Υποστηρίζω, εδώ και καιρό, ότι το σημείο-κλειδί για ένα νέοπολιτικό σύστημα που θα ανατάξει τη χώρα είναι ηενοποίηση του κεντρώουχώρου σ’ ένα νέο μεταρρυθμιστικό κόμμα. Πιστεύω ότι μόνον έτσι θα δημιουργηθεί οαναγκαίος μεταρρυθμιστικός κορμός στο πολιτικό σύστημα, θα πυροδοτηθούν ουσιαστικές μεταβολές στην υπόλοιπη κομματική γεωγραφία και θα διαμορφωθεί ο πυρήναςμιας πραγματικής μεταρρυθμιστικής διακυβέρνησης για να βγει η χώρα από την κρίση. Ισχυρίζομαι, λοιπόν, ότι ο κεντρώος χώρος πρέπει να συγκροτηθεί με μεταρρυθμιστική και όχι κεντροαριστερή φυσιογνωμία για τρεις, κυρίως, λόγους.

Πρώτον, επειδή οι ανάγκες ανόρθωσης της χώρας επιτάσσουν τη συγκρότησηενός πολιτικού υποκειμένου που θα φέρει σε πέρας τις τέσσερεις μεγάλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις: επιτελικό κράτος, παραγωγική αναδιάρθρωση, αξιοκρατική παιδεία και νέα κοινωνική προστασία. Αυτή η στρατηγική επιλογή αντιστοιχείται με την πραγματική διαιρετική γραμμή που υπάρχει διαχρονικά στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία μεταξύ του λαϊκισμού και της μεταρρύθμισης.

Είναι, πλέον, φανερό, ότι οι κάθετες πολιτικές διακρίσεις της μεταπολίτευσης-Δεξιά, Κέντρο, Αριστερά- έχουν ξεπεραστεί στην πράξη, ιδίως στις συνθήκες διακυβέρνησης της πτωχευμένης χώρας. Οι ιδεολογικές τους εκφράσεις ομογενοποιήθηκαν και υποτάχθηκανστο λαϊκισμό, επομένως δεν αποτελούν βιώσιμες πολιτικές λύσεις σε μια χώρα με διαρθρωτική κατάρρευση.

Αυτό φάνηκε καθαρά σε όλες τις κυβερνήσεις της κρίσης,ανεξαρτήτως ιδεολογικής ταυτότητας, όπου οι συσχετισμοί μεταξύ λαϊκισμού και μεταρρύθμισης ήταν συντριπτικά υπέρ του λαϊκισμού. Αυτό είναι και το στοιχείο που καθόρισε και καθορίζει, πολύ περισσότερο κατά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, την αποτυχία των προγραμμάτων ανάταξης.

Δεύτερον, επειδήοι περιστάσεις απέδειξαν πως δεν υπάρχει δυνατότητα συγκρότησης μιαςπειστικής κεντροαριστερής πολιτικής πρότασης. Οι παλιές ιδεολογίες που κυριάρχησαν στην μεταπολιτευτική Ελλάδα(φιλελευθερισμός, σοσιαλδημοκρατία και αριστερά) βρίσκονται σε βαθιά κρίση και δεν μπορούν να απαντήσουν στα σύνθετα προβλήματα της εποχής. Τα παράγωγάτους πολιτικά σχήματα (Δεξιά, Κέντρο και Αριστερά) καθώς και οι προσμείξεις τους (Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά) είναι φυσικό να πάσχουν το ίδιο. Αυτή η αδυναμία της κάθε είδουςκεντροαριστεράς αποτυπώνεται και σε διάφορες ξεπερασμένες κεϋνσιανές και νεοκεϋνσιανές αντιλήψεις που εμφανίζονται ως αμήχανες πολιτικές απαντήσεις για την κρίση και τη διαρθρωτική κατάρρευση της χώρας μας.

Η κρίση στο πολιτικό πεδίο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Απλώς στην Ελλάδα η πολιτική και κομματική κρίση είναι δομική, επομένως απαιτεί μεγάλες υπερβάσεις. Δεν ισχυρίζομαι ότιήλθε το τέλος των ιδεολογιών και της πολιτικής. Οι νέες ιδεολογικές διαμορφώσεις αναζητούνται. Ωστόσο θα πρέπει να επιδιώξουν τη λύση των υπαρκτών προβλημάτων μιας κατεστραμμένης χώρας, αντί να εξυπηρετούν την πολιτική αναπαραγωγή των εμπνευστών τους. Σήμερα αναζητούμε στρατηγικές και προγραμματικές λύσεις για σύνθετα προβλήματα, όχι ιδεολογικά αναμασήματα ενός ευχάριστου παρελθόντος δανεικής ευημερίας.

Γι’ αυτό επιμένω ότι η διάκριση «Λαϊκισμός ή Μεταρρύθμιση», με τη διαμόρφωση αντίστοιχων πολιτικών υποκειμένων, είναι πιο αντιπροσωπευτική και πιο λειτουργική από τις διακρίσεις ανάμεσα στη Δεξιά, στο Κέντρο και στην Αριστερά, που εκφέρουν τάχα διακριτό λόγο, ωστόσο στην ουσία καταλήγουν στην ίδια λαϊκιστική πρακτική.

Τρίτον, επειδή ηκεντροαριστερήσυγκρότηση του κεντρώου χώρου οδηγεί στον πολιτικό κίνδυνο του θανάσιμου εναγκαλισμού και της εξάρτησης από τον ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε, ο κ. Τσίπρας το ξεκαθάρισε μια και καλή: Κεντροαριστερά χωρίς Αριστερά δεν υπάρχει. Πρόσφατα, δίνοντας έμφαση, συμπλήρωσε ότι «τέρμα και οι αυταπάτες». Η Αριστερά θα κινηθεί προς το Κέντρο κουβαλώντας, κυρίως, τις παθογένειές του. Τι δεν καταλαβαίνει, λοιπόν, η παλιά Κεντροαριστερά;

Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά το αδιέξοδο της εθνικολαϊκιστικής αριστερής δήθεν «εναλλακτικής», προχωρά με αντιφατικά αλλά σταθερά βήματα σε μια προσαρμογή απέναντι στη σκληρή πραγματικότητα. Η προσαρμογή αυτή περιλαμβάνει ιδεολογικές και πολιτικές μετατοπίσεις σε διάφορα επίπεδα. Κεντρικά στοιχεία αυτής της προσαρμογής είναι η μετατροπή της «εθνικής διαπραγματευτικής αδιαλλαξίας» σε εκλογικευμένη ευρωπαϊκή συνεννόηση-με άτακτες υποχωρήσεις-και η διαρκής μετατόπιση της αριστερής του φυσιογνωμίας.

Το στοιχείο της παλαιάς ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ, που παραμένει σε ισχύ είναι ο λαϊκισμός του. Αυτός είναι, άλλωστε, ο κεντρικός ιδεολογικός αγωγός μέσα από τον οποίο κρατιέται σε επαφή με τον κοινωνικό και εκλογικό του χώρο, ώστε να μπορεί να κάνει, χωρίς μεγάλους κραδασμούς, τη βασική του στροφή.

Με βάση αυτήν την καθοριστική εξέλιξη στο πολιτικό σκηνικό, ασκείται πίεση και προεξοφλείται από πολλούς, εντός και εκτός χώρας, η ημερομηνία λήξης της συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ και η επιδίωξη μιας νέας συμμαχικήςσχέσης με την παραδοσιακή Κεντροαριστερά. Αυτό δεν αφορά τόσο την τρέχουσα βουλευτική περίοδο,όσο το διαφαινόμενο εγγύς μέλλον μιας συνασπισμένης Κεντροαριστεράς υπό την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ.

Έτσι, λοιπόν, για τον κεντρώο πολιτικό χώρο, ο κεντροαριστερός προσανατολισμός οδηγεί σε κάθε περίπτωση στην αγκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ -είτε συνεχιστεί σε συνθήκες τακτικού ανταγωνισμού μαζί του για διεκδίκηση μεριδίων του κεντροαριστερού κοινωνικού χώρου (όπως γίνεται τώρα) , είτε πάρει τη μορφή άμεσης σχέσης (όπως εισηγούνται κάποιοι βιαστικοί)είτεοδηγηθεί σε μεσο-μακροπρόθεσμη συνεργασία (στην οποία προσβλέπουν αρκετοί). Με αυτές τις θέσεις δεν εισηγούμαι, βέβαια, τον αποκλεισμό της πολιτικής συμμαχιών και τον απομονωτισμό του κεντρώου χώρου, αλλά επισημαίνω τον κίνδυνο κατάλυσης της πολιτικής του αυτονομίας.

Είναι, λοιπόν,προφανές ότι για ιδεολογικούς, προγραμματικούς και πολιτικούς λόγους, αλλού οδηγείτο μεταρρυθμιστικό και αλλού το κεντροαριστερό στίγμα του κεντρώου χώρου.

Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να αποφασίσουμε τι θέλουμε. Θέλουμε την υπέρβαση του λαϊκισμού μέσα από μεταρρυθμιστικές συγκροτήσεις και μεταβολές ή τη συνέχιση της πολύχρονης λαϊκιστικής σύγκρουσης Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς;

Η μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο είναι ότι η πρώτη επιλογή δημιουργεί σημαντικές προϋποθέσεις για την ανάταξη της χώρας, ενώ η δεύτερη την καταδικάζει αμετάκλητα στο αδιέξοδο και στην περιθωριοποίηση.