσεων έως το 2017 για μέτρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με την επισήμανση (labeling and marking) τους. Και αυτό διότι υπάρχει σημαντικός αριθμός ειδικών που υποστηρίζει ότι το πλαστικό σε αυτές τις περιπτώσεις δεν αποδομείται (degrade) αλλά απλά διασπάται σε τοξικά μικροσωματίδια (toxic micro particles) τα οποία όμως παραμένουν στο περιβάλλον και πιθανόν αυξάνουν και τη ρύπανση.

Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η όποια προσπάθεια για τη μείωση της κατανάλωσης πλαστικών σακουλών μεταφοράς θα πρέπει να θεμελιωθεί στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των καταναλωτών. Για το λόγο αυτό προσπάθειες θα πρέπει να καταβληθούν σε θεσμικό επίπεδο προκειμένου να αναδειχθεί το μέγεθος των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη χρήση της πλαστικής σακούλας και να ενθαρρυνθεί η αλλαγή της υπάρχουσας αντίληψης σύμφωνα με την οποία το πλαστικό συνιστά ένα ακίνδυνο υλικό χαμηλού κόστους. Στη Γαλλία, σύμφωνα με εκτιμήσεις, 122 εκατομμύρια πλαστικές σακούλες μολύνουν 5.000 χλμ. ακτογραμμής ενώ στη Μεσόγειο βρέθηκαν κομμάτια πλαστικού στο στομάχι πελαγίσιων ψαριών σε ποσοστό μεγαλύτερο του 1/6. Γίνεται κατανοητό λοιπόν πως πέραν των σημαντικών κινδύνων για το περιβάλλον και την υγεία διακυβεύεται και η βιωσιμότητα σημαντικών οικονομικών δραστηριοτήτων.

Για την Ελλάδα, λοιπόν, η εφαρμογή της οδηγίας αυτής συνιστά προτεραιότητα και περιθώρια για καθυστερήσεις στη χάραξη βιώσιμων και ρεαλιστικών πολιτικών δεν θα πρέπει να υπάρξουν. Βέλτιστες πρακτικές στον ευρωπαϊκό χώρο υφίστανται και η υλοποίηση τους δεν εγείρει ζητήματα κόστους υλοποίησης. Απομένει να φανεί αν η Ελλάδα μπορεί να εμπνευστεί από αυτές τις πρακτικές με σκοπό να προστατεύσει ένα εθνικό κεφάλαιο της. Τον θαλάσσιο πλούτο της.