Η γερμανική κοινωνία προετοιμαζόταν καιρό πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016 (από το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ιστορίας της Βαυαρίας) για να υποδεχθεί την ολοκλήρωση των εβδομήντα χρόνων που έπρεπε να μεσολαβήσουν για να απαλλαγεί το Mein Kampf του Χίτλερ από την απαγόρευση έκδοσης. Ετοιμαζόταν εκδοτικά και ψυχολογικά, εάν σκεφτεί κανείς ότι το βιβλίο κυκλοφόρησε λίγες μόλις ημέρες μετά τη λήξη της απαγόρευσης και φυσικά έγινε ανάρπαστο. Η εβδομηκονταετία αυτή προκάλεσε, όπως αναμενόταν, έντονες συζητήσεις στη Γερμανία, ήδη από την προηγούμενη χρονιά.
Το θεατρικό συγκρότημα Rimini Protokoll (Helgard Haug, Stefan Kaegi, Daniel Wetzel) προσέλαβε την ένταση αυτήν, την απορρόφησε και την αξιοποίησε σε μία ακόμη performance στο Theater der Zeit που θεραπεύει με βάση το ντοκουμέντο και τις ειδικές, εκάστοτε, έρευνες. Το ορόσημο των εβδομήντα χρόνων δεν αφορά μόνο την ευρωπαϊκή νομοθεσία περί πνευματικών δικαιωμάτων, αλλά και την επέτειο θανάτου του Χίτλερ. Σαφώς και υπάρχει αιτιώδης σχέση μεταξύ των δύο οροσήμων, όμως μήπως υπάρχουν λανθάνουσες σημασίες κάτω από τη σύμπτωσή τους; Η δισήμαντη έννοια της επετείου δεν αφήνει κάποια ερμηνευτικά ερωτήματα; Το ίδιο δεν συμβαίνει με την επιλογή της 21ης Απριλίου ως ημερομηνίας έναρξης των παραστάσεων στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών; Ισως οι χρονικές στιγμές παίζουν το δικό τους παιχνίδι, που μάλλον δεν είναι αθώο στη μεταμοντέρνα εποχή μας: όλα χωνεύονται στην ίδια χοάνη, χρονολογίες, μνήμες, οράματα και εφιάλτες, όλα συνωστίζονται στο στέγαστρο μιας επετείου και όλα καταναλώνονται παντί σθένει και τρόπω στον ανεκτικό συγκρητισμό μιας καλλιτεχνικής πρωτοπορίας. Ερώτηση πρώτη: Οι Rimini Protokoll δεν είναι υποψιασμένοι για την εμπορευματοποίηση της μνήμης και της ιστορίας;
Δεν είναι τυχαίο ότι σε συνδυασμό με το Mein Kampf παρουσιάστηκε μια άλλη σκηνή στη Στέγη, η σκηνή της συγγνώμης, της ενεργούς μεταμέλειας και της αντιναζιστικής εγρήγορσης, με τον Rainer Höss, τον εγγονό του Rudolf Höss που διοίκησε το Αουσβιτς και συντόνισε την εξόντωση δυόμισι εκατομμυρίων ανθρώπων. Από τη μία η σκηνή της συγγνώμης λοιπόν και της εξαίρεσης (εξαιρέστε με από το γενεαλογικό μου δέντρο, δεν διαλέγεις τους συγγενείς σου, εξαιρέστε με από όλη τη γενιά του παππού μου, δεν διαλέγεις την εθνικότητά σου) και από την άλλη η σκηνή των «ειδικών» (των performers που λειτουργούν ως performers, αλλά δεν είναι), που μεταφέρουν ένα κομμάτι της ζωής τους στο θέατρο για να κατασκευάσουν έτσι μια πολύπλευρη, χωρίς συναισθηματισμούς και πολυφωνική σκηνική πραγματικότητα. Οι «ειδικότητες» εδώ προσδιορίστηκαν βάσει επαγγελματικών, αλλά και εθνικών κριτηρίων: ελληνίδα καθηγήτρια γερμανικών, ράπερ τουρκικής καταγωγής και ένας κυνικός δικηγόρος ισραηλινής καταγωγής. Οι υπόλοιποι ήταν Γερμανοί: μία νομικός, μία καθηγήτρια δικαίου, ένας συντηρητής βιβλίων, ένας τυφλός παραγωγός ραδιοφώνου. Ερώτηση δεύτερη: όλες αυτές οι ειδικότητες δεν θα μπορούσαν να συγκλίνουν προς την παρουσίαση της συγγνώμης και της συγχώρησης, θέμα σαφώς ευρύτερο και φλέγον για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία; Δεν θα έπρεπε η ομάδα των ειδικών να εμπλουτιστεί και από κάποιους ηθικούς φιλοσόφους (ίσως και εβραϊκής καταγωγής, που να έχουν διαβάσει τον Jankélévitch ή τον Derrida)1 για να τονίσουν το θέμα της ηθικής απορίας, του απαράγραπτου εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, της συγγνώμης και του ασυγχώρητου;
Αν και ανήκω σε εκείνους που εκτιμούν πολύ τους Rimini Protokoll, για τη θεματολογία, τη μέθοδο, αλλά και για ορισμένες παραγωγές τους υψηλών προδιαγραφών, δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω τον προσανατολισμό τους σε αυτό το εγχείρημα. Γνωρίζω ότι δεν είναι δέσμιοι των συρμών ή των εντυπωσιασμών, ούτε των εύκολων προκλήσεων. Γιατί λοιπόν επέλεξαν αυτό το βιβλίο, γιατί τώρα, στην αμφίσημη επετειακή συγκυρία και γιατί με αυτήν τη στόχευση; Εάν το θέμα τους ήταν ένα βιβλίο για τη ναζιστική Γερμανία και την κληρονομιά της, η διεθνής σχετική βιβλιογραφία είχε να τους προσφέρει πολλά παραδείγματα. Εάν πάλι ήταν ο ίδιος ο Χίτλερ, γιατί επέλεξαν αυτό το έργο του (και το βιβλίο είναι ένα έργο) και όχι ένα άλλο από τη φρικιαστική συλλογή του; Αυτό είναι το τρίτο μου ερώτημα. Το τέταρτο (και τελευταίο) είναι υποθετικού χαρακτήρα.
Θα πρέπει να θυμίσω κάτι που μάλλον ξεχάστηκε ανάμεσα στα κρεσέντι των προδημοσιευμάτων της Στέγης. Το όνομα του θεατρικού συγκροτήματος παραπέμπει σε μια καθοριστικής σημασίας μάχη κατά του φασισμού στις 21 Σεπτεμβρίου 1944, όταν η πόλη του Ρίμινι παραδόθηκε άνευ όρων στους Συμμάχους, ύστερα από έξι ημέρες φονικών συγκρούσεων. Την πόλη κατέλαβε η ελληνική Τρίτη Ορεινή Ταξιαρχία (που πολεμούσε στο πλευρό της Πέμπτης Καναδικής Μεραρχίας) και ύψωσε την ελληνική σημαία στο Δημαρχείο. Λίγο αργότερα η ελληνική δύναμη προχώρησε και διέβη τον Ρουβίκωνα ποταμό, σημαντικό προγεφύρωμα για τη συμμαχική προέλαση. Οι γερμανοί στρατιώτες της Wehrmacht που διεσώθησαν ή σκοτώθηκαν στο Ρίμινι είχαν διαβάσει το Mein Kampf και πόσο αυτό τους είχε εμπνεύσει;
Στις μάχες αυτές σκοτώθηκαν 146 (και τραυματίστηκαν 310) έλληνες στρατιώτες. Οι νεκροί ενταφιάστηκαν στο ελληνικό στρατιωτικό νεκροταφείο που κατασκευάστηκε στην περιοχή του Ριτσιόνε του Ρίμινι που υπάρχει ακόμη και σήμερα. Οι νεκροί αυτοί, που πολέμησαν τον ναζισμό και ό,τι τον εξέθρεψε, θέτουν βαριά υπογραφή στο πρωτόκολλο παράδοσης-απελευθέρωσης του Ρίμινι και με κάποιο συμβολικό τρόπο στους Rimini Protokoll. Θα μπορούσε να δοθεί η performance του γερμανικού συγκροτήματος για το χιτλερικό opus magnum στο ελληνικό νεκροταφείο του Ρίμινι; Θα μπορούσε το ένα πρωτόκολλο να ανακαλέσει, να επικαλεστεί, να παραπέμψει το άλλο και στο πλαίσιο ποιας μεταφοράς, ποιας μετωνυμίας, ποίου μνημονικού ολισθήματος; Θα μπορούσε;
Ο κ. Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και Θεωρίας του Θεάτρου και του Δράματος στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
1. Vladimir Jankélévitch: Le pardon, Aubier, Paris 1967 και L’imprescriptible. Pardonner? Dans l’honneur et la dignité, Seuil, Paris 1986, Jacques Derrida: Pardonner. L’impardonnable et l’imprescriptible, Galilée, Paris 2012.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ