Το ΔΝΤ δεν ήταν πάντοτε ο «στυγνός ελεγκτής» των χρεοκοπημένων χωρών. Η αρχική του λειτουργία, με βάση τη συμφωνία του Μπρέτον Γουντς, ήταν η παροχή ρευστότητας, ιδίως προς τα κράτη που αντιμετώπιζαν δυσκολίες στο ισοζύγιο πληρωμών τους εξαιτίας της υπερθέρμανσης της οικονομίας τους και της δυσκολίας εξεύρεσης άλλων πόρων.
Στα μέσα του 1970, λόγω της νομισματικής αστάθειας (με την απελευθέρωση του δολαρίου), το ΔΝΤ αποκτά έναν νέο ρόλο: του άτεγκτου επόπτη και του «αυστηρού γιατρού» για κάθε δημοσιονομική εξυγίανση. Χορηγεί εφεξής δάνεια μόνο σε «αποδέκτες-κράτη» που θα υπακούουν στις εντολές του, κυρίως για τη μείωση των δημοσίων δαπανών τους και για τον καθορισμό αυστηρών δημοσιονομικών και (κατόπιν) νομισματικών στόχων.
Με βάση αυτούς τους νέους όρους, η παγκόσμια οικονομική τάξη, με κεντρικό «παίκτη» της το ΔΝΤ, καθορίζει ως προτεραιότητά της την πάλη κατά του πληθωρισμού έναντι της ανάπτυξης. Παράλληλα θέτει όρια στις δαπάνες του προϋπολογισμού του δημόσιου τομέα των κρατών ενώ επιβάλλει αυξήσεις στους φόρους ώστε να διατηρούνται τα ελλείμματα σε χαμηλά επίπεδα. Συγχρόνως αγνοεί τα διογκούμενα επίπεδα της ανεργίας. Με τη «νέα» του πολιτική το ΔΝΤ δεν γίνεται μόνο χορηγός δανείων, αλλά και ρυθμιστής σε παγκόσμιο επίπεδο των σημαντικών αλλαγών στην εσωτερική πολιτική των χωρών.
Η αλλαγή αυτή εγκρίθηκε στο Ραμπουγέ το 1975 όπου αναδείχθηκε ο νέος ρόλος του οργανισμού: δηλαδή του «χωροφύλακα» της διεθνούς νομισματικής πολιτικής. Με τον αναβαθμισμένο αυτόν ρόλο το ΔΝΤ συνέβαλε κατ’ αρχάς στη συγκέντρωση των διεθνών κεφαλαίων στα ταμεία των Ηνωμένων Πολιτειών και σήμερα της Γερμανίας (λόγω των αρχικά υψηλών επιτοκίων). Εκτοτε οι αλλαγές όμως στην παγκόσμια οικονομία υπήρξαν συγκλονιστικές. Οι κυβερνήσεις οι οποίες στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 ήταν οι κύριοι δανειστές, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 έδωσαν τις θέσεις τους στις τράπεζες που συμμετείχαν στα κοινοπρακτικά δάνεια και στη δεκαετία του ’90 στους αγοραστές των διεθνών χρεογράφων.
Ο συνεχώς, ωστόσο, και πιο ανοιχτός χαρακτήρας των χρηματαγορών οδήγησε όλα τα κράτη του πλανήτη στο να εγκαταλείψουν τους ελέγχους κεφαλαίων και να προχωρήσουν σε δανεισμό αποκλειστικά από τις τράπεζες και το ΔΝΤ. Το γεγονός αυτό είχε ως επακόλουθο την ταχεία αύξηση του εξωτερικού δανεισμού από διεθνείς κεφαλαιαγορές και κερδοσκοπικά funds, με συνέπεια τις συχνότερες και πιο μεταδοτικές νομισματικές παγκόσμιες κρίσεις. Ετσι, η μικρή αστάθεια της δεκαετίας του ’70 μεταβλήθηκε σε μια παγκόσμια «ανοιχτή πληγή» με το δημόσιο χρέος όλων των χωρών του κόσμου να εκτοξεύεται συνεχώς στα ύψη.
Σε αυτή την κρίσιμη οικονομική καμπή, το ΔΝΤ αναδεικνύεται σε ηγεμονικό οργανισμό, στο πλαίσιο της διαχείρισης των διεθνών κρίσεων χρέους. Εύλογα, συνεπώς, παρατηρείται πως «η εποχή της χρηματοοικονομικής φιλελευθεροποίησης ήταν εποχή κρίσης». Η περίοδος αυτή και του κεντρικού ρόλου του ΔΝΤ στις παγκόσμιες κρίσεις επισημοποιήθηκε το 1989 με τη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον». Ο μονόδρομος που επέβαλε η πολιτική αυτή ισχυροποιήθηκε δραματικά και από την επελθούσα εν τω μεταξύ παγκοσμιοποίηση.
Συνέπεια αυτής της πολιτικής υπήρξε η δημιουργία ενός απάνθρωπου αντιλαϊκού μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, στο όνομα κάποιων «μεταρρυθμίσεων» και ενός αμφιλεγόμενου «εκσυγχρονισμού». Ετσι, η ύδρευση, η ηλεκτρική ενέργεια, τα μέσα μεταφοράς και πολλά άλλα δημόσια αγαθά πωλούνται με εκπληκτική ταχύτητα και αδιαφάνεια (fast track) σε ισχυρούς παράγοντες και ιδιωτικές εταιρείες οι οποίες καθίστανται κυρίαρχοι του παγκόσμιου οικονομικού παιγνιδιού και διαφεντεύουν απόλυτα τις ζωές δισεκατομμυρίων πολιτών του πλανήτη.
Η «θεοκρατική» αντίληψη για τον ρόλο του ΔΝΤ αναχαιτίστηκε προσωρινά (και σε έναν βαθμό) με την κρίση του 1997 στην Ανατολική Ασία, η οποία εξαπλώθηκε με εκπληκτική ταχύτητα σε ολόκληρη την περιοχή (Ταϊλάνδη, Ινδοκίνα, Νότια Κορέα, Φιλιππίνες, Μαλαισία). Η ανικανότητα του Ταμείου επιβεβαιώθηκε εκ νέου με την κρίση της Αργεντινής. Αποκαλύφθηκε δηλαδή πως οι μέθοδοι του «σοκ» και της λιτότητας που εφαρμόζει επιφέρουν δυστυχία στους λαούς και οικονομική αποτυχία. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Φεβρουάριο του 1998 ο πρώην υπουργός εξωτερικών (επί Ρέιγκαν) Τζορτζ Σουλτς, ο πρώην υπουργός Οικονομικών (επί Νίξον και Φορντ) Γουίλιαμ Σάιμον και ο πρώην πρόεδρος και CEO της Citibank Γουόλτερ Ρίστον έγραψαν από κοινού ένα άρθρο στη «Wall Street Journal», με τίτλο «Ποιος χρειάζεται το ΔΝΤ;». Στο κείμενο εκείνο τονιζόταν πως «όταν λήξει η ασιατική κρίση, θα πρέπει να το καταργήσουμε»!
Η αδυναμία του Ταμείου να διαχειρισθεί αποτελεσματικά σοβαρές κρίσεις αποκαλύφθηκε και στην περίπτωση της Ελλάδας με τους λανθασμένους πολλαπλασιαστές και την πολυετή ύφεση, παρ’ όλες τις προβλέψεις το Ταμείου. Η Ελλάδα δηλαδή κατέστη θύμα των εγκληματικών πολιτικών του ΔΝΤ. Η ανεπάρκειά του αυτή οδήγησε πολλούς έγκριτους συγγραφείς και αναλυτές αλλά και αξιόπιστα διεθνή οικονομικά κέντρα να αμφισβητήσουν ευθέως τον ρόλο του. Δεν μας εκπλήσσει λοιπόν που ακόμη και το Ανεξάρτητο Γραφείο Αξιολόγησης του ΔΝΤ έχει ξεκινήσει έρευνα για τον ρόλο του Ταμείου κατά τα διάρκεια της τραπεζικής κρίσης και της κρίσης χρέους και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία και θα βασιστεί σε απόρρητα έγγραφα του Ταμείου και σε καταθέσεις αξιωματούχων των χωρών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ. Επίσης ο προϊστάμενος του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ κατά την επίμαχη περίοδο (ως το 2014) Ρέζα Μογκαντάμ και σημερινός αντιπρόεδρος παγκοσμίων κεφαλαιαγορών της Morgan Stanley με επιστολή του στους «Financial Times» (στις 26 Ιανουαρίου 2015) τόνιζε την ανάγκη κουρέματος του χρέους της Ελλάδας κατά 50% και μείωσης του ρυθμού προσαρμογής στο ήμισυ και παραδέχθηκε πως το ελληνικό πρόγραμμα της περιόδου 2010-14 βασίστηκε σε «λάθος παραδοχές».
Ωστόσο, παρ’ όλα τα εγκληματικά λάθη του Ταμείου, η ισχύς του παραμένει αλώβητη.
Ο κ. Σωτήρης Χατζηγάκης είναι πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ