Οταν, πριν από χρόνια, ο αμερικανός θεατρικός συγγραφέας Τσαρλς Μι ρωτήθηκε από φοιτητές του Πανεπιστημίου Columbia για ποιον λόγο επιμένει να διασκευάζει κείμενα της κλασικής δραματουργίας, εκείνος απάντησε: «Πρέπει να καταλάβετε ότι το να παίρνεις στα χέρια σου την πλοκή μιας αρχαίας τραγωδίας είναι σαν να πιάνεις το τιμόνι μιας Ρολς Ρόις».
Με χιουμοριστικό τρόπο ο Μι σχολίασε την ολοένα αυξανόμενη έλξη του θεατρικού κόσμου προς το αρχαίο δράμα. Ενας έρωτας δεκαετιών που φουντώνει όσο περνούν τα χρόνια, χωρίς να δείχνει σημάδια κόπωσης. Οχι μόνο σε ηπείρους όπως η Αμερική και η Ευρώπη αλλά και στην Αφρική ή στην Ασία, τα έργα των μεγάλων τραγικών παρουσιάζονται υπό το πρίσμα της εκάστοτε κουλτούρας επιδιώκοντας να μιλήσουν για οικεία δεινά μέσα από αρχετυπικές ιστορίες και μύθους με αξεπέραστη υπαρξιακή, κοινωνική και πολιτική διάσταση. Ανεβάζοντας «Βάκχες», «Τρωάδες» και «Κλυταιμνήστρα» (μια δική του συρραφή) ο ιάπωνας σκηνοθέτης Ταντάσι Σουζούκι έφερε την παράδοση του θεάτρου Νο σε αντιπαράθεση με τα ηθικά και αισθητικά πρότυπα της Δύσης. Ο νιγηριανός νομπελίστας Γουόλε Σογίνκα συνδύασε στις δικές του «Βάκχες» τα αφροαμερικανικά γκόσπελ με το βρετανικό βοντβίλ και τα πρωτομαγιάτικα χορευτικά έθιμα της Αγγλίας.
Ρημαγμένο ηθικό τοπίο


Με όχημα τον «Ορέστη» του Ευριπίδη ο προαναφερθείς Τσαρλς Μι μίλησε για το ρημαγμένο ηθικό τοπίο της Αμερικής μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ. Η δράση εκτυλισσόταν σε ένα νοσοκομείο γεμάτο ημιτρελαμένους βετεράνους και νοσοκόμες-Ερινύες. Η «Ορέστεια» που παρουσιάστηκε το περασμένο φθινόπωρο στο Λονδίνο διά χειρός Ρόμπερτ Ικε χρησιμοποίησε ως αφηγηματικό πλαίσιο την ανάκριση του Ορέστη από έναν ψυχολόγο που βοηθά τον τραυματισμένο νέο να ανασύρει από το υποσυνείδητο τις καταπιεσμένες αναμνήσεις του. Στη διασκευή της «Μήδειας» από τη Ρέιτσελ Κασκ που παρουσιάστηκε προ μηνών επίσης στο Λονδίνο η προδομένη ηρωίδα του Ευριπίδη ζωντανεύει μέσα από τη φεμινιστική οπτική της συγγραφέως: η Κασκ υπερασπίζεται εδώ το δικαίωμα της γυναίκας να τρέφει αμφιλεγόμενα ή και αρνητικά συναισθήματα απέναντι στο άχθος της μητρότητας.
Αναφέρω όλα αυτά τα παραδείγματα για να δώσω στον αναγνώστη μια γρήγορη γεύση των ανεξάντλητων και διαφορετικών ερμηνειών που απολαμβάνει το αρχαίο δράμα ανά την υφήλιο εδώ και δεκαετίες. Είναι νομίζω αυτονόητο πως δεν υπάρχει ούτε ποτέ θα υπάρξει ένας τρόπος, μία μέθοδος, μία προσέγγιση. Τα κείμενα αυτά λειτουργούν ως καθρέφτες μέσα στους οποίους κάθε σκηνοθέτης, διασκευαστής και ηθοποιός βλέπει τη δική του αλήθεια και συνομιλεί με τη δική του κοινωνία.
Είναι συνεπώς όχι μόνο αναπόφευκτη αλλά και επιθυμητή η «ιδιωτική ερμηνεία» για την οποία κάνει λόγο η σκηνοθέτις Μαρία Πρωτόπαππα στο σημείωμα που συνοδεύει τη «Γλυκιά τυραννία του Οιδίποδα». «Κατέφυγα στον «Οιδίποδα» επειδή νιώθω πως όλοι οι ήρωές του συνθέτουν το ψηφιδωτό της προσωπικότητάς μου» δήλωσε η ίδια σε πρόσφατη συνέντευξή της. Στα μάτια της ο ήρωας του Σοφοκλή «είναι ο καθένας από εμάς που βρίσκεται σε στάδιο μεταιχμιακό. Είναι ο άνθρωπος που στέκεται στο σημείο του να ζήσει ή να μη ζήσει. Κι αν θα ζήσει, πώς θα ζήσει· ή αν πεθάνει, πώς θα πεθάνει».
Εργαλεία κρέμονται στον τοίχο στο βάθος της σκηνής. Ενα ποδηλατάκι, ένα τραπέζι, δύο παλιές πολυθρόνες. Αυτό το ταπεινό (αμερικανικής λογικής) υπόγειο σπιτιού δεν λειτουργεί μόνο ως χώρος επισκευών αλλά και ερωτικών περιπτύξεων, όπως ανακαλύπτουμε σύντομα βλέποντας το ζεύγος να χαϊδεύεται πάνω στο κάθισμα. «Παλάτι Ιοκάστης -Οιδίποδα / Ωρα 4.35» μας πληροφορεί ο υπέρτιτλος. Η χώρα μαστίζεται από λοιμό, μαθαίνουμε. Ο Χορός εισβάλλει και γραπώνει τον Οιδίποδα απ’ τον σβέρκο. Διεκδικεί απαντήσεις. Στη συνέχεια, καθισμένοι στο παγκάκι, τα μέλη του διηγούνται ιστορίες καθημερινής απώλειας: πώς πέθανε η γυναίκα του ενός, πώς τυφλώθηκε η μάνα του άλλου. Ιστορίες μαύρου χιούμορ, προφανείς «προσθήκες» του θιάσου στη μετάφραση του Γρυπάρη, με στόχο να ελαφρύνουν το κλίμα και να μας παραξενέψουν.
Η εμφάνιση της παρωδίας


Το στοιχείο της παρωδίας κάνει αισθητή την εμφάνισή του σε τακτά διαστήματα: αναδύεται μέσα από ένα τραγούδι του Μαζωνάκη, το χεβιμεταλάδικο χορευτικό κοπάνημα, το προκλητικό στυλάκι του Βοσκού, το τσάμικο της αναγνώρισης («Θηβαίος είναι μωρέ!»), τις βρισιές και τις κατάρες που εξαπολύει ο Χορός εναντίον του Οιδίποδα («φτου φτου, ου να μου χαθείς ανώμαλε») κ.ο.κ.
Αν τα στάσιμα αναδίδουν διάθεση παιγνιώδη, τα επεισόδια διαγράφονται πιο «κανονικά», πιο καθημερινά, σαν να προσπαθούν να αντικαταστήσουν «τα αλλότρια με οικεία», όπως διαβάζουμε στο πρόγραμμα: μεταδίδουν την αίσθηση ότι οι ήρωες επί σκηνής είναι άνθρωποι που γνωρίζουμε, άνθρωποι που τελούν υπό πίεση μέσα σε μια κοινωνία άρρωστη, όπου κανένας δεν αναγνωρίζει τις ευθύνες του και όλοι αναζητούν σωτήρες για να εκτονώσουν την αγωνία τους.
Ούτε καν ο Οιδίποδας δεν αναλαμβάνει τελικά τις ευθύνες του. Στη «Γλυκιά τυραννία» ο ήρωας δεν αυτοτυφλώνεται. Αναζητεί μανιωδώς την αλήθεια, τη βρίσκει, μετά από λίγη μελαγχολία όμως επιστρέφει στον «ασφαλή παράδεισο της ηδονικής μητρικής αγκαλιάς». Η Ιοκάστη τον παίρνει από το χέρι και χορεύουν… to the end of love. H ψυχανάλυση απέτυχε. Ο ασθενής δεν απογαλακτίστηκε. Η ανάγκη για ηδονή και ασφάλεια υπερίσχυσε των επιταγών της ενηλικίωσης.
H προσπάθεια να αναδειχθεί ο Οιδίπους ως «ένας από εμάς», όχι δηλαδή ένας τρανός βασιλιάς αλλά ένας συνηθισμένος άνθρωπος, δεν είναι καινούργια. Αναφέρω χαρακτηριστικά το έργο του Στίβεν Μπέρκοφ «Greek», μια διασκευή του «Οιδίποδα» όπου ο τραγικός ήρωας λέγεται Εντι. Είναι ένας νεαρός Αγγλος, μέλος της εργατικής τάξης, στο Ανατολικό Λονδίνο της δεκαετίας του ’80, ο οποίος αποκτά πλούτο και δύναμη αφού δολοφονήσει τον ιδιοκτήτη ενός καφέ και παντρευτεί τη σύζυγο του τελευταίου που δουλεύει εκεί ως σερβιτόρα (παρεμπιπτόντως, και σε αυτή την εκδοχή ο Εντι επιλέγει να μην τυφλωθεί αλλά να παραμείνει με τη γυναίκα του).
«Να το πούμε αλλιώς»


Στη «Γλυκιά τυραννία» δεν καταλαβαίνουμε ακριβώς ποιος είναι ο Οιδίπους. Δεν έχει ταυτότητα. Ούτε καν η σχέση του με την Ιοκάστη δεν αναπτύσσεται ολοκληρωμένα, αυτό το παραδείσιο καταφύγιο στο οποίο επιστρέφει αψηφώντας τους πάντες (αρκούν μερικές χαριτωμενιές;). Ακόμη και το σκηνικό τελεί υπό σύγχυση: τι θέλει να πει; Δεν εννοώ ότι πρέπει να γίνει κανείς τόσο συγκεκριμένος όσο ο Μπέρκοφ στις επιλογές του, σίγουρα όμως, όταν αποφασίζεις να υπονομεύσεις ή να ακυρώσεις κάποιες παραμέτρους, τότε οφείλεις να τις αντικαταστήσεις με πιο ξεκάθαρες αναγωγές. Στην περίπτωσή μας το εγχείρημα διέπεται από μια γενικευμένη διάθεση «να το πούμε αλλιώς», να αλλάξουμε τα μεγέθη και τις ισορροπίες, να δοκιμάσουμε και να δοκιμαστούμε –επιθυμίες όλες σεβαστές και ευπρόσδεκτες, που χρειάζονται όμως περισσότερη μελέτη, περισσότερη δουλειά σε όλα τα επίπεδα (φόρμας, ύφους και υποκριτικής κατεύθυνσης) ώστε να αποκτήσουν συνοχή, διαύγεια και δύναμη.
Σίγουρα δεν έχουμε να κάνουμε με μια βαρετή παράσταση και σίγουρα μπορεί να διακρίνει κανείς τις γόνιμες ανησυχίες της σκηνοθέτιδος και των ηθοποιών της, που στέκονται με ειλικρινές πάθος απέναντι στο αντικείμενό τους. Η «Γλυκιά τυραννία» έχει περισσότερους λόγους ύπαρξης από πολλές άλλες στείρες εκδοχές αναπαράστασης τραγωδιών που παρουσιάζονται κάθε καλοκαίρι. Και δυστυχώς αυτό που θα έπρεπε να ενισχύεται από τους θεσμούς και την πολιτιστική ηγεσία του τόπου –η έρευνα και ο πειραματισμός πάνω στο αρχαίο δράμα –σε οργανωμένο πλαίσιο παγκόσμιου διαλόγου το επιφορτίζονται μεμονωμένοι θίασοι που παλεύουν στο σκοτάδι με όπλα το ένστικτο, την προσωπική αγωνία και την καλή θέληση. Μήπως ήρθε η ώρα να τους βοηθήσουμε;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ