Πίσω από τις αρνητικές εξελίξεις στην Ουάσιγκτον και στην ομώνυμη ομάδα των θεσμικών πιστωτών της χώρας που ζητούν επιτακτικά νέα δημοσιονομικά μέτρα χωρίς να προχωρούν στις αναμενόμενες παραμετρικές αλλαγές στο χρέος, βρίσκεται η στάση που ακολούθησαν από το 2012 έως σήμερα οι δυνάμεις που συγκροτούν τη σημερινή κυβέρνηση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και από κοντά οι ΑΝΕΛ και οι κρυφοί κυβερνητικοί εταίροι αρνήθηκαν να αποδεχθούν τη σημασία της αναδιάρθρωσης που έγινε στο ελληνικό δημόσιο χρέος το 2012 και να συνομολογήσουν το μέγεθος του κουρέματος του χρέους σε ονομαστική και κυρίως σε παρούσα αξία. Τώρα φαίνεται η πρακτική σημασία της φράσης «εκεί που έφτυναν γλείφουν», αλλά δεν το κάνουν αποτελεσματικά για τη χώρα! Το ακριβώς αντίθετο.

Την Τρίτη 12 Απριλίου στην εκδήλωση που οργάνωσε ο ekyklos στο αμφιθέατρο Καρατζά της ΕτΕ είχαμε την ευκαιρία με τους Ντανιέλ Κοέν, Πολ Καζαριάν και Γιώργο Στρατόπουλο να παρουσιάσουμε τα στοιχεία και να συζητήσουμε όχι τόσο τι επιτεύχθηκε το 2012, αλλά κυρίως τι πρέπει να γίνει τώρα.

Επαναλαμβάνω πολύ συνοπτικά. Όσοι έχουν σήμερα την ευθύνη της κυβέρνησης και της διαπραγμάτευσης αρνιόντουσαν πεισματικά να αποδεχθούν ότι με το PSI και το PSI + (επαναγορά νέων ομολόγων) μειώθηκε η ονομαστική αξία του χρέους κατά 106 δις ευρώ. Αρνιόντουσαν να αποδεχθούν ότι το χρέος μειώθηκε επιπλέον σε παρούσα αξία λόγω των νέων ευνοϊκότερων όρων του δανείου που δόθηκε το 2012 από τον EFSF (τωρινό ESM).Οι όροι αυτοί συνιστούν ένα OSI (Official Sector Involvement) εξίσου σημαντικό με το PSI (Private Sector Involvement).Το χρέος πέρα από την ονομαστική του μείωση κατά περίπου 50% του ΑΕΠ, μειώθηκε, σύμφωνα με τη τελευταία έκθεση του EFSF /ESM, κατά το 49% του ΑΕΠ του 2013, δηλαδή κατά 90 δις. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί η μείωση σε παρούσα αξία που προκύπτει από τους όρους υπό τους ποιους εκδόθηκαν τα νέα ομόλογα (post PSI) το 2012.

Για όσους δεν δέχονται τη ριζοσπαστική θεώρηση του Πολ Καζαριάν που υπολογίζει τώρα το ελληνικό χρέος σε 39% του ΑΕΠ σε παρούσα αξία, εφαρμόζοντας τα λογιστικά πρότυπα που εφαρμόζουν πολλές χώρες και πολλοί διεθνείς οργανισμοί, υπάρχει ο συμβατικός υπολογισμός έγκριτων οικονομολόγων γερμανικών πανεπιστημίων (Schumacher και Weder di Mauro, 2015) που υπολογίζουν το ελληνικό δημόσιο χρέος σε παρούσα αξία στο 98% του ΑΕΠ.

Το κρίσιμο είναι ότι στην ευρωζώνη μόνο στην περίπτωση της Ελλάδας η διαφορά μεταξύ ονομαστικής και παρούσας αξίας του χρέους είναι τόσο μεγάλη. Σε όλες τις άλλες χώρες κυμαίνεται γύρω στο 2 με 5% του ΑΕΠ. Ας το κρατήσουμε αυτό. Είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό ελληνικό πλεονέκτημα την τεράστια πρακτική σημασία του οποίου θα δούμε παρακάτω.

Αυτό οφείλεται στο πολύ χαμηλό μέσο επιτόκιο που έχει επιτευχθεί, τη μεγάλη περίοδο χάριτος, τη μεγάλη μέση διάρκεια του χρέους που ήδη τώρα φτάνει μέχρι το 2059. Η μείωση του χρέους σε παρούσα αξία αντανακλάται στο ετήσιο κόστος εξυπηρέτησής του που μειώθηκε το 2012 δραστικά. Όπως μου απάντησε εγγράφως ο κ. Τσακαλώτος στη Βουλή, το μέσο ετήσιο ύψος ταμειακών τόκων που καλείται να καταβάλει η χώρα μας έως το 2059 είναι 4,6 δις ευρώ, ίσο με το 1,67% του ΑΕΠ. Τα δε χρεολύσια καμία χρονιά μέχρι το 2059 δεν υπερβαίνουν τα 9,9 δις δηλαδή το 4,5% του ΑΕΠ στην προβολή του. Η μείωση του βάρους σε σχέση με τα ισχύοντα πριν το 2012 είναι εντυπωσιακή. Η Ελλάδα βαρύνεται με ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης που είναι δραστικά μικρότερο από αυτό που θα αντιστοιχούσε στην ονομαστική αξία του χρέους της.

Επιπλέον υπάρχει από το 2012 η δέσμευση των εταίρων μας ότι όλα αυτά θα βελτιωθούν ακόμη περισσότερο με πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές όταν επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα, πλεόνασμα της ετήσιας δημοσιονομικής διαχείρισης χωρίς να υπολογίζεται το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Πρωτογενές πλεόνασμα είχε επιτευχθεί ήδη από το 2013. Μάλιστα το κυκλικά προσαρμοσμένο πλεόνασμα (λαμβανομένης υπόψη της ύφεσης) και το διαρθρωτικό πλεόνασμα (λαμβανομένων υπόψη και των εφάπαξ μέτρων) ήταν το καλύτερο διεθνώς.

Αντί όμως οι σημερινοί κυβερνώντες να υιοθετήσουν την παρέμβαση του 2012 ως εθνικό κεκτημένο και να επιδιώκουν τα υπεσχημένα συμπληρωματικά μέτρα για το χρέος, υιοθέτησαν επί πολύ καιρό με πάθος τη θεωρία ότι το χρέος είναι «επονείδιστο», ότι πρέπει η Ελλάδα να προβεί σε μονομερείς ενέργειες παύσης πληρωμών και ονομαστικού κουρέματος. Οι κκ. Παυλόπουλος και Τσίπρας παρέστησαν στην εναρκτήρια συνεδρίαση της άληστου μνήμης «Επιτροπής αλήθειας για το χρέος».

Μετά οι κυβερνώντες προσγειώθηκαν ξαφνικά στη συμφωνία της 12.7.2015 και στο τρίτο μνημόνιο, αποδεχόμενοι με την υπογραφή και τη ψήφο τους ότι το μόνο που μπορεί να γίνει στο χρέος είναι οι πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές (σταθεροποίηση κυμαινόμενων επιτοκίων, παράταση περιόδου χάριτος, περαιτέρω επιμήκυνση της περιόδου εξόφλησης των ευρωπαϊκών δανείων) που είχαν συμφωνηθεί από το 2012, αποκλειόμενου ρητώς του ονομαστικού «κουρέματος». Όμως οι παραμετρικές αλλαγές συνιστούν απλώς ένα συμπληρωματικό OSI στο πλαίσιο της παρέμβασης του 2012.

Αυτή δεν είναι μια ιστορική ή θεωρητική συζήτηση. Είναι μια δραματικά πρακτική συζήτηση που συνδέεται με το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος που πρέπει να πετύχει η χώρα μας μέχρι το 2018. Είναι άρα μια συζήτηση που συνδέεται με το ύψος των δημοσιονομικών μέτρων για τη λήψη των οποίων πρέπει να δεσμευθεί η χώρα μας. Θυμίζω ότι η κυβέρνηση πήγε στην Ουάσιγκτον με μέτρα 5,5 δις και γύρισε με πρόσθετο πακέτο επιπλέον 3,5 δις, αν αυτά είναι αναγκαία προκειμένου να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Γύρισε χωρίς καμία δέσμευση των εταίρων για πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές στο χρέος που αποτελούν τμήμα της συμφωνίας του 2012.

Η κυβέρνηση είναι προφανές ότι δεν επιχειρηματολογεί σωστά σε σχέση με το πρωτογενές πλεόνασμα γιατί αρνείται να επικαλεστεί και να αξιοποιήσει για λόγους μικροκομματικούς το κεκτημένο του 2012.

Η μελέτη βιωσιμότητας του χρέους (DSA) που συνυπογράφει η τρόικα ήδη από το 2012 έχει ένα αρνητικό και ένα θετικό στοιχείο. Το θετικό είναι ότι συνδέει το επιδιωκόμενο πρωτογενές πλεόνασμα με ένα ετήσιο θετικό ρυθμό ανάπτυξης τουλάχιστον 2,5% του ΑΕΠ. Όταν αυτό δεν προκύπτει, δεν έχει νόημα η συζήτηση περί πρωτογενούς πλεονάσματος. Οι εταίροι μας δέχονται από το 2012 ότι το πρωτογενές πλεόνασμα προϋποθέτει ανάλογο θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Το αρνητικό είναι ότι η μελέτη βιωσιμότητας του χρέους είναι μια γραμμική μελέτη προβολής στο μέλλον της ονομαστικής αξίας του χρέους και όχι της παρούσας αξίας του. Δεν λαμβάνει υπόψη το εντυπωσιακά χαμηλό μέσο επιτόκιο, τη μεγάλη διάρκεια του χρέους, την περίοδο χάριτος, το περιορισμένο ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης. Δεν λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα και ευνοϊκά στοιχεία της ελληνικής περίπτωσης.

Αντί η κυβέρνηση να εγκλωβίζεται στη συζήτηση περί πρωτογενούς πλεονάσματος στο πλαίσιο μιας τέτοιας μελέτης βιωσιμότητας του χρέους, θα έπρεπε να κάνει αυτό που προσπάθησα να εξηγήσω στον κ. Τσίπρα στις 19.2.2012 στη μοναδική συνάντηση μας από τότε που έγινε πρωθυπουργός. Να επιμείνει στη σημασία του παρανομαστή του κλάσματος χρέος προς ΑΕΠ, δηλαδή στον θετικό ρυθμό ανάπτυξης τουλάχιστον 2,5%.Και κυρίως να επιμείνει στο γεγονός ότι ο πραγματικός όγκος του ελληνικού χρέους σε παρούσα αξία είναι δραστικά μικρότερος. Όπως δε σημειώσαμε παραπάνω, σε καμία άλλη χώρα της ευρωζώνης δεν υπάρχει τέτοια διαφορά μεταξύ ονομαστικής και παρούσας αξίας του χρέους.

Την περίοδο 2013 – 2014 είχα την ευκαιρία να θέσω επισήμως πολλές φορές το ζήτημα της μείωσης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα ώστε να δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος (fiscal space) υπέρ της ανάπτυξης, προκειμένου να επιτευχθεί πρωτίστως η προϋπόθεση του θετικού ρυθμού ανάπτυξης τουλάχιστον 2,5%.Με δεδομένο ότι το χρέος είναι πραγματικά, σε παρούσα αξία, πολύ μικρότερο και θα γίνει ακόμη μικρότερο με τις υπεσχημένες από το 2012 πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές.

Αυτά δεν είναι λόγια και ιστορίες του παρελθόντος. Είναι η προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Είναι η επίδραση του πρωτογενούς πλεονάσματος και όλων των δημοσιονομικών δεδομένων στη ζωή των Ελληνίδων και των Ελλήνων.

Αυτά προσπαθώ να πω μήνες τώρα, αλλά η αλαζονεία και η μισαλλοδοξία δεν αφήνουν να ακουστεί η φωνή των αριθμών και της λογικής. Σε βάρος της οικονομίας και των πολιτών.

Όλο αυτό το πολιτικό παιχνίδι της κυβέρνησης, πέραν της βλάβης που ήδη έχει προκαλέσει και προκαλεί στην οικονομία, διατηρεί ζωντανό ένα οικονομικό και πολιτικό εφιάλτη: το σενάριο του αδιεξόδου, της ρήξης και τελικά του Grexit. Τα «παιδιά» θέλουν να δείξουν ότι το «παλεύουν», αλλά οι κακοί πιστωτές συνωμότησαν στο Ουάσιγκτον club. Η κωμικοτραγική υπόθεση των υποκλοπών των συνομιλιών των στελεχών του ΔΝΤ, ένωσε τους πιστωτές αντί να τους διχάσει. Αν υπάρξει συμφωνία που μπορεί να ψηφιστεί χωρίς απώλειες από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αυτή θα ψηφιστεί και θα έχει επιτευχθεί η παραμονή της συγκεκριμένης ομάδας στην εξουσία ως αυτοτελής στόχος ανεξαρτήτως οικονομικού κόστους και εθνικής προοπτικής. Αν όμως αυτό καταστεί δύσκολο, υπάρχει πάντα η επιλογή της ρήξης, του μετώπου της συνωμοσιολογίας, των εκβιαστικών και απλουστευτικών διλημμάτων χωρίς ενδοιασμούς. Ακόμη και αν αυτό οδηγεί στην απόλυτη καταστροφή των πάντων και πρωτίστως των πιο αδύναμων.

Όμως στην περίπτωση αυτή δεν θα πρόκειται μόνο για συντριπτική υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, της περιουσίας, του εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης όλων των νοικοκυριών. Δεν θα πρόκειται μόνο για την πλήρη διάλυση του τραπεζικού συστήματος. Δεν θα πρόκειται μόνο για μια πραγματική ανθρωπιστική κρίση. Θα πρόκειται ανοικτά και ωμά για ζήτημα δημοκρατίας και κράτους δικαίου καθώς τέτοιες ρήξεις δεν γίνονται με συμβατικές δημοκρατικές και δικαιοκρατικές διαδικασίες. Δεν νοείται δημοκρατικά να εκλέγεσαι με μια «αντιμνημονιακή» πλατφόρμα, να οδηγείς την οικονομία σε αδιέξοδο και το εκλογικό σώμα σε διχαστικό δημοψήφισμα το αποτέλεσμα του οποίου ακυρώνεις εν ψυχρώ την επόμενη ημέρα, να επανεκλέγεσαι στο όνομα του τρίτου μνημονίου και να φλερτάρεις ξανά λίγους μήνες αργότερα με την ιδέα της ρήξης. Η μόνη θεμιτή λύση είναι η αλλαγή κυβέρνησης με τις συνταγματικά προβλεπόμενες διαδικασίες και όχι η αλλαγή καθεστώτος.

Ας συνειδητοποιήσουμε επιτέλους το διακύβευμα, ώστε να αναγκαστούν όσοι παίζουν εν ου παικτοίς να σταματήσουν.