«Το Eurogroup αποκλείει «κούρεμα» χρέους. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ακόμα και εαν επιταχύνουμε τις διαρθρωτικές αλλαγές, ο οικονομικός μας πλούτος θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2008 πολύ αργότερα από το 2020.»

Ο κ. Τσίπρας κατάφερε να περάσει το «νέο» Μνημόνιο (γιατί περί αυτού πρόκειται) με τις ψήφους των 153 βουλευτών των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Το «μήνυμα» της κυβέρνησης είναι ότι αφήσαμε τα δύσκολα πίσω μας. Αληθεύει όμως αυτό; Για να απαντήσω στο συγκεκριμένο ερώτημα, υπενθυμίζω ότι το 2007, προτού «παγιωθεί» η κρίση στην Ελλάδα, το κατά κεφαλήν πραγματικό μας ΑΕΠ βρισκόταν στα 22.718 Ευρώ. Στα τέλη του 2015, το κατά κεφαλή πραγματικό μας ΑΕΠ είχε υποστεί σωρρευτική απώλεια 25%. Eπιπλέον, οι επενδύσεις «βούτηξαν» από το 27,1% του ΑΕΠ το 2007 στο 9,8% του ΑΕΠ το 2015 και βέβαια, η ανεργία «απογειώθηκε» από το 8,4% το 2007 στο 25% το 2015.
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει έτσι ώστε να επανέλθει, κάποια στιγμή, ο οικονομικός μας πλούτος στο πρo κρίσης επίπεδο και να μειωθεί επιτέλους η ανεργία; H απάντηση περνά μέσα από την ανάκαμψη στις επενδύσεις κάτι που με τη σειρά του προϋποθέτει την μείωση του καλούμενου «επενδυτικού ρίσκου». To επενδυτικό ρίσκο (μετρούμενο από την διαφορά-spread απόδοσης μεταξύ του 10ετούς ελληνικού και του αντίστοιχου γερμανικού ομολόγου), βρίσκεται στις 835 τιμές βάσης, περίπου 300 τιμές βάσης παραπάνω από το spread στις…23 Απριλίου 2010, όταν δηλαδή ο Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωνε το πρώτο Μνημόνιο από το Καστελόριζο!
Πως λοιπόν θα μειωθεί το spread έτσι ώστε οι διεθνείς επενδυτές να επιστρέψουν και πάλι στην Ελλάδα; Για να μειωθεί το spread χρειάζεται αναβάθμιση της πιστοληπτικής μας ικανότητας (από το τωρινό επίπεδο «junk») σε… μη «junk» κατά περίπου 6 βαθμίδες. Αυτή η αναβάθμιση θα πραγματοποιηθεί μέσω της απομείωσης χρέους και της επιτάχυνσης των διαρθρωτικών αλλαγών.
Επιστημονικές μελέτες συμπεραίνουν ότι ένα «εθελοντικό» κούρεμα στο χρέος μας από το 206% του ΑΕΠ (σύμφωνα με το ΔΝΤ) στο 166% ταυτόχρονα με μία σημαντική βελτίωση του δείκτη κυβερνητικής αποτελεσματικότητας (ο οποίος καταγράφει τον βαθμό στον οποίο ο γραφειοκρατικός μηχανισμός διαθέτει τη δυνατότητα και την τεχνογνωσία να λειτουργεί αποτελεσματικά και άνευ καθυστερήσεων ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει), μπορούν να οδηγήσουν τα ελληνικά ομόλογα εκτός κατάταξης «junk». Έτσι λοιπόν θα «καταρρεύσει» το επενδυτικό ρίσκο και θα επιστρέψουν οι επενδύσεις στη χώρα μας.
Εδώ όμως περιπλέκονται τα πράγματα. Για την ελάφρυνση του χρέους, οι Ευρωπαίοι προκρίνουν την αύξηση του χρόνου αποπληρωμής ή και την μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους αντί του εθελοντικού «κουρέματος».
Οι προτεινόμενες λύσεις, αποτελούν «χάσιμο χρόνου».
Αντί αυτών, ένα γενναιόδωρο «κούρεμα» χρέους μπορεί από μόνο του να οδηγήσει σε αύξηση στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ μέχρι και 21% έως το 2020. Η συγκεκριμένη αύξηση, αν και σημαντική, δεν θα μπορέσει να καλύψει τις σωρρευτικές απώλειες της τάξης του 25% της περιόδου 2008-2015…
Ελλείψει λοιπόν «κουρέματος», οι διαρθρωτικές αλλαγές καλούνται να σηκώσουν το «κύριο βάρος» επιστροφής στην πολυπόθητη ανάπτυξη. Μέχρι σήμερα όμως, η βελτίωση της κυβερνητικής
αποτελεσματικότητας δεν έχει προχωρήσει επειδή οι εκάστοτε κυβερνώντες αρνήθηκαν (και αρνούνται) να αντιμετωπίσουν το πελατειακό τους κράτος. Έχοντας αυτό κατά νου, συμπεραίνω με βαριά καρδιά ότι η επιστροφή μας στο οικονομικό επίπεδο του 2008 δε θα συμβεί μέχρι το 2020 αλλά θα πάρει πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
*Ο κ. Κώστας Μήλας είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Liverpool