Ηταν το 1993, λίγους μήνες μετά την έναρξη της λειτουργίας της κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα. Το Διοικητικό Συμβούλιο μιας από τις νεότευκτες εταιρείες του είδους συνεδρίαζε στην Αθήνα∙ οι αρμόδιοι υπάλληλοι παρουσίαζαν επιστολές με μικροπαράπονα και υποδείξεις πελατών για τη βελτίωση των υπηρεσιών της.

Ανάμεσα στις ενοχλητικές επιστολές υπήρχαν και μερικές που διετύπωναν την υποψία ότι οι νεόφερτες τηλεπικοινωνίες θα διευκόλυναν εκείνους που συνηθίζουν να παρακολουθούν τηλέφωνα…
Ενας υπάλληλος της Γραμματείας «έριξε» την ιδέα: «Να ανακοινώσουμε με τις διαφημίσεις μας πως όποιος καταφέρει να αποδείξει ότι παρακολουθούνται τα κινητά τηλέφωνα, κερδίζει ένα εκατομμύριο δολάρια»!
Ο αλλοδαπός πρόεδρος της εταιρείας αναψοκοκκίνισε και είπε με ζωηρή φωνή: «Αφήστε τα αστεία»!
Τα χρόνια πέρασαν και όλοι τώρα πιστεύουν ότι αν δεν παρακολουθούνται όλα τα τηλέφωνα, είναι διότι αυτοί που τα παρακολουθούν ενδιαφέρονται μόνο για ορισμένα∙ αυτά που ενδιαφέρουν μυστικές υπηρεσίες, οργανώσεις εγκληματικές, αλλά και απλούς ανθρώπους για προσωπικές υποθέσεις.
Οι περισσότερες από αυτές τις παρακολουθήσεις είναι νόμιμες. Γίνονται με την έγκριση του τοπικού εισαγγελέα, αλλά μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά. Ετσι, κατά καιρούς μαθαίνουμε διάφορες ιστορίες, κυρίως δημοσίου ενδιαφέροντος.
Τώρα, λέγεται ότι οι υποκλοπές τηλεφωνικών συνομιλιών είναι ευκολότερες με τα συστήματα κινητής τηλεφωνίας. Οι πρόσφατες ακροάσεις των συνομιλιών της τρόικας είναι χαρακτηριστική περίπτωση που επιβεβαιώνει την… πρόοδο της τεχνολογίας.
Οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν ότι το απόρρητο των τηλεπικοινωνιών έχει ουσιαστικά καταργηθεί.
…Πώς αντιδρά κανείς στις παρακολουθήσεις; Υπάρχει η μέθοδος που είχε επινοήσει ένας έλληνας εκδότης, τον καιρό της δικτατορίας, και είχε αποδειχθεί αποδοτική.
Τον παρακολουθούσαν με αυτοκίνητο. Εκείνος κατάφερνε να βρίσκεται και να παραμένει διαρκώς πίσω τους, αντιστρέφοντας έτσι τους ρόλους.
Αυτά τον καιρό εκείνο. Τώρα, δεν γίνονται… παρακολουθήσεις.