Στη δεκαετία του ’80 ο τότε πανίσχυρος, πολιτικά και ιδεολογικά, πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου είχε ικανοποιήσει την εθνική φιλαυτία με το έκτοτε περίφημο «Βυθίσατε το Χώρα». Στο ρεύμα εθνικής έξαρσης που είχε δημιουργηθεί έσπευσε να επιπλεύσει και ένας βουλευτής Πειραιώς, πρώην στρατιωτικός, που διαπίστωνε με άρθρο στο «Βήμα» ότι δεν έπρεπε να φοβόμαστε τους Τούρκους, οι οποίοι ήταν πάμπτωχοι, αναλφάβητοι και ως εκ τούτου ανίκανοι να χειριστούν όπλα σύγχρονης τεχνολογίας, τα οποία, αντίθετα, με μεγάλη άνεση, μπορούσαμε να χειριζόμαστε εμείς, ανατρέποντας έτσι το πληθυσμιακό πλεονέκτημα της γείτονος.
Τότε είχα σπεύσει και εγώ να αναλύσω τα ίδια στατιστικά δεδομένα για να συντρίψω τα επιχειρήματα του γενναίου στρατηγού. Ελεγα ότι οι Τούρκοι, που ήταν εκείνη την εποχή 50 εκατομμύρια, μπορούσαν άνετα να διαθέτουν ένα ποσοστό με μεσαία και υψηλά εισοδήματα που, αν τα υπολογίσει κανείς γύρω στο 10%, ήταν 5 εκατομμύρια άτομα και, αν προχωρούσε σε λίγο πιο λεπτομερή δημογραφική εξειδίκευση, έδιναν περίπου 1 εκατομμύριο εξειδικευμένους χειριστές σύγχρονων οπλικών συστημάτων και παραπέρα γύρω στα 5 εκατομμύρια στρατευσίμους και άλλα τόσα εκατομμύρια εφέδρους. Ασ’ τα να πάν’ στο Διάολο, δηλαδή. Και κατέληγα ότι η Ελλάδα είχε συγκριτικό πλεονέκτημα μόνο όταν εκινείτο στον χώρο του διεθνούς δικαίου και της διπλωματίας και ότι έπρεπε με κάθε τρόπο να αποφεύγει να μπει σε μια λογική συσχετισμού δυνάμεων και ιδιαίτερα στρατιωτικών δυνατοτήτων.
Νομίζω ότι σήμερα οι εξελίξεις –η Τουρκία έχει πια 70 εκατομμύρια πληθυσμό και το κατά κεφαλήν τους εισόδημα συνεχώς πλησιάζει το δικό μας, παρά το γεγονός ότι ο δικός μας πληθυσμός σταδιακά μειώνεται –δικαιώνουν τη δική μου απαισιοδοξία. Εχει σημασία να δούμε πώς στην εθνική μας συνείδηση είχε χαραχθεί η εικόνα του πορθητή, κατακτητή και κυριάρχου, αφέντη του έθνους μας γειτονικού τουρκικού εθνικισμού. Η πρόσφατη ιστορία έχει δημιουργήσει σύγχυση σε αυτόν τον τομέα. Πότε νικητές, πότε ηττημένοι και οι Τούρκοι και εμείς αναμετρούμαστε, πέρα από την προπαγάνδα, ως εάν είμαστε ισοδύναμοι. Εμείς ενταγμένοι στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, αλλά με συνείδηση παγκόσμιας υπευθυνότητας για μια σειρά πράγματα, οι Τούρκοι με την αίσθηση μιας περιφερειακής ιστορικής αποστολής την οποία δυσκολεύονται από «δυνάμεις του Κακού» να εκπληρώσουν.
Από την εποχή της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το πολιτικό σχέδιο της ενοποίησης διάφορων λαών της Ανατολής επανεμφανίζεται κατά καιρούς με διαφορετικές μορφές. Μετά τον πόλεμο το Μπάαθ, εθνικιστικό κίνημα που επηρεαζόταν από τη Σοβιετική Ενωση και το Ισλάμ, αποπειράθηκε να ενώσει το Ιράκ και τη Συρία με φιλόδοξα σχέδια για τον περίγυρο. Η αποτυχία υπήρξε παταγώδης και οι δικτατορίες του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ και της οικογένειας Ασαντ στη Συρία ήταν κατάλοιπα εκείνης της εποχής. Αλλη προσπάθεια συνένωσης που είχε γίνει και απέτυχε ήταν εκείνη μεταξύ της νασερικής Αιγύπτου, της Συρίας και της κανταφικής Λιβύης. Τώρα η δάδα έχει περάσει στα χέρια των ημιπαραφρόνων σουνιτών, φονταμενταλιστών, οι οποίοι με τη σαρία ως νομικό σύστημα και την πιο μεσαιωνική μορφή τρομοκρατίας έχουν σκοπό να ιδρύσουν το κράτος του Θεού, το Χαλιφάτο του Ισλάμ.
Οποιος όμως μιλάει για χαλιφάτο πρέπει να αντιμετωπίσει αργά ή γρήγορα και το θέμα του χαλίφη, του εκπροσώπου δηλαδή του Θεού και του προφήτη του Μωάμεθ επί της Γης. Και αυτός μπορεί να είναι μόνο ένας: ο Ρετζέπ Ερντογάν. Κατ’ αρχήν γιατί επικαλείται την ιστορική συνέχεια. Χαλίφης ήταν ο σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά δεύτερο λόγο, γιατί ο χαλίφης πρέπει να είναι κάποιο γνωστό πρόσωπο, νομιμοποιημένο δημοκρατικά, και όχι κάποιος από τους μαλλιαρούς δολοφόνους της σημερινής παράνομης και αυτοκτονικής δραστηριοποίησης. Τρίτον, θα πρέπει να έχει τη σχετική υπεροπλία, καθώς και τη δυνατότητα ανανέωσης του οπλισμού και των πυρομαχικών και κάποια οικονομική άνεση.
Βέβαια η Τουρκία έσπασε τα μούτρα της στην Κεντρική Ασία, όταν αναζήτησε τα όρια της επιρροής της στις νεότευκτες δημοκρατίες που είχαν εγκαταλείψει τη Σοβιετική Ενωση. Πολιορκείται πανταχόθεν από εχθρούς και αμφισβητίες πανίσχυρους. Τέλος, υφίσταται σοβαρή αμφισβήτηση της εθνικής της κυριαρχίας από δύο τουλάχιστον μειονότητες, τη μια ένοπλη και εξεγερμένη στο συμπαγές έδαφος του Κουρδιστάν και την άλλη, τους Αλεβίτες, στο επίπεδο της ιδεολογίας και της οικονομικής επιρροής στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής προσέγγισης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να στραφεί εναντίον του αδύναμου κρίκου της αλυσίδας που την περιβάλλει και να χρησιμοποιήσει, με όλη τη δολιότητα και τη διαπραγματευτική παράδοση της Ανατολής και της ξεπεσμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την καινούργια φωνή του χαλιφάτου χάρη στο προσφυγικό ρεύμα που οι ίδιοι οι Τούρκοι δημιούργησαν και τροφοδοτούν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ