Ησσονος σημασίας η αποτυχία της χώρας μας στη Eurovision. Πόσο ακόμη άλλωστε θα απασχολεί μια εξαθλιωμένη κοινωνία το ζήτημα ενός μουσικού διαγωνισμού ο οποίος κινείται μεταξύ τραγελαφικής αισθητικής και ανεκδιήγητης πρόκλησης. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι το κατά πόσο έφταιγε το τραγούδι, το συγκρότημα, η εμφάνιση, οι στίχοι ή ο ανάδρομος. Το ζήτημα που προκύπτει και είναι σημαντικό είναι το γεγονός πως η συγκεκριμένη συμμετοχή είναι προσωπική επιλογή του προέδρου της ΕΡΤ κ. Διονύση Τσακνή, ο οποίος το εμπιστεύθηκε σε τέτοιον βαθμό ώστε δεν χρειάστηκε καν να γίνει διαγωνισμός. Και αν και άνθρωπος με μακρά μουσική πορεία, ας είμαστε επιεικείς υποθέτοντας πως δεν κατέχει το συγκεκριμένο είδος, οπότε και ατύχησε. Δεκτές ακόμη και οι πιο πονηρές ως και κωμικές σκέψεις που κάνουν λόγο για σκόπιμη ενέργεια του προέδρου έτσι ώστε να λήξει μια ώρα αρχύτερα το θέμα μιας αστείας διοργάνωσης, η οποία σε τελική ανάλυση εκθέτει τη χώρα και μάλιστα σε πολύ δύσκολη συγκυρία, όπου τέτοια λάθη δεν συγχωρούνται.
Δεν μιλάμε όμως για έναν μάνατζερ βεληνεκούς Ψινάκη αλλά για τον πρόεδρο της ΕΡΤ. Και αφήνοντας την αστειότητα που τιτλοφορείται Eurovision, μιλάμε για το στέλεχος το οποίο χαράσσει με τη συνδρομή των συνεργατών του φυσικά την πολιτιστική φυσιογνωμία της δημόσιας τηλεόρασης. Αν δεν μπορεί να επιλέξει ένα σουξεδάκι να γίνει έστω ένα διαφημιστικό πάρτι, τότε πώς θα προχωρήσει παραπέρα και παραπάνω;
Οι μέχρι στιγμής επιλογές απλώς αποκαλύπτουν πως το πρόβλημα είναι βαθύτερο και σίγουρα μεγαλύτερο. Το άλλοθι περί μη ανάγκης ανταγωνισμού της ΕΡΤ με τα ιδιωτικά κανάλια πάει περίπατο καθώς ακόμη και σε άδειο γήπεδο η ΕΡΤ δεν βάζει γκολ σε κενό τέρμα. Επιπόλαιες απόπειρες με βαρετές εκπομπές που περισσότερο παραπέμπουν σε ψευτοκουλτούρα και λιγότερο σε πολιτιστική τομή. Κάποτε η τέχνη της δημόσιας τηλεόρασης ανάβλυζε ακόμη και μέσα από τη μυθοπλασία της, από αριστουργηματικές σειρές με σπουδαίους δημιουργούς και ερμηνευτές. Ελαμπε μέσα από τις ιστορικές εκπομπές της όπως το «Παρασκήνιο» αλλά και το «Μονόγραμμα». Ξεχώριζε από την ποιότητα και τη μοναδικότητα των ντοκιμαντέρ της, από τη σοβαρότητα των επιλογών της.
Πλέον η δημόσια τηλεόραση παραπαίει. Λείπει ο σχεδιασμός, λείπουν τα πεφωτισμένα μυαλά που θα τον εμπνευστούν και θα τον εκτελέσουν, λείπουν η τόλμη και το όραμα. Βαρετές οι αναθυμιάσεις του παρελθόντος, ατάκτως ερριμμένες. Εφόσον λίγο μετράει η τηλεθέαση, υπάρχει χώρος για πειραματισμό και δοκιμές του νέου. Ακόμη και για επανενεργοποίηση αξιόλογων δημιουργών που και καλά γνωρίζουν και όρεξη έχουν για να κάνουν νέα πράγματα. Το μόνο που μένει είναι να βρεθεί κι αυτός που θα αναλάβει την ευθύνη. Πριν να είναι πολύ «Arga»…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ