Η έρευνα της Κάπα Research – «Το Βήμα» (17.4.2016) έφερε εκ νέου στο φως τη δυσπιστία προς την ΕΕ, την αποδυνάμωση του φιλοευρωπαϊκού ρεύματος αλλά και την ανάπτυξη ενός ευρωσκεπτικιστικού –και σε μεγάλο βαθμό ευθέως αντι-ΕΕ –ρεύματος στο εσωτερικό της ελληνικής κοινής γνώμης. Η δυσπιστία προς την Ευρώπη, η οποία πήρε κατακλυσμική ένταση μετά το ξέσπασμα της κρίσης χρέους, βαίνει αυξανόμενη –αυτό προκύπτει από τη σύγκριση με προηγούμενα ευρήματα της ίδιας εταιρείας αλλά και του Ευρωβαρόμετρου.
Ο παλαιός ευρωσκεπτικισμός. Η βαρύτητα της τάσης αυτής έχει ελάχιστα αποτιμηθεί από την ελληνική δημόσια συζήτηση. Τα σημερινά χαρακτηριστικά του ευρωσκεπτικισμού (ο όρος δεν μας ικανοποιεί, χρησιμοποιείται συμβατικά) έχουν ελάχιστη σχέση με τον ευρωσκεπτικισμό του παρελθόντος. Στη δεκαετία του 1960, εποχή σύνδεσης της Ελλάδας με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, η αντι-ΕΟΚ στάση της ΕΔΑ ήταν πολύ σκληρή («γεγονός ολέθριο», «εθνική συμφορά», «Η ένταξή μας στην ΕΟΚ μπορεί να συγκριθεί με Αλωση της Πόλης, Μικρασιατική Καταστροφή, χιτλερική κατοχή»). Ωστόσο η στάση αυτή δεν άγγιξε βαθύτερα την ελληνική κοινωνία και τις ευρωπαϊκές προτιμήσεις, όσο ασαφείς και αν ήταν τότε, των ελλήνων πολιτών. Παραδόξως, το ίδιο συνέβη και στη φάση ανόδου και καθιέρωσης του ΠαΣοΚ. Η μετεωρική άνοδος του τότε σκληρά ευρωσκεπτικιστικού ΠαΣοΚ («ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο») δεν συνοδεύθηκε από αντίστοιχου μεγέθους μετακίνηση της κοινής γνώμης σε θέσεις ευρωσκεπτικιστικές, ευρωκριτικές ή αντιευρωπαϊκές. Αντιθέτως, η βαθμιαία και, επί Σημίτη, πλήρης στροφή των ελλήνων Σοσιαλιστών σε φιλοευρωπαϊκή κατεύθυνση στηρίχθηκε καταλυτικά από την ελληνική κοινωνία. Ο ευρωπαϊσμός, στις δεκαετίες του 1990 και, εν μέρει, του 2000, υπήρξε πανίσχυρος, είχε ηγεμονική δυναμική και έφερε την Ελλάδα στον στενό πυρήνα των πιο φιλοευρωπαϊκών χωρών της ηπείρου. Ο δε αντιευρωπαϊσμός, κυρίως περιορισμένος στο στενό πλαίσιο ενός υπό εξασθένηση ΚΚΕ, εστερείτο, με την εξαίρεση ενός στενού πυρήνα (που δεν είμαστε σε θέση να τον προσδιορίσουμε αριθμητικά), εσωτερικής αξιακής και προγραμματικής συνοχής. Ηταν ένα ρεύμα μειοψηφικό, χωρίς πολιτική δυναμική.

Ο νέος συνεκτικός ευρωσκεπτικισμός
. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει σε βαθμό που εκπλήσσει. Η εμπιστοσύνη προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς έχει καταρρεύσει. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου, μεταξύ των 28 κρατών της ΕΕ η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στους 9 από τους 13 δείκτες δυσπιστίας προς –ή αποστασιοποίησης από –τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τη δεύτερη στους υπόλοιπους 4 (Susannah Verney, 2015, σελ. 286). Η Ελλάδα έχει φύγει πολύ μπροστά: πρωτοπορεί σε δυσπιστία και έχει αφήσει πίσω της το παραδοσιακά ευρωσκεπτικιστικό Ηνωμένο Βασίλειο! Η εφαρμογή των μνημονίων και η (χοντροκομμένη) οικονομική εποπτεία έχουν προκαλέσει μια θάλασσα ευρωσκεπτικισμού στη χώρα. Εχουν προκαλέσει «σεισμικό σοκ» (Verney).
Επιπλέον, όπως δείξαμε αλλού, αξιοποιώντας τα ευρήματα της Διανέοσις/GPO, ο σχηματισμός μιας σημαντικής και ιδιαίτερα συνεκτικής ομάδας «σκληρού» ευρωσκεπτικισμού (που κυμαίνεται γύρω στο 20%-25% του σύνολου πληθυσμού και που, σύμφωνα με τα ευρήματα της Κάπα Research, διευρύνεται) είναι ένα νέο, κεντρικό και κρίσιμο δεδομένο της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας.
Ο πυρήνας του «αντιευρωπαϊσμού» στην Ελλάδα έχει πλέον αποκρυσταλλωθεί και, προπάντων, επιδεικνύει μεγάλη συνάφεια όχι μόνο στις ευρωπαϊκές του προτιμήσεις αλλά και στις προτιμήσεις που αφορούν την οικονομία και το πολιτικό σύστημα. Εάν λοιπόν πάντοτε υπήρχε στην Ελλάδα ένα ποσοστό πληθυσμού δύσπιστο προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, το απολύτως νέο φαινόμενο είναι ότι το ποσοστό αυτό και έχει διευρυνθεί και εμφανίζει μια διακριτή και περιεκτική ταυτότητα, η οποία συμπεριλαμβάνει τις οικονομικές προτιμήσεις και τις απόψεις για τους εθνικούς πολιτικούς θεσμούς. Η θεματική «περιεκτικότητα» της ομάδας αυτής καταδεικνύει την ισχύ της. Από αυτή τη γωνία θέασης, ο αντι-ευρώ «πόλος» αποτελεί ένα επαρκώς δομημένο και επαρκώς στέρεο ρεύμα απόψεων και ιδεών –με έντονα αντιπολιτευτικά και, εν μέρει, αντισυστημικά χαρακτηριστικά. Το εν λόγω ρεύμα στερείται κομματικής εκπροσώπησης (υπό την έννοια της ισχυρής ή ενιαίας εκπροσώπησης). Ωστόσο είναι εδώ, με τρόπο επιδεικτικά εναργή και επιδεικτικά κρυστάλλινο.

Ευρωπαϊκή τομή και political modernity
. Στις δεκαετίες του 1990 και, εν μέρει, του 2000 ο ευρωπαϊσμός συγκροτούσε στην Ελλάδα ένα είδος παντοδύναμης ιδεολογίας. Σήμερα το ευρωπαϊκό ρεύμα εξακολουθεί να διατηρεί τον πλειοψηφικό του χαρακτήρα με τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση. Ωστόσο, η Ελλάδα από χώρα ανήκουσα στην πρωτοπορία του φιλοευρωπαϊσμού τείνει να γίνει ουραγός. Ναι μεν η άποψη υπέρ παραμονής στην ΕΕ και στην ευρωζώνη παραμένει ισχυρά πλειοψηφική (και αυτό διαφοροποιεί θεαματικά και καθοριστικά την Ελλάδα από χώρες όπως η Μ. Βρετανία), αλλά πλέον όλοι οι άλλοι δείκτες εμπιστοσύνης προς την ΕΕ έχουν είτε δραματικά υποχωρήσει είτε πλήρως καταρρεύσει.
Η διαμόρφωση του σημαντικού και συνεκτικού αντι-ευρώ πόλου αποτελεί έκφραση μιας ευρύτερης διαιρετικής τομής (cleavage) που εμπεριέχει τη δυναμική μερικού μετασχηματισμού του ελληνικού κομματικού συστήματος. Προϊόν της περιόδου των μνημονίων, η αυξημένη σπουδαιότητα της διαιρετικής ευρωπαϊκής τομής δεν θα είναι συγκυριακή. Αντίστοιχες άλλωστε τάσεις έχουν καταγραφεί σε όλη την Ευρώπη. Η ισχυρή επίδραση της ΕΕ στον προσανατολισμό των εθνικών δημόσιων πολιτικών τείνει να μετατρέψει την «Ευρώπη» σε τμήμα της εσωτερικής πολιτικής ατζέντας και σύγκρουσης. Στη σημερινή Ελλάδα, η διείσδυση της νέας διαίρεσης συντελέστηκε βίαια, αν και καθυστερημένα σε σύγκριση με άλλες χώρες. Ηρθε όμως για να μείνει.
Η Ελλάδα του 19ου αιώνα βρέθηκε, λίγο μετά τη Γαλλία και την Ελβετία, στην πρωτοπορία των χωρών που θέσπισαν την καθολική ψηφοφορία. Μάλιστα δε, κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα μετά το 1875, το κοινοβουλευτικό σύστημα λειτούργησε πολύ καλύτερα από ό,τι σε πολλές ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να συγκαταλέγεται «στον στενό κύκλο των συνταγματικά προηγμένων χωρών της Ευρώπης, ενώ υπερείχε κατά πολύ όλων των βαλκανικών» (Ν. Αλιβιζάτος, 2011, σελ. 25).
Δεν γνωρίζω αν η Ελλάδα αποτελεί χώρα «του ενδιάμεσου πολιτισμικού χώρου», μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Πολιτικά όμως η Ελλάδα ανήκε και ανήκει στον ευρωπαϊκό χώρο, σε πείσμα του οριενταλισμού πολλών ξένων και –ακόμη περισσότερων –ελλήνων αναλυτών. Το σημερινό μοντέλο των πολιτικών διαιρετικών τομών στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας είναι όχι απλώς ευρωπαϊκό, αλλά δυτικοευρωπαϊκό. Οι κυρίαρχες αντιπαραθέσεις (οικονομικός νεοφιλελευθερισμός / οικονομικός παρεμβατισμός, πολιτισμικός φιλελευθερισμός / πολιτισμικός συντηρητισμός και φιλοευρωπαϊσμός / ευρωσκεπτικισμός), αντιπαραθέσεις που ξετυλίγονται πάνω στον καμβά βάθους που είναι η διαίρεση Αριστεράς / Δεξιάς, δείχνουν ότι η ελληνική κοινωνία ανήκει βαθύτατα σε αυτό που ονομάζουμε political modernity. Και μάλιστα στη modernity με τη δυτικοευρωπαϊκή έννοια του όρου, καθώς οι διαιρέσεις αυτές στην Ελλάδα είναι καλύτερα σχηματισμένες και περισσότερο ανεπτυγμένες από ό,τι στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Στην ουσία, η σύγκρουση μνημονιακών και αντιμνημονιακών συνέβαλε στο να αποκρυσταλλωθεί και στη χώρα μας η λιγότερο συγκροτημένη διαίρεση, αυτή μεταξύ ευρωπαϊστών – αντιευρωπαϊστών. Πράγματι, τα μονοπάτια της πολιτικής νεωτερικότητας ακολουθούν διαδρομές που πολλοί δυσκολεύονται και να φανταστούν και να αναγνωρίσουν.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ