Στο πεδίο της οργάνωσης της πόλης και του ρόλου της αρχιτεκτονικής, η Ευρώπη και η Αμερική είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι. Μιλώ περισσότερο για την πόλη της Δυτικής Ακτής και του Νότου των ΗΠΑ, που από μια άποψη είναι και η πιο αντιπροσωπευτική της αμερικανικής ιδέας για τον αστικό χώρο.
Μητροπόλεις όπως το Λος Αντζελες στην Καλιφόρνια ή μικρότερα κέντρα όπως το Χιούστον στο Τέξας αποτελούν αστικές καταστάσεις χωρίς συνοχή, περιοχές διαβίωσης με τεράστιες αδόμητες εκτάσεις εκεί όπου εμείς θα προσλαμβάναμε ως «κέντρα» των πόλεων, «αντιπόλεις» της απομόνωσης και του ατομικισμού, με κυρίαρχο αστικό καθεδρικό το πολυώροφο κτίριο στάθμευσης για τα ιδιωτικά μέσα μεταφοράς (ο καημένος ο Louis Kahn ονειρευόταν στα μέσα της δεκαετίας του 1950 με την πολεοδομική μελέτη του για τη Φιλαδέλφεια να εκδιώξει τα αυτοκίνητα από το κέντρο της πόλης…). Αστικές συσσωρεύσεις με εξαιρετικούς πόλους αριστείας (πανεπιστήμια, συγκροτήματα μουσείων και πολιτισμικών δραστηριοτήτων, νοσοκομειακά κέντρα, ακόμη και περιοχές κατοικίας) μπορεί να συγκροτούν οργανωμένες πραγματικότητες διασπαρμένες σε τόπους χωρίς πολεοδομική υπόσταση, με ενδιάμεσες περιοχές-αστικά κενά ανθρώπινης αθλιότητας, εφοδιασμένα ωστόσο με ταχύτατους άξονες κυκλοφορίας για τα ιδιωτικά μέσα μεταφοράς.
Ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος του σχεδιασμού σε μια τέτοια πραγματικότητα; Μπορούμε να κρίνουμε με το ίδιο μέτρο την ευρωπαϊκή και την αμερικανική αρχιτεκτονική; Η τελευταία, αμέσως μετά την ενηλικίωσή της, από τη δεκαετία του 1870 και μετά, είχε φροντίσει να διαφοροποιηθεί από τα ευρωπαϊκά πρότυπα εγκαινιάζοντας μια θριαμβευτική πορεία που την έφερνε στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής με τα «υψηλά κτίρια» του Σικάγου, τα οποία προανήγγειλαν ουσιαστικά τον μοντέρνο ορθολογισμό της αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα –όσο και αν εμείς ως Ευρωπαίοι τείνουμε να το αγνοούμε –την ίδια εποχή που η Γηραιά Ηπειρος αναλωνόταν στην «αποθέωση του ιδιωτικού» μέσω της Αρ νουβό στην αρχιτεκτονική και τις εφαρμοσμένες τέχνες. Την παράδοση της αυτονόμησης από οτιδήποτε ανέδιδε ευρωπαϊκό άρωμα θα ακολουθούσε στη συνέχεια με την αντιαστική ουτοπία του ο Frank Lloyd Wright πάλι στο Σικάγο, έτσι ώστε στις αρχές του 20ού αιώνα να είναι ο σπουδαιότερος αρχιτέκτονας του κόσμου.
Σε έναν τόπο όπως οι ΗΠΑ που δεν βίωσε ποτέ τον καταναγκασμό μιας στυλιστικής κατεύθυνσης –π.χ. το μοντέρνο, οι παραλλαγές και οι εξελίξεις του, όπως στην Ευρώπη –η αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα ακολούθησε ουσιαστικά τον δρόμο του εκλεκτικισμού (και δεν μιλούμε για τους διάσημους δασκάλους της αρχιτεκτονικής, όπως π.χ. οι Wright, Neutra, Mies οι οποίοι περιλαμβάνονται στα εγχειρίδια Ιστορίας και αποτελούν τις εξαιρέσεις του κανόνα). Η τοπική πραγματικότητα δηλαδή υπήρξε ανέκαθεν και από τη φύση της μεταμοντέρνα. Μια ιδιαιτερότητα σε αυτό το πλαίσιο εξέφρασε η Αρ ντεκό, το μόνο γνήσια αμερικανικό στυλ του 20ού αιώνα, παρά το γεγονός ότι και αυτής η προέλευση υπήρξε ευρωπαϊκή, παρισινή για την ακρίβεια. Η Αρ ντεκό ήταν σαν το αβγό του Κολόμβου, επέτρεπε την υιοθέτηση μοντέρνων γραμμών, η δογματική αυστηρότητα των οποίων ωστόσο «εξευγενιζόταν» από μιαν αύρα κλασικότροπης κομψότητας.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, οι προοπτικές της σύγχρονης αμερικανικής αρχιτεκτονικής δεν ήταν πολλές. Ο ένας ήταν ο δρόμος του μοντερνιστικού μανιερισμού και των άπειρων παραλλαγών του «διεθνούς στυλ», κυρίως στα δημόσια κτίρια και στους ουρανοξύστες. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι οι εναλλακτικές: η μία διαμορφώθηκε με το έργο του Frank Gehry (του αρχιτέκτονα του μουσείου στο Μπιλμπάο) που ακολούθησε έναν προσωπικό δρόμο. Σε πόλεις δίχως ταυτότητα και χαρακτήρα, σε περιβάλλοντα αντιληπτικού κατακερματισμού, η λύση είναι η αρχιτεκτονική ως έργο τέχνης, ως πανταχόθεν ελεύθερη public art που καταφεύγει στην τεχνολογική σκηνογραφία του εξωτερικού κελύφους, σε μια γλυπτική αρχιτεκτονική αυτοαναφορική που διασώζεται στη θάλασσα της αστικής ανωνυμίας και καθίσταται η ίδια σημείο αναφοράς, μετατρέπεται σε αστικό τοπόσημο, γίνεται «κορόνα της πόλης», για να θυμηθούμε τον γερμανό μοντέρνο Bruno Taut. Η περίπτωση του Walt Disney Concert Hall στο Λος Αντζελες είναι παραδειγματική.
Η άλλη εναλλακτική είναι η προοπτική του μεταμοντερνισμού, που όπως αποδεικνύεται στην Αμερική παραμένει αειθαλής. Τα μεταμοντέρνα κτίρια προσπαθούν να διατυπώσουν ένα αφήγημα, να γίνουν «γλαφυρά» και ελκυστικά σε μη-τόπους αστικής διαβίωσης και σε πολλές περιπτώσεις να διεκδικήσουν θεσμική υπόσταση και χαρακτήρα. Ο μεταμοντερνισμός, συνεπώς, είναι μια ανάγκη καθαρά αμερικανική. Ηρθε να ανανεώσει το νεκρό και επαναλαμβανόμενο λεξιλόγιο του μοντερνισμού και ταυτόχρονα να προσδώσει μια αίσθηση ιστορικότητας πόλεων σε αναζήτηση μνήμης. Εδωσε ζωή στα αστικά κέντρα και γενικότερα στο αμερικανικό δομημένο περιβάλλον, κάτι που αποδεικνύεται από τα καλά σχεδιασμένα μεταμοντέρνα κτίρια στις αμερικανικές πόλεις και το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν σήμερα.
Το 1966 ο Robert Venturi πρόσφερε στον post-modernism μια θεωρητική κάλυψη/άλλοθι και τον νομιμοποίησε στους κύκλους των θεωρητικών και των πανεπιστημίων. Ο Venturi κίνησε την προσοχή γύρω από μια διάχυτη εξάλλου νοοτροπία και ενθάρρυνε τους αρχιτέκτονες να «θεσμοποιήσουν» και να επαυξήσουν τις εκλεκτικιστικές ροπές τους.
Στο πεδίο αυτό είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Philip Johnson –του πιο αντιπροσωπευτικού αμερικανού αρχιτέκτονα του 20ού αιώνα μετά τον F.L. Wright -, ο οποίος ενώ είναι πιο γνωστός για τα «διεθνιστικά» επιτεύγματα της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου καθιερώθηκε ουσιαστικά στη χώρα του με τα λιγότερο γνωστά μεταμοντέρνα έργα της δεκαετίας του 1980, που χαρακτηρίζουν με ιδιαίτερο πάντα τρόπο τον οικοδομικό ορίζοντα των αμερικανικών πόλεων.
Σήμερα μπορούμε μάλλον να μιλήσουμε για ένα φαινόμενο «πάνδημου μεταμοντερνισμού» στις ΗΠΑ που διακρίνει τόσο τη δημόσια όσο και την ιδιωτική αρχιτεκτονική της κατοικίας. Δεν χρειάζεται ωστόσο να θυμίσουμε πως οι συνθήκες που περιγράψαμε παραπάνω δεν βρίσκουν αντιστοιχία στην Ευρώπη και ακόμη περισσότερο στην Ελλάδα, έτσι ώστε να αιτιολογείται η μιμητική μεταφορά της μεταμοντέρνας νοοτροπίας στη δική μας πραγματικότητα.
Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ