2. Στη μέση του πελάγου ο Ποσειδών σηκώνει κύμα θεόρατο, συντρίβοντας τη σχεδία του Οδυσσέα, κι εκείνος, ζωσμένος με το μαγνάδι της Λευκοθέας στο στέρνο του, παλεύει κολυμπώντας να σωθεί. /
3. Ο Οδυσσέας, στο όριο της θανάσιμης εξάντλησης, βλέπει επιτέλους στεριά, όπου τον συνεπαίρνει αναστάσιμη αγαλλίαση. /
4. Εξουθενωμένος από το ναυάγιο ο Οδυσσέας, βγαίνει στην ακροποταμιά, σωριάζει πάνω του φύλλα από δίδυμη ελιά για σκέπασμα και στρώμα, και βυθίζεται στον ύπνο που του χαρίζει η Αθηνά, σαν τη σπίθα κρυμμένος στη στάχτη. //
6. Σκεπάζοντας όπως όπως τη γύμνια του ο εξαγριωμένος από το ναυάγιο Οδυσσέας, στέκει έκθαμβος μπροστά στην πανέμορφη Ναυσικά, που του θυμίζει βλαστάρι φοινικιάς –εκείνο που είδε κάποτε μπροστά στα μάτια του να ψηλώνει στο νησί της Δήλου.//.
8. Ο Οδυσσέας και οι διαλεγμένοι εταίροι του, έγκλειστοι στη σπηλιά του Πολύφημου, τυφλώνουν τον μεθυσμένο Κύκλωπα μ’ ένα παλούκι ελιάς, που το μπήγουν στο μοναδικό του μάτι. /
9. Στον κάτω κόσμο ο Οδυσσέας, συνομιλώντας με την ψυχή της πεθαμένης μάνας του Αντίκλειας, δοκιμάζει τρεις φορές να την αγκαλιάσει, και τρεις φορές του φεύγει μέσα από τα χέρια του ο άδειος ίσκιος της. /
10. Κάτω στον Αδη η σκιά του Αγαμέμνονα διηγείται στον Οδυσσέα πώς τον έσφαξε, μέσα στο ίδιο του το παλάτι, ο Αίγισθος, με τη συνέργεια της άκαρδης γυναίκας του, της Κλυταιμνήστρας. /
12. Ο Οδυσσέας, προσηλωμένος στον πάμφωτο ήλιο, περιμένει πώς και πώς να δύσει, σημάδι της συμφωνημένης ώρας για την αναχώρησή του με το μαγικό καράβι των Φαιάκων, που θα τον ταξιδέψει στην Ιθάκη. //
13. Ο Οδυσσέας στην κουπαστή του καραβιού που τον πηγαίνει στην Ιθάκη, βυθίζεται σε αξύπνητο ύπνο, όμοιο με θάνατο, όπου σβήνουν λησμονημένα όλα τα περασμένα πάθη του. /
14. Στο καλύβι του πιστού χοιροβοσκού Εύμαιου, με την επέμβαση της Αθηνάς, ο Τηλέμαχος αναγνωρίζει τον Οδυσσέα, και ο αναγνωρισμός σφραγίζεται με αμοιβαίο θρήνο πατέρα και γιου για τα ατέλειωτα χρόνια αποξένωσης και στέρησης. //
15. Ο Εύμαιος εξηγεί στην Πηνελόπη πώς τον εμάγεψε ο ξένος (ο Οδυσσέας δηλαδή), διηγώντας τη βασανισμένη περιπέτεια της ζωής του –θα μπορούσε, λέει, να τον ακούει όλη τη νύχτα και να μην τον πάρει ύπνος. /
16. Ακούγοντας η Πηνελόπη τη μεγάλη πλαστή διήγηση του ξένου (του Οδυσσέα δηλαδή), που της φαντάζει αληθινή (τόση είναι η αφηγηματική της τέχνη), αναλύεται σε κλάμα, που λιώνει σιγά σιγά τον πάγο της εικοσάχρονης μοναξιάς της. //
18. Παραμονή της μνηστηροφονίας, και ο Οδυσσέας άγρυπνος στριφογυρίζει αμίλητος στο στρώμα του, θυμωμένος με τις άπιστες δούλες που πάνε να σμίξουν με τους μνηστήρες. /
19. Η Αθηνά σαλεύει το μυαλό των μνηστήρων που τους παραμορφώνει, κι αυτοί γελούν ασυγκράτητα, ξερνώντας αιμόφυρτα κρέατα. //
21. Υψώνοντας τη φονική ασπίδα της η Αθηνά, σκορπίζει ζαλισμένους τους μνηστήρες στην αίθουσα του παλατιού, ανίκανους να αντιδράσουν στις βολές του Οδυσσέα και του Τηλεμάχου. /
22. Ματοβαμμένος στο τέλος της μνηστηροφονίας ο Οδυσσέας, κοιτάζει αλαφιασμένος γύρω του, μήπως περίσσεψε κάποιος μνηστήρας ζωντανός, κι εκείνοι ξέπνοοι όλοι. //
24. Ο ψυχοπομπός Ερμής οδηγεί τις ψυχές των νεκρών μνηστήρων στον Αδη: μπροστά ο θεός, και πίσω του εκείνες, τρίζοντας σαν νυχτερίδες. ///
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ