Από τις αρχές της εβδομάδας τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα στο τι θα συνέβαινε στη Βουλή το Σαββατοκύριακο, όταν η κυβέρνηση θα έφερνε τελικά άρον-άρον προς ψήφιση όλα όσα κάποτε εξόρκιζε σαν να ήταν ο ίδιος ο Διάβολος αλλά και ως την τελευταία ώρα αρνιόταν ότι θα επιχειρήσει καν να τα περάσει από το Κοινοβούλιο, με αιχμή το Ασφαλιστικό: ένα σύστημα που αν είχε τολμήσει ακόμη και να το… ψελλίσει άλλη κυβέρνηση θα είχε καεί η Αθήνα με μπροστάρηδες αυτούς που τώρα το εισηγήθηκαν…
Η κατάθεση του νομοσχεδίου στη Βουλή το τελευταίο λεπτό με τις γνωστές συνοπτικές διαδικασίες για τις οποίες Τσίπρας και Καμμένος έσκιζαν επί χρόνια τα ιμάτιά τους ως κατάργηση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα δεν ήταν όμως σχετική μόνο με τον αγώνα δρόμου της κυβέρνησης για το επερχόμενο αυριανό Eurogroup, στο οποίο ήθελε να πάει έχοντας περάσει τα πάντα, καθώς, έτσι που τα έκαναν, η Ελλάδα βρέθηκε εκ νέου μπροστά στο φάσμα της παλιάς γνωστής αγωνίας του ταμειακού εμφράγματος. Ηταν και μια ευκαιρία να γίνουν όλα χωρίς να «ανοίξει μύτη» καθώς το μπαράζ απεργιών που προκλήθηκε συμπεριλαμβάνει και την ενημέρωση, κάτι για το οποίο η κυβέρνηση σίγουρα δεν έκλαψε…
Ανεξάρτητα όμως και πέρα από όλα αυτά και από το ποια θα ήταν η τελική ισορροπία στο τέλος αυτής της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, για την οποία οι εκτιμήσεις έδειχναν ότι η κυβέρνηση δεν θα είχε πρόβλημα στη Βουλή (ουδείς προφήτης, αλλά αυτή ήταν η κυρίαρχη εικόνα ως το βράδυ της Πέμπτης), η ουσία βρίσκεται αλλού. Βρίσκεται στο ότι, είτε έτσι είτε αλλιώς, πολιτικά η κυβέρνηση βρέθηκε πλέον στην τελική ευθεία. Γιατί; Επειδή η χρησιμότητά της ή/και η δυνατότητά της έχουν πλέον εξαντληθεί.
Είτε με τα μέτρα περασμένα είτε και με «ατύχημα» στους σχεδιασμούς της –αν και η αλήθεια είναι ότι στον τακτικισμό δρέπει δάφνες -, η κυβέρνηση που χτίστηκε πάνω στο σκίσιμο των μνημονίων για να καταλήξει στην υπεράσπιση και στη νομοθέτηση των μακράν πιο επώδυνων από αυτά βρίσκεται πλέον μπροστά σε μια πραγματικότητα που υπερβαίνει κατά πολύ τα κλειστά δωμάτια των πολιτικών παιγνίων, αντιμέτωπη με το φάντασμα του ίδιου της του παρελθόντος και με τη ζημιά που επέφερε προκειμένου να ανέλθει στην εξουσία και να παραμείνει σε αυτήν με κάθε τίμημα.
Για να το πετύχει πούλησε όλα όσα έλεγε και όλους όσοι την πίστεψαν και προσκύνησε όλους όσους «πολεμούσε» και «κατήγγειλε» ως αντιπολίτευση. Σε τέτοιον δε βαθμό που δεν έχει ξαναγίνει ακόμη και σε έναν τόπο που ο πολιτικός αμοραλισμός κάθε άλλο παρά άγνωστη υπήρξε έννοια. Ξέχασε όμως τον Λίνκολν, που σύντομα θα τον «βρει» μπροστά της: μπορείς να κοροϊδεύεις πολλούς για λίγο καιρό και λίγους για πολύ καιρό αλλά όχι όλους για πάντα…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ