«Μπορείτε να μας κατηγορήσετε για αυταπάτες» δήλωσε στη Βουλή με την άνεση του επί σκηνής ερμηνευτή ο Πρωθυπουργός απευθυνόμενος στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Εχοντας υιοθετήσει κινήσεις του σώματος που φανέρωναν διάθεση απολογητικότητας, ο κ. Τσίπρας ολοκλήρωσε τη φράση του θέτοντας δύο φραγμούς στην κριτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης: Μη μας κατηγορήσετε ότι «δεν τιμήσαμε την εντολή» και ότι «είπαμε ψέματα». Η φράση του κ. Τσίπρα συμπυκνώνει μια αντίληψη για την εξουσία που στο μέλλον δεν είναι απίθανο να διδάσκεται από τους γκουρού της πολιτικής επικοινωνίας ως μια φόρμα θεατρικοποιημένου λόγου που επιδιώκει έναν ατυχή συγκερασμό: την παραδοχή της αποτυχίας, την ηθικοποίηση της αποτυχίας αλλά και την αποποίηση των ευθυνών για την αποτυχία αυτή.
Ας επικεντρωθούμε στην κεντρική έννοια «αυταπάτη», προκειμένου να αναδείξουμε τι υποδηλώνει. Το Χρηστικό Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών ορίζει την «αυταπάτη» ως «πλάνη, παρανόηση, άρνηση της πραγματικότητας ως αποτέλεσμα συναισθηματικής ανάγκης ή επιθυμίας» αλλά και ως «χίμαιρα». Παραπέμπει στους αντίστοιχους συγγενικούς γερμανικούς όρους: Selbsttäuschung – εαυτού παραπλάνηση και Selbstbetrug – εαυτού εξαπάτηση. Δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένο, ωστόσο, ότι οι δύο αυτοί συγγενικοί όροι είναι ταυτόσημοι και η εαυτού παραπλάνηση συνιστά και εαυτού εξαπάτηση. Η αυταπάτη δεν είναι αναγκαίο να βρίσκεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, όπως επισημαίνει ο Σ. Φρόιντ στο δοκίμιό του Το μέλλον μιας αυταπάτης (εκδόσεις Printa, 2003). Ωστόσο, ίδιον της αυταπάτης αποτελεί το περιεχόμενό της να παραμένει ηθελημένα ασυσχέτιστο με την πραγματικότητα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο παραπλανημένος να είναι και παραπλανητικός· δηλαδή, απευθυνόμενος σε τρίτους (όπως συμβαίνει όταν φορέας της αυταπάτης είναι ένας πολιτικός) να συγκαλύπτει το γεγονός ότι οι επιθυμίες και διαθέσεις του δεν έχουν υποστεί τη βάσανο της απόδειξης ούτε έχουν περάσει από τον έλεγχο της βασιμότητας και της αλήθειας.
Τι όμως επεδίωξε στην πραγματικότητα ο κ. Τσίπρας με την περί αυταπάτης παραδοχή του;
Κατ’ αρχάς να του αναγνωριστεί η μη κακή πρόθεση, το γεγονός ότι κι αυτός, όπως –τηρουμένων των αναλογιών –κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε άνθρωπο, υπέπεσε σε μια αθέλητη πλάνη προβαίνοντας σε λανθασμένη, ακόμη και κακή εκτίμηση της κατάστασης. Και είναι αλήθεια: σε περιπτώσεις αθέλητης πλάνης το ίδιο μπορεί να επικαλεστεί κάθε άνθρωπος και ως τέτοιο να του συγχωρεθεί. Δεν μπορεί όμως να το επικαλεστεί ένας πολιτικός και μάλιστα πρωθυπουργός χωρίς μια τέτοια παραδοχή να συνδέεται με ευθύνες και χωρίς να επισύρει συνέπειες.
Αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση του πολιτεύεσθαι όχι μόνο η ειλικρίνεια στις εξαγγελίες αλλά η βασανιστική, υπεύθυνη και διεξοδική μελέτη ενός προβλήματος προτού ένας πολιτικός, ένα κόμμα ή, πολλώ μάλλον, μια κυβέρνηση προβεί σε οποιαδήποτε πρόταση, σχέδιο ή υπόσχεση αντιμετώπισής του. Στην περίπτωση της περί αυταπάτης παραδοχής του Πρωθυπουργού υπάρχει και μια επιπλέον διάσταση. Καθώς οι αυταπάτες των πολιτικών αφορούν τρίτους και επηρεάζουν μια χώρα ή ένωση χωρών σε ενεστώτα και μελλοντικό χρόνο, ο υπεύθυνος πολιτικός δεν προσπερνά τις πλάνες του με μια έστω δημόσια ομολογία, ένα «mea culpa» ή μια κεκαλυμμένη συγγνώμη αλλά έχει την υποχρέωση να τις θέτει στην κρίση των πολιτών. Ή, για να το εκφράσουμε διαφορετικά, αν οι αυταπάτες δεν παραμένουν στοιχείο προσανατολισμού της όποιας ατομικότητας αλλά καθίστανται μέρος μιας δημόσιας ρητορικής, κομματικής αφήγησης και πολιτικής ατζέντας, αν με άλλα λόγια αποτέλεσαν το όχημα για να ζητήσει και να λάβει λαϊκή υποστήριξη ένας πολιτικός και το κόμμα του, όσο μεγαλύτερη υπήρξε η υποστήριξη που εισέπραξε σε αναγνώριση και σε ψήφους τόσο μεγαλύτερη και η υποχρέωσή του, εκτός από το να παραδεχθεί ανοιχτά τις πλάνες του, να ζητήσει να επανακριθεί για τα λάθη του και τον όποιο αναπροσανατολισμό του.
Το πρόβλημα με τον κ. Τσίπρα και τις αυταπάτες του είναι ότι η παραδοχή τους υπήρξε μίζερη και μετέωρη: ούτε τις παραδέχθηκε ευθέως αλλά απλώς επέτρεψε στους αντιπάλους του να προβούν σε μια τέτοια ερμηνεία, αλλά ούτε και καθ’ οιονδήποτε τρόπο θεώρησε ότι υπάρχει θέμα πολιτικής νομιμοποίησης μιας εντολής που στηρίχθηκε σε πλάνες εκείνων που τη ζήτησαν και εκείνων που την έδωσαν.
Στη δημόσια σφαίρα όλοι όσοι διαχειρίζονται δημόσιες υποθέσεις, οι κυβερνώντες προπάντων, δεν είναι ιδιώτες ούτε και ιερείς που περιφέρουν τα προσωπικά τους γούστα ή τους απόλυτους σκοπούς τους, αλλά υπεύθυνοι πολιτικοί που έχουν συνείδηση της ευθύνης της αποστολής τους. Στην πολιτική η αυταπάτη ως Selbstbetrug μπορεί εύκολα να μετουσιωθεί σε Fremdbetrug, δηλαδή σε ετεροαπάτη. Στη συγκυρία της βαθιάς κρίσης στη χώρα, με έναν λαό ευάλωτο και εύπιστο σε υποσχέσεις, η εμπρόθετη ή εκ του αποτελέσματος αυτή μετατροπή συνιστά ένα ισχυρό ενδεχόμενο. Ως εκ τούτου οι πρωθυπουργικές πλάνες δεν είναι κάτι που μπορεί να στριμωχθεί και να προσπεραστεί σε μια δευτερεύουσα αναφορά μιας κοινοβουλευτικής δευτερολογίας, πολλώ μάλλον δεν μπορεί να συγχωρεθεί από το εκλογικό σώμα.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ