Μόνος του πάνω σε μια μεγάλη σκηνή. Στο τραπέζι, αριστερά, πολλά πλαστικά μπουκαλάκια νερό. Στο πάτωμα, ένα βουνό από ξεμαλλιασμένα ρολά ταινίας. Στα δεξιά, ένα παράξενο μικρόφωνο δαπέδου με πομπό σε σχήμα προσώπου, σαν μάσκα.
Ο άνδρας που μας υποδέχεται εκπέμπει επικοινωνιακή άνεση και πηγαία διάθεση σύνδεσης με το κοινό του. Θέλει να περάσουμε καλά… Μας εξηγεί τι πρέπει να κάνουμε με τα ακουστικά που κρέμονται στην πλάτη του καθίσματός μας. Τα φοράμε και μας ξεναγεί με χιούμορ στα μυστικά αυτής της προηγμένης αμφιωτικής τεχνολογίας (binaural technology), που δημιουργεί μια 3D-audio συνθήκη ακρόασης. Είναι πράγματι εντυπωσιακή. Ο ομιλητής επιλέγει πότε θα τον ακούσουμε από το ένα ή από το άλλο αφτί. Ξαφνικά είναι σαν να βρίσκεται πίσω μας και να περικυκλώνει το κεφάλι μας. Αν κλείσει κανείς τα μάτια, η ηχητική ψευδαίσθηση τον αιφνιδιάζει.
Αφού εξοικειωθούμε με τα «μαγικά» κόλπα του, ο Σάιμον Μακ Μπέρνι –αυτό είναι το όνομα του οικοδεσπότη μας και συνιδρυτή της περίφημης βρετανικής ομάδας Complicite –μας εισάγει σιγά σιγά στο θέμα του. Σκέψεις για τη φύση της μνήμης και της συνείδησης («το άθροισμα όλων όσα έχουμε βιώσει»)… Τι είναι αληθινό και τι δεν είναι… βγάζει το κινητό του και προσποιείται πως μιλάει με την κόρη του, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ηχογραφημένο υλικό που δημιουργεί την ψευδαίσθηση του παρόντος. Απευθύνεται στο μικρόφωνο-κούκλα σαν να είναι ο άλλος εαυτός του. Ενας επιστήμονας από την Οξφόρδη αναδύεται στα ακουστικά μας και μοιράζεται τη θεωρία του για τον χρόνο: «Ο χρόνος είναι κύκλος», υποστηρίζει ο κύριος αυτός, «ο χρόνος δεν υπάρχει».
Παρ’ όλα αυτά, επιχειρούμε ένα συναρπαστικό ταξίδι στο παρελθόν, στο έτος 1969, όταν ο αμερικανός φωτογράφος Λόρεν Μακ Εντάιρ εντόπισε τη «χαμένη» φυλή των Μαγιορούνα στα βάθη του Αμαζονίου –κάπου στα σύνορα μεταξύ Βραζιλίας και Περού. Επιδιώκοντας να τους απαθανατίσει με τον φακό του και μετά να επιστρέψει στη χώρα του, ο φωτογράφος βρέθηκε παγιδευμένος με αυτή την ομάδα ινδιάνων ιθαγενών που χρησιμοποιούσαν κρανία ως κούπες και φορούσαν περιδέραια από ανθρώπινα κόκαλα. Τους επόμενους δύο μήνες αναγκάστηκε να ακολουθεί τη φυλή σε όλες τις, συχνά ανεξήγητες, μετακινήσεις της χάνοντας κάθε σύνδεσμο με τον πολιτισμό: οι Μαγιορούνα έκαψαν τα αθλητικά παπούτσια και το ρολόι του, ενώ μια μαϊμού έκλεψε τη φωτογραφική μηχανή και κατέστρεψε το πολύτιμο φιλμ με τις φωτογραφίες του. Οι ιθαγενείς δεν ήταν ιδιαίτερα φιλικοί απέναντι σε αυτόν τον «ξένο», ο Μακ Εντάιρ όμως κατόρθωσε να αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με τον αρχηγό σαμάνο της φυλής επικοινωνώντας μαζί του με ένα είδος «τηλεπάθειας».
Ο Μακ Μπέρνι αφηγείται με πάθος, απόλυτα δοσμένος στην ιστορία του. Κινείται με θέρμη, τρέχει κυκλικά για να μας δείξει πως έβαζαν τα ξόρκια στον καταυλισμό, ιδρώνει ολόκληρος από την προσπάθεια. Οταν τσαλακώνει ένα άδειο μπουκάλι νερού μέσα στο μικρόφωνο, νομίζουμε πως πλησιάζει ένα αεροσκάφος Τσέσνα. Οταν πατάει με τα πόδια του το βουνό από ρολά ταινίας, νιώθουμε σαν να περπατάει στη ζούγκλα. Οι Μαγιορούνα βρίσκονται σε ένα μυστικιστικό ταξίδι, μαθαίνουμε, αναζητούν τις απαρχές του χρόνου, εκεί όπου κανένα αεροσκάφος δεν θα απειλεί να τους εντοπίσει. Θέλουν να εξαφανίσουν τα ίχνη τους, να γίνουν απροσπέλαστοι σε κάθε διψασμένο για πετρέλαιο εισβολέα. Οι φωτισμοί μετατρέπουν τον τοίχο σε δίνη παραισθήσεων. Η σκηνή γεμίζει καπνούς. Η αφήγηση φτάνει στο σημείο του τελετουργικού χορού με τα παραισθησιογόνα που επιφέρουν απώλεια συνείδησης. Ο χρόνος καταρρέει. Εστω για λίγο, βυθιζόμαστε σε μιαν άλλη πολιτισμική διάσταση, όπου οι έννοιες του ζωτικού χώρου και της ύπαρξης γίνονται αντιληπτές με εντελώς διαφορετικούς όρους από τους δικούς μας.
Ο αφηγητής δεν μας αφήνει να ξεχαστούμε σε αυτόν τον «εξωτικό» κόσμο. Τα επεισόδια με την εξάχρονη κόρη του που διακόπτει τις πρόβες του μπαμπά στο σπίτι στο Λονδίνο παρεμβάλλονται τακτικά στη δράση και λειτουργούν ως μικρά, ανακουφιστικά διαλείμματα. Μας υπενθυμίζουν τη δική μας πραγματικότητα, το τότε και το τώρα, ενώ συγχρόνως αποκαλύπτουν μια ευάλωτη πλευρά του καλλιτέχνη που χτυπιέται πάνω στη σκηνή: εκτός από ερευνητής, σκηνοθέτης και ηθοποιός, ο Μακ Μπέρνι είναι και πατέρας.
Κλείνοντας, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει πόσο εντυπωσιακή αποδεικνύεται η χρήση της νέας τεχνολογίας στο πλαίσιο της παράστασης που επιδιώκει προφανώς να ανοίξει νέους δρόμους σε αυτόν τον τομέα. Προσωπικά αισθάνθηκα λίγο σαν να βρισκόμουν σε κάποιο καλοστημένο Νew Media Show και παρ’ όλο που χάρηκα για την «επίδειξη» αυτή, δεν μου στάθηκε απαραίτητη. Ο Μακ Μπέρνι είναι τόσο καλός σε αυτό που κάνει, η αφηγηματική δεινότητά του τόσο υψηλή, η συμμετοχή του σώματός του τόσο ειλικρινής, ώστε δεν μας λείπει τίποτε για να απολαύσουμε μαζί του αυτό το μοναδικό ταξίδι στον Αμαζόνιο του μυαλού.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ