Το Πάσχα τα τελευταία χρόνια ήταν υπερπαραγωγή. Φάγαμε τσουρέκια με σοκολάτα μπίτερ ή γάλακτος. Δοκιμάσαμε και εκδοχές με λευκή σοκολάτα, με κρέμα σαμπάνιας, με πραλίνα, με κάστανο, με αμυγδαλόπαστα, με clotted cream, με «δάκρυα καραμέλας» και με δάκρυα απόγνωσης, όταν διαβάσαμε πόσες έξτρα θερμίδες έχει η κάθε φέτα –ενώ είχαμε ήδη φάει για πρωινό μισή πλεξίδα (του κιλού) με γέμιση από τρεις γκανάς και γλάσο καραμέλας. Από δίπλα βάψαμε (ή αγοράσαμε) κόκκινα αβγά που δεν είναι κόκκινα, αλλά ροζ με μοβ πουά, φιστικί με τυρκουάζ ρομβάκια ή γκρι με πορτοκαλί αστεράκια. Για ακόμη περισσότερο γκλάμουρ, τους κολλήσαμε χαλκομανίες με τις πριγκίπισσες Αννα και Ελσα του «Frozen» και με τα Στρουμφάκια, «για να Στρουμφοαναστήσουμε», όπως έλεγε το παιδί ενός φίλου. Δεν ξέρω αν εφέτος έβγαλαν και με τα Minions ή με τους ήρωες του «Game of Τhrones».
Ολα αυτά προϋπέθεταν ένα βαφτιστήρι το οποίο θα έλαμπε σαν φωτοβολίδα που μες στη νύχτα σκάει: με καινούργια, αθλητικού τύπου, παπούτσια που έχουν, εκτός από στρασάκια, τη φάτσα της Barbie τυπωμένη επάνω στο κότσι και φωτάκια στη σόλα που αναβοσβήνουν με την κίνηση. Στο χέρι, λαμπάδα που το παιδί μόνο του δεν μπορεί να σηκώσει λόγω βάρους και όγκου: κερί ίσαμε το μπόι του (είναι ψηλά τα βλαστάρια μας σήμερα), δύο μέτρα τούλι γύρω γύρω και ένα ευμέγεθες παιχνίδι (αεροπλανάκι, σπιτάκι, φάρμα με όλα τα ζώα και με τον γεωργό καβάλα στο τρακτέρ του ή κούκλα που ανοιγοκλείνει τα μάτια και λέει «Γεια σου, κοριτσάκι, με λένε Τζάνις») να κρέμεται. (Προσοχή στο άναμμα, μη λαμπαδιάσουν και η Τζάνις με τη φιούμπα και το παιδί.) Τι άλλο απαιτούσε και απαιτεί το μεταμοντέρνο Πάσχα; Ενα σοκολατένιο αβγό σε μέγεθος αβγού δεινοσαύρου, για να είναι χορταστικό στο μάτι. Και εμφάνιση τόσο λαμπρή, που να ταιριάζει απόλυτα στη Λαμπρή: κυρίες ντυμένες και βαμμένες α λα Αντζελα Δημητρίου στην πρόσφατη διαφήμιση –πολλές ειρωνεύτηκαν την εικόνα χωρίς να έχουν συναίσθηση της δικής τους, απόλυτα ίδιας, αναστάσιμης εικόνας –και συνοδούς αντάξιούς τους, έτοιμους να τσουγκρίσουν σαν άντρες τις extra large κοιλιές τους. Ολοι αυτοί εμφανίζονται στις 23.55 στο προαύλιο της εκκλησίας για να εξαφανιστούν αμέσως –φοβούμενοι μη χάσουν τη λάμψη τους και γίνουν κολοκύθες όταν το ρολόι χτυπήσει δώδεκα.
Αυτό είναι το Πάσχα µας: Ενα εθνικό Μπόλιγουντ. Υπερβολή χωρίς μέτρο, χωρίς χάρη, χωρίς μνήμη. Αν θυμόμασταν, δεν θα γινόμασταν ούτε τόσο κακόγουστοι ούτε τόσο φτηνοί. Και όμως, πέρα από αυτό το καλειδοσκόπιο της νεοπλουτίστικης γυφτιάς, υπάρχουν ακόμη ασπρόμαυρες εικόνες, ξεθωριασμένες αναμνήσεις από τα χρόνια που το τσουρέκι ήταν ένα, με μαστίχα και μαχλέπι, τελεία. Που τα παπούτσια του βαφτιστηριού δεν ήταν ένα ακόμη ζευγάρι δίπλα στα δεκάδες αφόρετα που έχει, αλλά λουστρίνια, τα «καλά παπούτσια» του, τα μοναδικά καλά παπούτσια που θα του αγόραζαν έως το επόμενο Πάσχα. Που τα αβγά ήταν κόκκινα, γιατί αυτό θέλει το έθιμο. Που οι χαλκομανίες είχαν πάνω την Ανάσταση, άντε και κανένα προβατάκι, γιατί έτσι το θέλει πάλι το έθιμο. Που η Ανάσταση δεν παρέπεμπε αισθητικά σε σκυλάδικο –πασαρέλα ήταν πάντα, καλύτερου όμως γούστου. Δεν νοσταλγώ τη στέρηση, τη βασανιστική εγκράτεια, τη φτώχεια. Δεν εξιδανικεύω τις εποχές που λίγο κρέας στον φούρνο ήταν ύψιστη πολυτέλεια. Δεν βρίσκω, όμως, καθόλου χαριτωμένο και τον μπουχτιστικό, σχεδόν χυδαίο τρόπο με τον οποίο γιορτάζουμε πλέον. Αναζητώ την αρχοντιά και την τρυφερότητα που έκρυβε μέσα της η λιτότητα των παλαιότερων Πάσχα. Εκείνο το απλό, καθαρό και νοικοκυρεμένο που αναδείκνυε το συναίσθημα, τη γιορτή και τα συγκινητικά (ναι, συγκινητικά) έθιμά της, με όλη τη σημασία και την ομορφιά τους. Τότε που το σοκολατένιο αβγό έκρυβε μέσα του κουφέτα και όχι χελωνονιντζάκια.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Απριλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ