Βαλκανικοί πόλεμοι, το έπος του 40, μια Ελλάδα γεμάτη ορμή, αυτοθυσία και κοινή πίστη, που προέρχονταν κυρίως από την αγάπη για τη χώρα. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν αγροτικό και η Αθήνα μικρών διαστάσεων. Η επαφή με τη φύση καθημερινή. Δεμένος ο πληθυσμός με τη γή και το υπέροχο τοπίο της όπως εικονίζεται στα δημώδη άσματα: « Έχετε γειά βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες!..». Η νοσταλγία των ξενιτεμένων στενά συνυφασμένη με τις οπτικές και συναισθηματικές παραστάσεις του τόπου καταγωγής. Πολυάριθμες οι καντάδες και τα τραγούδια της Βέμπο και της Μούσχουρη που, παρά τη διάχυτη φτώχεια, υμνούσαν την Ελλάδα και την Αθήνα μέχρι και τη δεκαετία του 60. Μετά σταμάτησαν δια παντός διότι, όπως λέει και το τραγούδι:

«Ο κόσμος άλλαξε αλλάξαν οι καιροί. Είν’ όλα ψεύτικα κι ας φαίνονται αλήθεια. Αγάπες βρίσκεις μοναχά στα παραμύθια».

Πράγματι, μετά τον Εμφύλιο πόλεμο οι πιό πολλοί επήλυδες Αθηναίοι που αποτελούν και τη μεγάλη πλειοψηφία δεν αγάπησαν την Αθήνα. Την είδαν αρχικά ως τόπο εξορίας ή προσφυγής και μετά ως εφαλτήριο επιβίωσης ή πλουτισμού. Έτσι, συμπορευομένων και των πολιτικών, η επέκταση της πόλης έγινε χωρίς σεβασμό και φροντίδα και, όπως κατάντησε σήμερα, είναι απρόσωπη, τριτοκοσμική, δυσλειτουργική και μόνο αξιολάτρευτη δεν είναι για τους κατοίκους της. Τα σκουπίδια και τα γκράφιτι βασιλεύουν και τα πεζοδρόμια χρησιμεύουν για παρκάρισμα ή ως αφοδευτήρια σκύλων. Έτσι, πολλοί την εγκαταλείπουν χωρίς δυσκολία. Είναι φανερό ότι η Αθήνα υποβαθμίστηκε κυρίως από έλλειψη στοργής και αγάπης. Κάτι ανάλογο συνέβη και με άλλες μεγαλουπόλεις που αναπτύχθηκαν δυστυχώς κατ’ εικόνα και ομοίωση της Αθήνας.

‘Ήρθε και η ένταξη στην ΕΟΚ και μαζί με αυτήν ο πακτωλός των χρημάτων που ξύπνησε τη διάθεση της “αρπαχτής” στη Ελληνική κοινωνία και την κατέστρεψε. Παράλληλα επήλθε σταδιακά μια αλλοτρίωση του πληθυσμού με δόλωμα τις νέες τεχνολογίες που εκτονώνουν, αποβλακώνουν, και φακελώνουν σε συνεχή βάση τους πάντες και τα πάντα και για τα οποία όλοι αλλά κυρίως η νεολαία αδιαφορεί πλήρως, παραβλέποντας το αίμα που χύθηκε στο παρελθόν για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Βαθιά αλλοτρίωση έχουμε επίσης στη νεολαία μας (αν και το φαινόμενο συναντάται σχεδόν παγκοσμίως) που μιμείται τυφλά ο,τιδήποτε χυδαίο αμερικάνικο και δεν ενδιαφέρεται πλέον για την ελληνική παιδεία (άραγε υπάρχει ακόμα;) εξ ου και η διάδοση της γραφής σε greeklish.

Σε αυτά προστέθηκε η διάδοση της «ιδεολογίας» των δήθεν διεθνιστών που παίζουν το παιχνίδι της άνευ κανόνων παγκοσμιοποίησης με την οποία δηλώνουν ότι διαφωνούν (!) χαρακτηρίζοντας «δημοκρατικότατα» ως εθνικιστές και φασίστες όσους δεν συμφωνούν μαζί τους ή ενδιαφέρονται για την προστασία των εθνικών συνόρων και για τη διατήρηση της εθνικής μας παράδοσης και ταυτότητας. Η δε ατιμωρησία όλων των υπεύθυνων ενόχων σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένων και των αναρχικών, τους έχει ενθαρρύνει να γίνουν ασύδοτοι.

Και με μέτρα που διεγείρουν τον κοινωνικό αυτοματισμό του φθόνου, όπως η ισοπέδωση μισθών και συντάξεων και ο ΕΝΦΙΑ, μαζί με όλα τα προαναφερθέντα, η Ελληνική κοινωνία πλήττεται στα ευαίσθητα σημεία της: Τη γλώσσα, την Ορθοδοξία (με τη μή αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες και την ανθρωποπλημμύρα των Μουσουλμάνων μεταναστών), την ιστορική της παράδοση (με την υποβάθμιση και χειραγώγηση της Παιδείας και την περιφρόνηση της έννοιας του “Πατριώτη”) και το ανεπτυγμένο αίσθημα ιδιοκτησίας του Έλληνα.

Η Παγκοσμιοποίηση λοιπόν αλωνίζει ανεμπόδιστα στην Ελλάδα! Και για όλα αυτά φταίνε βασικά οι εγκληματικά αδιάφοροι ή άτολμοι αχυράνθρωποι πολιτικοί μας μαζί με τους διεφθαρμένους συνδικαλιστές και τους διαπλεκόμενους επιχειρηματίες και τα ΜΜΕ αλλά και η απούσα πνευματική ελίτ της χώρας. Όλοι αυτοί με το άθλιο παράδειγμά τους, τις προχειρολογίες τους και την περιφρόνηση του λαού δεν εμπνέουν πιά κανένα όραμα ή σεβασμό για τη χώρα.

Έτσι οι νέοι μας δεν έχουν και πολλά να αγαπήσουν από τη σύγχρονη Ελλάδα. Δείτε τα σχόλια στα blogs: «Η χώρα δεν μου προσφέρει ούτε τα προς το ζην ούτε πρόνοια – πώς να την αγαπήσω;» Επειδή λοιπόν προηγείται η επιβίωση και με αυτήν την ιθύνουσα τάξη δεν διαφαίνεται λύση, ήδη, προς αγαλλίαση των κυβερνώντων, κάπου 250.000 νέοι, ως επί το πλείστον με υψηλά προσόντα, έχουν φύγει, οι περισσότεροι χωρίς προοπτική επιστροφής.

Όπου γής και πατρίς. Έτσι λοιπόν ο πλούσιος Βορράς δεν συγκεντρώνει μόνο τον πλούτο μας για φύλαξη αλλά μας κλέβει και την ακριβοσπουδασμένη νεολαία μας. Και όσοι αναγκαστικά παραμένουν δεν εμπιστεύονται κανέναν πολιτικό, δεν έχουν πλέον «προστάτες», βολεύονται όπως-όπως, μεμψιμοιρούν και απασχολούνται συνεχώς με ένα smartphone για να ξεχνούν τη μιζέρια που τους περιβάλλει και κυρίως τις δυσάρεστες προοπτικές του τόπου.

Η κοινωνία βαλκανοποιείται και διαλύεται και οι πιο πολλοί δεν συγκινούνται πλέον από τέτοιους προβληματισμούς είτε διότι έχουν τελείως απογοητευτεί ή/και διότι έχουν ήδη προσχωρήσει στο σύστημα της Παγκοσμιοποίησης χωρίς να το έχουν συνειδητοποιήσει.

Οι μη αφομοιώσιμοι μωαμεθανοί μετανάστες ασφαλώς δεν είναι δεμένοι με τη χώρα μας και όσο περνάει ο καιρός γίνονται όλο και πιο απαιτητικοί και προκλητικοί. Μας τους παγίδευσε εδώ η παραπαίουσα υποκριτική Ευρωπαϊκή Ένωση πιστεύοντας ότι έτσι θα απαλλαγεί από το πρόβλημα των μεταναστών και ίσως και από εμάς. Και δεν καταλαβαίνουν οι κοντόφθαλμοι Ευρωπαίοι εταίροι μας ότι με τη μη συμπαράσταση και ενότητα παίζουν το διασπαστικό παιχνίδι των Αμερικανών ενώ προοδευτικά χάνουν τον πολιτισμικό τους χαρακτήρα και αφομοιώνονται
από το χωνευτήρι της Αμερικανικής υποκουλτούρας που αποτελεί για όλους κοινό παρονομαστή παρέα με το Internet και την Αγγλική γλώσσα. Έφτασε να τους απειλεί ακόμα και η Τουρκία! Μαζί λοιπόν με την Ελλάδα υποδουλώνεται και η ανιστόρητη και εκ νέου πολυδιασπασμένη Ευρώπη…

Από αυτή την αδιαφορία για τη χώρα μας που βουλιάζει επωφελούνται οι ξένες μυστικές υπηρεσίες και οικονομικοί κύκλοι και κάνουν εδώ τη δουλειά τους ανεμπόδιστα. Είναι κοινή η πεποίθηση αλλά και νόμος της φύσης ότι για να κάνεις κάτι σωστά και να το αναδείξεις πρέπει πρωτίστως να σε ενδιαφέρει και να το αγαπήσεις. Και αυτή η αγάπη και η στοργή για την Ελλάδα φαίνεται να έχουν εξατμιστεί. Πού οδεύει λοιπόν μια χώρα όταν οι περισσότεροι πολίτες της έχουν πάψει έμπρακτα να την αγαπούν; Υπάρχει έτσι φρένο στον κατήφορο;